Ο Καδής αναλύει τις προτάσεις του ΥΠΠ για Διορισμούς, Επιμόρφωση και Αξιολόγηση των εκπαιδευτικών


 Νέο σχέδιο διορισμού εκπαιδευτικών (ΝΣΔΕ), επιμόρφωση και κατάρτιση των εκπαιδευτικών λειτουργών και νέο σύστημα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών τέθηκαν σήμερα στις Εκπαιδευτικές Οργανώσεις από τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού Κώστα Καδή, ο οποίος ανέλυσε τον κάθε πυλώνα λεπτομερώς, δέχθηκε τις πρώτες αντιδράσεις και δεσμεύτηκε για τη συνέχιση του διαλόγου.

Νέο σύστημα Διορισμού Εκπαιδευτικών
H φιλοσοφία που διέπει το ΝΣΔΕ “δεν μπορεί να παραγνωρίσει βασικές παραμέτρους και δεδομένα που χαρακτηρίζουν την υφιστάμενη κατάσταση και ως εκ τούτου, λαμβάνει υπόψη ότι “μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών εργάζεται για σημαντική χρονική περίοδο στο εκπαιδευτικό σύστημα με το καθεστώς συμβασιούχου, έκτακτου ή αντικαταστάτη”.
Η εμπειρία αυτή πρέπει να προσμετρήσει στο ΝΣΔΕ, έτσι ώστε αφενός η πολιτεία να καρπωθεί την επένδυση που έκανε σε αυτούς τους εκπαιδευτικούς και αφετέρου “να μην αδικούνται οι παλαιότεροι”, που ήδη υπηρετούν στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Οι νέοι πτυχιούχοι δεν έχουν καμία δυνατότητα ένταξής τους στο εκπαιδευτικό σύστημα, στη βάση της υφιστάμενης κατάστασης και ως εκ τούτου, θα πρέπει να δοθούν οι ευκαιρίες και η δυνατότητα στους καλύτερους νέους της Κύπρου να ενταχθούν στο εκπαιδευτικό σύστημα και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε αυτό, στη βάση απόλυτα προκαθορισμένων αντικειμενικών, αξιοκρατικών και μετρήσιμων κριτηρίων.
Το  Νέο Σύστημα Διορισμών στην Εκπαίδευση ΝΣΔΕ ετοιμάστηκε στη βάση συνάντησης του Προέδρου της Δημοκρατίας με τις εκπαιδευτικές οργανώσεις, που έγινε στο Προεδρικό Μέγαρο στις 10 Δεκεμβρίου 2013 κατά την οποία υπήρξε η εισήγηση όπως δοθεί ένα πλεονέκτημα στους ήδη υπηρετούντες εκπαιδευτικούς με το καθεστώς συμβασιούχου, έκτακτου ή αντικαταστάτη.
Η πολιτική θέση του Υπουργείου Παιδείας είναι ότι γι’ αυτές τις ομάδες εκπαιδευτικών θα πρέπει να επιδειχθεί κοινωνική ευαισθησία, αναγνωρίζοντας την προσφορά τους στο δημόσιο σχολείο.
Η πρόταση που κατατέθηκε στη συνάντηση συνδέεται με το καθεστώς αορίστου χρόνου για τους εκπαιδευτικούς που συμπληρώνουν 30 μήνες προϋπηρεσίας ως έκτακτοι στη δημόσια εκπαίδευση (χωρίς την εξαίρεση οποιουδήποτε από τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί).
Πρόθεση του Υπουργείου Παιδείας ήταν η ένταξή τους σε ξεχωριστό κατάλογο από τον οποίο και θα διασφαλιζόταν ο διορισμός τους. Ωστόσο, σε συναντήσεις που έγιναν ανάμεσα στο Υπουργείο και τη Νομική Υπηρεσία για συζήτηση του ΝΣΔΕ, διαφάνηκε ξεκάθαρα ότι η συγκεκριμένη πρόταση συγκρούεται με το Άρθρο 28 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπου όλοι είναι ίσοι έναντι του νόμου, της διοίκησης και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχουν ίσης προστασίας και μεταχείρισης και δεν μπορεί να γίνει οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση δυσμενής διάκριση σε βάρος οποιουδήποτε ατόμου.
