ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ *
Το μεγαλύτερο όραμα όλων των υπουργών Παιδείας της Κύπρου από το 1974 μέχρι σήμερα, ανεξαρτήτως κυβερνήσεως, παρατάξεως ή ιδεολογίας, είναι ο εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης της χώρας. Μπορεί οι αριστερές και δεξιές κυβερνήσεις να έχουν διαφορετική κυρίαρχη εκπαιδευτική αξία--η δεξιά την αριστεία και η αριστερά την ισότητα— ταυτίζονται όμως στη μεγάλη εκτίμηση προς τον εκσυγχρονισμό. Γι αυτό και όλοι οι υπουργοί άρχιζαν και τέλειωναν τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό και τα προγράμματά τους με αναφορά στον εκσυγχρονισμό.
Αυτό οφείλεται πιθανότατα στους εξής τέσσερις λόγους. Ο πρώτος είναι η παραδοσιακά θετική αξία που αποδίδουν οι Ελληνοκύπριοι τους τελευταίους δυο αιώνες, επηρεασμένοι από το Διαφωτισμό, στην αλλαγή. Τους ενθουσιάζει το καινούργιο, τα καινούργια μηχανήματα, οι καινούργιες προσεγγίσεις και μέθοδοι, τα καινούργια προγράμματα, οι νέοι νόμοι και οι νέοι κανονισμοί. Έτσι εξηγείται γιατί ο στόχος του εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης κερδίζει την καλή θέληση των μαθητών, των γονιών και των εκπαιδευτικών και ολόκληρης της κοινωνίας και εξασφαλίζει, σχεδόν από μόνος του, την αναγκαία νομιμοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Ο δεύτερος λόγος είναι η ιδεολογική ουδετερότητα του συμβολισμού του εκσυγχρονισμού. Ο εκσυγχρονισμός ως σύμβολο δεν παραπέμπει ούτε στη δεξιά ούτε στην αριστερή παράταξη, όπως, για παράδειγμα, η αξία της αριστείας ή η αξία της ισότητας. Γι αυτό την ασπάζονται όλοι, δεξιοί και αριστεροί, και την ενσωματώνουν ως βασικό στοιχείο της εκπαιδευτικής πολιτικής τους.
Ο τρίτος λόγος είναι η παραδοσιακή παραδοχή που κυριαρχεί τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο ότι η βελτίωση του περιεχομένου της εκπαίδευσης, των σχολικών εγχειριδίων και της κατάρτισης των εκπαιδευτικών αποφέρει από μόνη της καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα.
Αντίθετα προς άλλες χώρες , για παράδειγμα, την Αγγλία, όπου η ποιότητα της εκπαίδευσης ελέγχεται με εξετάσεις και η έμφαση είναι στα αποτελέσματα, στην εκροή, στην Ελλάδα η έμφαση είναι στα μέσα, στα προγράμματα και τα βιβλία, στην εισροή. Αυτό εξηγεί και την πολυμορφία στους τύπους των σχολείων και την πολλαπλότητα των σχολικών εγχειριδίων στην Αγγλία, σε αντίθεση με την απόλυτη ομοιομορφία σχολείων, προγραμμάτων και σχολικών εγχειριδίων στην Ελλάδα και την Κύπρο. Από τη στιγμή που ένα σχολείο ή ένα πρόγραμμα ή ένα σχολικό βιβλίο έχει καλά αποτελέσματα, η αγγλική κοινωνία και οι αγγλικές εκπαιδευτικές αρχές δεν βλέπουν τον λόγο να τα αλλάξουν. Το σύμβολο του εκσυγχρονισμού δεν είναι τόσο ισχυρό στην Αγγλία όσο το σύμβολο της αποτελεσματικότητας.
