ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΛΛΟΥΜΑ*
Γράφει ο Μπαμπινιώτης, το 1994, για τους ′Έλληνες γλωσσομαθείς ότι μαθαίνουν ξένες γλώσσες πληρώνοντας «έξτρα». Και συνεχίζει, «Με άλλα λόγια, την απαραίτητη πια σήμερα για τον πολίτη της Ευρώπης γνώση μιας τουλάχιστον ξένης γλώσσας (απαραίτητη υπό τις σημερινές συνθήκες όσο τα μαθηματικά λ.χ. ή και αυτή ακόμη η μητρική γλώσσα, ας μη φανεί υπερβολή) [στο ΥΠΠ της Κύπρου μάλλον θα ακούγεται υπερβολή το 2015] την έχουμε παραχωρήσει στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στα φροντιστήρια και στα ιδιωτικά σχολεία, προς δόξαν και πάλι της «δωρεάν παιδείας» που παρέχουμε στην Ελλάδα [και στην Κύπρο]. Γιατί, όσο κι αν έχει βελτιωθεί η κατάσταση έναντι του παρελθόντος, όσο κι αν διαθέτουμε σήμερα πια στη δημόσια εκπαίδευση ένα καλό δυναμικό, ικανό να διδάξει σωστά την ξένη γλώσσα, η κατάσταση στη δημόσια εκπαίδευση από πλευράς ξενόγλωσσης παιδείας παραμένει προβληματική έως απογοητευτική. Τα παιδιά δεν μαθαίνουν μέσα στο σχολείο μια έστω ξένη γλώσσα σε επίπεδο που να πούμε ότι τη γνωρίζουν.
Κι όμως η κατάσταση της παιδείας μας και στον τομέα αυτόν πρέπει και μπορεί να αλλάξει ριζικά. Δεν είναι ανέφικτο να μαθαίνουν οι μαθητές μας μέσα στο σχολείο τους μια τουλάχιστον ξένη γλώσσα. Χρειάζεται να αυξηθούν οι ώρες διδασκαλίας των ξένων γλωσσών στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο [στο Δημοτικό το ΥΠΠ της Κύπρου το πέτυχε, στο Γυμνάσιο και Λύκειο τις μείωσε], να χρησιμοποιούνται κατάλληλα ξενόγλωσσα βιβλία και αποτελεσματικές μέθοδοι διδασκαλίας, να γίνεται η διδασκαλία της ξένης γλώσσας σε ολιγομελή και ομοιογενή, από πλευράς γνώσης και επίδοσης, τμήματα μαθητών, [αυτό θα ακούγεται σενάριο επιστημονικής φαντασίας στα αυτιά των αρμοδίων του ΥΠΠ της Κύπρου] να στηρίζεται οπτικοακουστικά με σύγχρονα τεχνολογικά εκπαιδευτικά μέσα (μαγνητόφωνο, βίντεο, ηλεκτρονικό υπολογιστή) [η μια και μοναδική αίθουσα γλωσσών σε κάθε σχολείο μόλις και μετά δυσκολίας αρκεί να χρησιμοποιείται μια φορά τη βδομάδα από κάθε τμήμα είτε για τα Αγγλικά είτε για τα Γαλλικά], και να έχουν οι διδάσκοντες τις ξένες γλώσσες την απαιτούμενη επιστημονική και διδακτική επάρκεια. [Δυστυχώς στο δημοτικό όσο πολυδύναμος και αν είναι ο δάσκαλος, δεν πετυχαίνει τα ίδια αποτελέσματα με τους καθηγητές Αγγλικών]. Αν γίνουν όλα αυτά, τότε ασφαλώς τα αποτελέσματα θα είναι πολύ καλύτερα!»
Δυστυχώς, στην πιο πάνω πραγματικότητα του 1994 που περιγράφει ο γνωστός γλωσσολόγος και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα του 2015 της Κύπρου και των υποβαθμισμένων Αγγλικών κατά 2.5 περιόδους με το νέο Ωρολόγιο Πρόγραμμα, έρχεται να προστεθεί και η ζοφερή πραγματικότητα ότι ένας στους τέσσερις μαθητές μας (και ο αριθμός αυτός ολοένα αυξάνεται) δεν έχουν την οικονομική ευχέρεια να κάνουν φροντιστήριο.΄Αρα η παραπαιδεία που ήταν το δεκανίκι της Δημόσιας Παιδείας τόσα χρόνια τώρα περνά κρίση. Τα αποτελέσματα σε θέματα γλωσσομάθειας αυτής της γενιάς Κυπρίων μαθητών θα περιμένουμε λίγα χρόνια ακόμη για να τα διαπιστώσουμε σε κάποια διεθνή μέτρηση του επιπέδου τους, σε κάποιο διεθνή διαγωνισμό και τότε θα γύρει η πλάστιγγα στην άλλη πλευρά. Kαι θα τρέχουμε να διορθώσουμε το πρόβλημα ‘κατόπιν εορτής’, ως είθισται να ενεργούμε σε αυτό τον τόπο που δεν βλέπει προκοπή!
Γ. Μπαμπινιώτης, Παιδεία, Εκπαίδευση και Γλώσσα, εκδ.Gutenberg, Aθήνα, 1994
*Καθηγήτρια Αγγλικών