Ως εκ τούτου, οι συμβασιούχοι, έκτακτοι ή αντικαταστάτες εκπαιδευτικοί δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να τύχουν διαφορετικής μεταχείρισης από τους υπόλοιπους εκπαιδευτικούς που είναι υποψήφιοι για διορισμό στην εκπαιδευτική υπηρεσία.
 Η παρούσα πρόταση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού υλοποιείται σε τρεις φάσεις:
Α’ φάση: Όλοι οι διορισμοί για περίοδο δύο χρόνων (Σεπτέμβριος 2015 μέχρι Αύγουστο 2017) θα γίνονται με βάση το υφιστάμενο σύστημα διορισμού.
Β’ φάση: Για τα επόμενα έξι χρόνια (Σεπτέμβριος 2017 μέχρι Αύγουστο 2023) όλοι οι διορισμοί θα γίνονται με βάση το υφιστάμενο και το νέο σύστημα διορισμών, με σταθερή αναλογία 70:30, αντίστοιχα.
Γ’ φάση: Από τον Σεπτέμβριο του 2023 όλοι οι διορισμοί θα γίνονται με βάση το νέο σύστημα μόνο.
Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου όλοι οι υποψήφιοι θα μπορούν να διατηρούν τη θέση τους στον υφιστάμενο κατάλογο και ταυτόχρονα να διεκδικήσουν θέση στον κατάλογο που θα δημιουργηθεί με βάση το νέο σύστημα διορισμού.

Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών
Για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού προτείνει την εφαρμογή ενός νέου, σύγχρονου, ολοκληρωμένου και πολυδιάστατου συστήματος αξιολόγησης με την  εισαγωγή ενός συστήματος εσωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων, το οποίο εφαρμόζεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και σε όλες τις εκπαιδευτικά ανεπτυγμένες χώρες.
Με την εισαγωγή του συστήματος εσωτερικής αξιολόγησης της σχολικής μονάδας, το ΥΠΠ επιδιώκει τη μετατόπιση της έμφασης της αξιολόγησης από τον εκπαιδευτικό ως άτομο στο εκπαιδευτικό έργο που επιτελείται στις σχολικές μονάδες.
Το σύστημα αυτό αναμένεται να συμβάλει στην αποκέντρωση του υφιστάμενου συγκεντρωτικού εκπαιδευτικού συστήματος και να προωθήσει τη δημοκρατικότητα και τη συμμετοχική ευθύνη όλων των παραγόντων που εμπλέκονται στην εκπαίδευση. Τονίζεται ότι η εσωτερική αξιολόγηση θα γίνεται για σκοπούς βελτίωσης του έργου που επιτελείται στις σχολικές μονάδες και όχι για σκοπούς σύγκρισης μεταξύ των σχολικών μονάδων.
Η εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων θα έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα, θα διενεργείται δηλαδή με στόχο τη βελτίωση και όχι τη σύγκριση των σχολικών μονάδων.
Θα πραγματοποιείται τουλάχιστον μια φορά ανά τριετία για κάθε σχολική μονάδα.
Τονίζεται ότι τόσο η εξωτερική όσο και η εσωτερική αξιολόγηση δεν μπορούν να εφαρμοστούν, εάν δεν διασφαλιστεί πρώτα με κάποια ρύθμιση η παραμονή στην ίδια σχολική μονάδα ενός σημαντικού ποσοστού του προσωπικού για τρία τουλάχιστον χρόνια, ώστε να έχει νόημα η αξιολόγηση.
Η εισαγωγή συστήματος υποστήριξης της επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών, επειδή αναγνωρίζεται ότι ένας εκπαιδευτικός έχει τη δυνατότητα βελτίωσης όχι μόνο κατά την είσοδό του και τα αρχικά στάδια ένταξής του στο εκπαιδευτικό σύστημα αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, δημιουργείται η θέση του Παιδαγωγικού Συμβούλου στις σχολικές μονάδες.
Οι Παιδαγωγικοί Σύμβουλοι θα επιτελούν ρόλο μέντορα και επιμορφωτή για τον εκπαιδευτικό, θα παρέχουν υποστήριξη στους εκπαιδευτικούς, θα αποτελούν τους ουσιαστικούς καθοδηγητές, πηγή προβληματισμού επί ποικίλων εκπαιδευτικών θεμάτων, της βελτίωσης και της αλλαγής των εκπαιδευτικών και των σχολείων.