Ακόμα πιο σημαντικός είναι ο τέταρτος λόγος, η κακή σχέση, η απέχθεια και ο φόβος προς τις εξετάσεις και η έλλειψη εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς τους βαθμολογητές. Οι εξετάσεις ποτέ δεν αντιμετωπίστηκαν θετικά στην Κύπρο, για παράδειγμα, ως ένα εργαλείο εξασφάλισης της αξιοκρατίας αλλά και ως μια πνευματική πρόκληση προς τους μαθητές , ως μια ευκαιρία πνευματικής δημιουργίας, αξιοποίησης των κτηθεισών γνώσεων για λύση νέων προβλημάτων, όπως πρέπει να είναι ο στόχος κάθε μάθησης. Εθεωρείτο πάντοτε ως μια αυθαίρετη απαίτηση του συστήματος για ξερή ανάκληση των απομνημονευθεισών γνώσεων, απλώς και μόνο για σκοπούς τυπικού ελέγχου, και επομένως ως άσκοπο βάσανο. Γι αυτό και η περίοδος των εξετάσεων χαρακτηρίζεται στα ΜΜΕ ως περίοδος δοκιμασίας και παθών(‘αρχίζει η περίοδος των παθών’). Έτσι εξηγείται επίσης, γιατί αναστατώνεται όλη η χώρα για μια καινοτομία ή παραδρομή ή ένα λάθος στο εξεταστικό δοκίμιο (χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της αναστάτωσης που προκλήθηκε στις 18 Μαίου 2015 από το δοθέν θέμα παραγωγής επικοινωνιακού λόγου –η δεκαετία της οδύνης--στο εξεταστικό δοκίμιο των Νέων Ελληνικών των Παγκύπριων Εξετάσεων - αρθρογράφησαν καθηγητές πανεπιστημίων, βουλευτές γονείς και εκπαιδευτικοί , πλημμύρισαν με σχόλια τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε μια εφημερίδα διάβασα κάτω από τη σχετική είδηση πέραν των πενήντα σχολίων υπέρ και κατά των θεματοθετών, και η λέξη’ψευδαισθήσεις’ απέκτησε ήδη ειδική συνδήλωση στην Κύπρο).
Την ίδια αρνητική στάση προς τις εξετάσεις ακολουθεί και η κυβέρνηση, όχι μόνο γιατί επηρεάζεται από την κοινή γνώμη αλλά και για τους δικούς της λόγους. Η αποτυχία των μαθητών στις εξετάσεις, τόσο στις Παγκύπριες στο εσωτερικό όσο και στις εξωτερικές(PISA.TIMMS), και η ευρεία δημοσιότητα που δίνεται σ’αυτή από τα ΜΜΕ σε περίπτωση αποτυχίας προκαλούν μεγάλη αμηχανία στην κυβέρνηση, αφού αυτή προσφέρει την εκπαίδευση και επομένως αυτή φέρει την ευθύνη για τα επίπεδά της. Η διέξοδος επομένως τόσο για την κυβέρνηση όσο και για την κοινωνία είναι η επιμονή στο υποκατάστατο των εξετάσεων , στον εκσυγχρονισμό, και η συνεχής έξαρση της μεγάλης αξίας του. Έτσι ο εκσυγχρονισμός έγινε σήμερα η κυρίαρχη ρητορεία στην ελληνοκυπριακή εκπαίδευση.
Όλα αυτά εξηγούν γιατί κολλήσαμε στο σύνθημα του εκσυγχρονισμού και δεν προχωρήσαμε ως εκπαίδευση στο επόμενο μεταρρυθμιστικό βήμα, εκείνο των αποτελεσματικών σχολείων, όπως προχώρησαν πολλές χώρες. Δεν βλέπουμε ούτε ως κοινωνία ούτε ως κυβέρνηση την ανάγκη να κάνουμε αυτό το βήμα, γιατί είμαστε βέβαιοι ότι εξασφαλίζουμε την αποτελεσματικότητα εκσυγχρονίζοντας τα αναλυτικά και τα ωρολόγια προγράμματα και τα σχολικά εγχειρίδια και επιμορφώνοντας το εκπαιδευτικό προσωπικό. Όσον αφορά στα χαμηλά αποτελέσματα, υπάρχουν πολλοί τρόποι να δικαιολογηθούν, φταίνε τα θέματα εξετάσεων, οι διορθωτές, ο περιορισμένος χρόνος, το εγχειρίδιο και πολλά άλλα. Άλλωστε ο θόρυβος από την αποτυχία των μαθητών στις εξετάσεις διαρκεί πολύ λίγο. Σε λίγο όλα ξεχνιούνται και επανέρχεται ισχυρή η προσδοκία και η πίστη ότι με τον εκσυγχρονισμό των προγραμμάτων θα έχουμε σίγουρα καλύτερα αποτελέσματα την επόμενη φορά.
*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου