Ο εκπαιδευτικός λόγος στην Κύπρο


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

Μια καινούργια και πολύ χρήσιμη για επιστημονική ανάλυση έννοια που κατασκευάστηκε  από τους μετανεωτερικούς φιλοσόφους στην εποχή μας είναι η έννοια του λόγου (discourse). Έτσι, ακούμε σήμερα να γίνεται αναφορά σε πολιτικό λόγο, επιστημονικό λόγο, εκπαιδευτικό λόγο,κλπ. Με την έννοια αυτή εννοούμε μια σειρά δηλώσεων γύρω από ένα θέμα που επαναλαμβάνονται συχνά και εκφράζουν απόψεις για την επικρατούσα κατάσταση σ’ έναν τομέα της κοινωνίας και εισηγήσεις  για τρόπους με τους οποίους η κατάσταση μπορεί  να βελτιωθεί.

Η σημασία του λόγου είναι πολύ μεγάλη στη δημοκρατική και πολυπολιτιστική εποχή μας, γιατί είναι από το λόγο που τελικά θα κυριαρχήσει μεταξύ πολλών άλλων που τελικά θα προέλθει η νέα πολιτική που θα υιοθετηθεί. Αντίθετα με προηγούμενες εποχές στις οποίες οι εκάστοτε άρχοντες είχαν την ευχέρεια  να αποφασίζουν μόνοι τους ή με βάση τις συμβουλές των συμβούλων τους, η πολιτική σήμερα διαμορφώνεται με βάση τον κυρίαρχο λόγο, την άποψη δηλαδή που στην καθημερινή συζήτηση φαίνεται να είναι η ισχυρότερη, έστω και αν δεν είναι η ορθότερη. Φτάνει να υποστηρίζεται από «το καθεστώς της αλήθειας», αυτούς δηλαδή που έχουν τη μεγαλύτερη δύναμη στη δεδομένη στιγμή. Παλαιότερα ο λόγος υπήρχε, αλλά ήταν αναιμικός και όχι τόσο συγκρουσιακός όπως σήμερα. Ήταν συναινετικός,  γιατί υπήρχαν αξίες   κοινά αποδεκτές και έτσι η λήψη απόφασης ήταν ευκολότερη.  Σήμερα, με τη δημοκρατικοποίηση της κοινωνίας, τον πολυπολιτισμό και την πολύ μεγάλη  ελευθερία έκφρασης δεν υπάρχει πλέον ομοφωνία για το τι αποτελεί κοινό καλό και έτσι υποστηρίζονται και προωθούνται  πολλές διαφορετικές αξίες. Στην Κύπρο, για παράδειγμα, την εποχή της υπουργίας (1960-1970) του Κ. Σπυριδάκι,  η κυρίαρχη  εκπαιδευτική αξία ήταν η ποιότητα (αριστεία). Γι’ αυτή την ποιότητα εργάζονταν με μεγάλο ζήλο όλοι, μαθητές, εκπαιδευτικοί, διευθυντές σχολείων, εκπαιδευτική διοίκηση. Σήμερα υπάρχει διαφωνία σχετικά με τις αξίες τις οποίες πρέπει να υπηρετήσει κατά κύριο λόγο η εκπαίδευση.   Πολλοί πιστεύουν ότι ο όγκος των κρατικών πιστώσεων πρέπει να χρησιμοποιείται για την προώθηση της ισότητας με αντισταθμιστικά μέτρα, ώστε να επικρατήσει κοινωνική δικαιοσύνη, άλλοι υποστηρίζουν την αξία της αποτελεσματικότητας που θα εξασφαλίσει καλύτερα αποτελέσματα, κυρίως στους τομείς της απασχόλησης  και της οικονομίας, και, τέλος, άλλοι πιστεύουν ότι πρέπει να επικρατήσει μεγαλύτερη ελευθερία στα εκπαιδευτικά πράγματα με την παραχώρηση στους γονείς λόγου στον καθορισμό του εκπαιδευτικού περιεχομένου και δικαιώματος εκλογής του σχολείου στο οποίο θα φοιτήσουν τα παιδιά τους.

Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να περιγράψω τα διαφορετικά «παραδείγματα» εκπαιδευτικού λόγου που αρθρώνονται σήμερα στην Κύπρο, στα ΜΜΕ, στα άρθρα των ειδικών, και στις επίσημες εγκυκλίους και δηλώσεις. Η διάκριση  των παραδειγμάτων γίνεται με βάση τρία  κριτήρια :α) τις βασικές αξίες που τα παραδείγματα προωθούν, β) το βασικό προσανατολισμό τους και γ)τα διαφορετικά μέσα τα οποία προτείνουν  για την επίτευξη των στόχων τους. Νομίζω  πως είναι περιττό να αναφερθεί πως στο άρθρο γίνεται κατ’ ανάγκη μια γενίκευση και σχηματοποίηση για σκοπούς ευκολότερης σύνοψης και κατανόησης μιας πολύ περίπλοκης πραγματικότητας.

Με βάση τις εκφραζόμενες απόψεις μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερα διαφορετικά «παραδείγματα» εκπαιδευτικού λόγου: α) το «ρομαντικό», β) το ανθρώπινο και δημοκρατικό, γ) το οικονομικό και δ) το ουσιαστικό.

Το ρομαντικό παράδειγμα αφορμάται από μια νοσταλγία για το παρελθόν και τη χαμένη αθωότητα και βασίζεται στην αντίληψη ότι η ελληνοκυπριακή εκπαίδευση του παρελθόντος  ήταν πολύ καλύτερη  από τη σημερινή. Γι’ αυτό υποστηρίζει μια επιστροφή, όσο αυτή είναι δυνατή, στα βασικά  χαρακτηριστικά της παλιάς εκπαίδευσης: από πλευράς περιεχομένου επιστροφή στη γενική εκπαίδευση, περιλαμβανομένης και της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών, από πλευράς  δομών επιστροφή στο εξατάξιο γυμνάσιο, από πλευράς κανονισμών στην επαναφορά της μαθητικής στολής,  στην απαγόρευση του καπνίσματος, στην  απενεργοποίηση των  κινητών στην τάξη και  στη μείωση του αριθμού των επιτρεπόμενων απουσιών, και από πλευράς οργάνωσης στην επιστροφή στην παλιά τάξη και πειθαρχία. Αυτό το παράδειγμα υποστηρίζουν κυρίως εκπαιδευτικοί προχωρημένης ηλικίας οι οποίοι νιώθουν να πνίγονται από τη σημερινή κατάσταση στα σχολεία και από τη γενικότερη «παρακμή» της  ελληνοκυπριακής εκπαίδευσης.

Το δεύτερο «παράδειγμα» για ανθρώπινο και δημοκρατικό σχολείο υποστηρίζουν κυρίως οι υποστηρικτές της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 2004. Αντίθετα προς το πρώτο παράδειγμα, το δεύτερο  προσβλέπει στο μέλλον. Ο κυριότερος στόχος  του είναι η δημιουργία συνθηκών ενός δημοκρατικού και ανθρώπινου σχολείου μέσω μειζόνων αλλαγών: αποκέντρωσης του υπουργείου παιδείας, του εκπαιδευτικού συστήματος και των σχολείων, αυτονόμησης της σχολικής μονάδας και των εκπαιδευτικών, βαθιών αλλαγών στα ωρολόγια και αναλυτικά προγράμματα, και ριζικής αναμόρφωσης των ανθρώπινων σχέσεων στα σχολεία. Υποστηρίζει επίσης μεγάλη έμφαση στις Τεχνολογίες Επικοινωνίας και Πληροφόρησης.

Το τρίτο παράδειγμα είναι εκείνο που προβάλλει συχνά η Ευρωπαία Επίτροπος για την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, την πολυγλωσσία και τη νεολαία κ. Α. Βασιλείου. Το κύριο αίτημά του είναι η προσαρμογή της εκπαίδευσης της Κύπρου στις ανάγκες της αγοράς εργασίας με τη διδασκαλία στα σχολεία εκείνων των δεξιοτήτων που ζητούν οι εργοδότες, ώστε να μειωθεί το μεγάλο ποσοστό της ανεργίας των νέων. Αυτή η ενέργεια θεωρείται υποχρέωση της κυπριακής κυβέρνησης που απορρέει από την απόφαση της Κομισιόν να ζητήσει από τις κυβερνήσεις όλων των κρατών μελών να εγγυούνται σε κάθε νέο μια θέση εργασίας ή μαθητείας ή πρακτικής άσκησης ή δυνατότητας συνέχισης των σπουδών του(Ανακοίνωση για την ομιλία της κ. Α.Βασιλείου στην Ημερίδα Νεολαίας και Απασχόλησης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου στις 21 Μαρτίου 2014, Ιnews, 21/3/14).

Το τέταρτο παράδειγμα,  τέλος, δίνει περισσότερη έμφαση  στην ουσία της εκπαίδευσης(μάθηση) και στα δρώντα πρόσωπα παρά στις δομές.  Συγκεκριμένα, υποστηρίζει αλλαγή της αντίληψης των μαθητών και των γονέων για τη γνώση, καλλιέργεια μεγαλύτερης αγάπης γι αυτή και σοβαρότητας στην προσέγγισή της, και εμμονή στην ποιοτική  και ουσιαστική μάθηση με σκοπό την καλλιέργεια ορθών στάσεων και δεξιοτήτων  όπως η ικανότητα διαχείρισης των γνώσεων και η  καλλιέργεια αναστοχαστικής σκέψης. Το παράδειγμα αυτό υποστηρίζουν το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο  και πολλοί ακαδημαϊκοί  και επιθεωρητές σχολείων. Από ό,τι φάνηκε από το πρώτο μήνυμά του προς τους εκπαιδευτικούς και μαθητές (19/3/2014), το παράδειγμα αυτό υποστηρίζει  και ο νέος υπουργός Παιδείας. Στο μήνυμά του έκανε λόγο για ανάγκη διαφοροποίησης της διδασκαλίας, εξατομικευμένης στήριξης στους μαθητές, διαχείρισης της διαφορετικότητας και μέγιστης αξιοποίησης της σύγχρονης τεχνολογίας στα σχολεία.

Μια γενική εκτίμηση που μπορεί να γίνει είναι ότι στο στάδιο αυτό κανένα από τα τέσσερα παραδείγματα  δεν φαίνεται να έχει τη δύναμη να υπερτερήσει των άλλων. Έτσι, θα συνεχίσει για πολύ καιρό ακόμα η παράλληλη υποστήριξη τεσσάρων διαφορετικών παραδειγμάτων με αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολη η διαμόρφωση σταθερής εκπαιδευτικής πολιτικής και η ανάληψη επιτυχούς προσπάθειας για βελτίωση.

*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











276