Εννοείται ότι ο Διευθυντής μικρών σχολικών μονάδων, σε συνεργασία με τον οικείο Ανώτερο Παιδαγωγικό Σύμβουλο, θα πρέπει να έχει την ευελιξία να αναθέσει καθήκοντα μέντορα-συμβούλου στους Ανώτερους Εκπαιδευτικούς, και όπου δεν είναι εφικτό, και σε Β. Δ/ντές, ανάλογα με τη στελέχωση, τις ειδικότητες, το μέγεθος της σχολικής μονάδας κτλ.
Σε επίπεδο σχολικής μονάδας, οι νεοδιόριστοι εκπαιδευτικοί θα στηρίζονται από τους Παιδαγωγικούς Συμβούλους ή και Ανώτερους Εκπαιδευτικούς, με την παροχή διδακτικού υλικού, την παρακολούθηση προγραμματισμένων διδασκαλιών και με προσφορά στήριξης για την αντιμετώπιση προβλημάτων προσαρμογής.
Η πρόταση ενός νέου συστήματος αξιολόγησης για την προαγωγή των εκπαιδευτικών, με στόχο την επιλογή και προαγωγή των καταλληλότερων, κατά θέση, του οποίου βασικά χαρακτηριστικά είναι τα πιο κάτω:
Η δημιουργία Ακαδημίας Εκπαιδευτικής Ηγεσίας, για την κατάρτιση και αξιολόγηση όσων επιθυμούν να υποβάλουν αίτηση για προαγωγή, για να αναλάβουν καθήκοντα Διοικητικού Βοηθού Διευθυντή, Παιδαγωγικού Συμβούλου, Διευθυντή και Αξιολογητή.
Η επιτυχής παρακολούθηση των προγραμμάτων της Ακαδημίας Εκπαιδευτικής Ηγεσίας, θα αποτελεί προϋπόθεση για τη διεκδίκηση οποιασδήποτε θέσης προαγωγής.
Μέσα από καθοδηγημένες και καλά σχεδιασμένες μαθησιακές εμπειρίες, τα υποψήφια στελέχη της Εκπαίδευσης θα καταρτίζονται τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά πριν την ανάληψη των καθηκόντων που θα κληθούν να επιτελέσουν και όχι μετά την προαγωγή, όπως συμβαίνει σήμερα.
Η δημιουργία της Ακαδημίας Εκπαιδευτικής Ηγεσίας θα συμβάλει στην κατάρτιση των στελεχών της εκπαίδευσης, η οποία αποτελεί βασική παράμετρο για τη βελτίωση της λειτουργίας των σχολικών μονάδων και του εκπαιδευτικού συστήματος.
Μετά τη φοίτηση, οι υποψήφιοι θα παρακάθονται σε εξετάσεις που θα βασίζονται κυρίως σε θέματα πρακτικών εφαρμογών, μελέτης περίπτωσης, διδακτικών μεθόδων και άλλων καθηκόντων τα οποία θα κληθούν να αναλάβουν, άμα τη προαγωγή τους.
Η φοίτησή τους θα αποτιμάται βαθμολογικά (Άριστα, Λίαν Καλώς και Καλώς) και θα αποδίδεται βαρύτητα στη βαθμολογία στο πλαίσιο του κριτηρίου των προσόντων.
Η βαθμολογία θα μπορεί να αξιοποιείται και για σκοπούς συνέχισης των σπουδών σε πανεπιστήμια, σε περίπτωση που οι εκπαιδευτικοί το επιθυμούν, για την απόκτηση τίτλου επιπέδου Μάστερ, μετά από αναγνώριση της φοίτησής τους στην Ακαδημία.
Η αποσύνδεση της ανέλιξης των εκπαιδευτικών από την ανάληψη διοικητικών καθηκόντων, με στόχο να δοθούν κίνητρα στους εκπαιδευτικούς που το επιθυμούν να παραμένουν στην τάξη.
