Ο καιόμενος


ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΒΟΥΤΟΥΡΗ*

[...]

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;

Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

 ****

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.

Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν

 ***

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.

Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

 ***

Γινόταν ήλιος.

[...]

Το ποίημα του Τάκη Σινόπουλου, το πιο γνωστό ίσως από τα ποιήματά του εξαιτίας της παρατεταμένης χρήσης του στα σχολικά ανθολόγια, είναι ενταγμένο στη συλλογή Μεταίχμιο Β του 1957. Έχει ως θέμα τη θυσία και συντάσσεται με όρους νιτσεϊκούς: ο μοναχικός καιόμενος ήρωας υψώνεται πέρα και πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα, υπερνικά τον πόνο και ταυτίζεται εν τέλει με τον ήλιο. Η απροσδιόριστη «σκοτεινή» και «δύσκολη» χώρα, θα μπορούσε να είναι η μετεμφυλιακή Ελλάδα ή –πιθανότατα– η φλεγόμενη, στα 1957, Κύπρος. Εις επίρρωσιν του επιχειρήματος σημειώνω και τη σύμπτωση, αν δεχτούμε ότι υπάρχουν συμπτώσεις: στις 3 Μαρτίου του 1957 καιγόταν  στο κρησφύγετό του στον Μαχαιρά, μαχόμενος, ολομόναχος, ο Γρηγόρης Αυξεντίου.

Τις ίδιες μέρες και ο Γιάννης Ρίτσος έγραφε το ποίημα «Ο Αποχαιρετισμός. Οι τελευταίες ώρες του Γρηγόρη Αυξεντίου μες στη φλεγόμενη σπηλιά». Το ποίημα ξεκινούσε με την επίκληση στη φωτιά, την «παντάνασσα», και τελείωνε με την ταύτιση του καιόμενου με τον ήλιο:

[...] Έτσι βρέθηκα

σε τούτη τη σπηλιά που το στόμιό της βλέπει ολόισα στον ήλιο.

Το στρογγυλό της στόμιο

είναι ο ίδιος ο ήλιος που θα τον νιώσω πάλι δροσερό, καθώς θα με περνάνε,

(όπως κείνη τη νύχτα το φεγγάρι) – θα τον νιώσω δροσερό κωνσταντινάτο

να μου δροσίζει το καμένο στήθος, κι έτσι λίγο-λίγο

να ζεσταίνεται ο ήλιος και ν’ αχνίζει στον κόρφο μας. Γεια σας.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











173