Συγκεκριμένα, προτείνεται η καθιέρωση τριών διαφορετικών θέσεων ανέλιξης των απλών εκπαιδευτικών: (α) Ανώτερος Εκπαιδευτικός (β) Παιδαγωγικός Σύμβουλος (γ) Διοικητικός Βοηθός Διευθυντής. Η αλλαγή αυτή προτείνεται να υλοποιηθεί σε ένα πλαίσιο ανακατανομής των υφιστάμενων οργανικών θέσεων.
Τα χρόνια υπηρεσίας δεν θα είναι πλέον το κυρίαρχο κριτήριο για την προαγωγή των εκπαιδευτικών, ωστόσο θα λαμβάνονται υπόψη.
Το σύστημα που προτείνεται για τις προαγωγές γίνεται πιο αξιοκρατικό και οι εκπαιδευτικοί θα έχουν ήδη από το δέκατο έτος υπηρεσίας τη δυνατότητα προαγωγής σε ανώτερη θέση.
Σημειώνεται ότι στους Αξιολογητές θα ανατίθενται είτε καθήκοντα Ανώτερου Παιδαγωγικού Συμβούλου είτε καθήκοντα Αξιολογητή.

Επιμόρφωση και Κατάρτιση Εκπαιδευτικών
Οι βασικοί άξονες του προτεινόμενου συστήματος για την επιμόρφωση και κατάρτιση των εκπαιδευτικών εδράζονται στο να παρέχονται κίνητρα  στους εκπαιδευτικούς (πέρα από την προσωπική τους επιθυμία για αυτοβελτίωση), ώστε αυτοί να επιδιώκουν την επαγγελματική τους ανάπτυξη. Η αναγνώριση για την πορεία αυτή της επιμόρφωσης θα γίνεται με πιστωτικές μονάδες κ.ά..
Θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι η υποχρεωτική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δεν θα εννοείται απλά ως μεμονωμένη δραστηριότητα, χωρίς την ύπαρξη δράσεων παρακολούθησης/στήριξης των εκπαιδευτικών. Αντίθετα, η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών θα είναι συνεχής, αξιοποιώντας όλες τις μορφές επιμόρφωσης.
3. Να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών εντός της σχολικής μονάδας. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί, για παράδειγμα, με την αξιοποίηση της θέσης του Παιδαγωγικού Συμβούλου, ο οποίος θα αναλαμβάνει την ευθύνη για τη διάγνωση των επιμορφωτικών αναγκών του εκπαιδευτικού και την καθοδήγησή του για σκοπούς επαγγελματικής  βελτίωσης.
Θα πρέπει “να γίνεται συστηματική και συνεχής αξιολόγηση των προγραμμάτων επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών (π.χ. μέσω έρευνας), ώστε να είναι δυνατός ο καθορισμός των τύπων της επιμόρφωσης που θα είναι πιο αποτελεσματικοί όσον αφορά στη βελτίωση των πρακτικών των εκπαιδευτικών και των μαθησιακών αποτελεσμάτων των μαθητών”.
Επίσης, θα πρέπει “να συμπληρώνει κάθε εκπαιδευτικός συγκεκριμένο αριθμό ωρών επιμόρφωσης για κάθε σχολική χρονιά και να πιστώνεται με μονάδες συνεχιζόμενης κατάρτισης και επιπρόσθετα, θα έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει και σε προαιρετικές μορφές επιμόρφωσης, οι οποίες θα αντιστοιχούν και αυτές σε μονάδες συνεχιζόμενης κατάρτισης”.
Θα πρέπει να ανήκει η ευθύνη για την επιμόρφωση τόσο στην πολιτεία (επίσημα στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο) όσο και στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, συνεπώς επιμορφώσεις είναι δυνατόν να προσφέρονται και σε μη εργάσιμο χρόνο, με απόφαση του ΥΠΠ, και ανάλογα με τις προτεραιότητές του.
Στη βάση της νέας πολιτικής για την επιμόρφωση και την κατάρτιση εκπαιδευτικών “θεωρείται σημαντική η δημιουργία Φορέα Πιστοποίησης Επιμόρφωσης (ΦΠΕ)”. Ο ρόλος του ΦΠΕ θα είναι η εισαγωγή συστήματος αξιολόγησης και πιστοποίησης όλων των επιμορφωτικών προγραμμάτων.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











124