ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΒΟΥΤΟΥΡΗ*
«Η παραγωγή ιδεών, αντιλήψεων, συνείδησης, συνδέεται άμεσα και στενά με την υλική δραστηριότητα και την υλική επικοινωνία των ανθρώπων· αυτή είναι η γλώσσα της πραγματικής ζωής». Πάνω σε αυτόν τον αφορισμό, από το περίφημο δόγμα της Γερμανικής Ιδεολογίας των Μάρξ και Ένγκελς (1846), θεμελιώνεται το εμβληματικό (στη μαρξιστική θεωρία) σχήμα Βάση- Εποικοδόμημα, και συγχρόνως μια ριζοτόμος αντι-ιδεαλιστική σύλληψη της ιστορίας των πολιτισμών.
Με βάση το συγκεκριμένο σχήμα, τα ομηρικά έπη, για παράδειγμα, συνδέονται με την «υλική βάση», η οποία αποτελεί και τον «σκελετό» της κοινωνικής οργάνωσης. Θα μπορούσε, διερωτάται ο Μαρξ, να συνυπάρχει ο Αχιλλέας με την πυρίτιδα; Ή, γενικά, η «Ιλιάδα» με το τυπογραφικό πιεστήριο; Η ερώτηση είναι, προφανώς, ρητορική, και η απάντηση είναι «όχι». Εφόσον όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι τα ομηρικά έπη και τα μεγάλα έργα της κλασικής αρχαιότητας εξακολουθούν να γοητεύουν τους σύγχρονους ανθρώπους, και ακόμη περισσότερο να λειτουργούν ως «κανόνας», παρά το γεγονός ότι οι υλικές και κοινωνικές συνθήκες από τότε μέχρι σήμερα έχουν μεταβληθεί θεαματικά; Δεν συνιστά αυτό μια καταφανή αντίφαση της μαρξιστικής θεωρίας; Αναμφίβολα ναι, εάν θεωρήσουμε το σχήμα Βάση-Εποικοδόμημα ως θέσφατο και το μεταχειριστούμε με τρόπο ανελαστικό. Ούτως ή άλλως η έννοια του κλασικού στην τέχνη υπήρξε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, στο οποίο ο Μάρξ θα επανέλθει πολλές φορές.
Στα 1859, για παράδειγμα, στο κείμενό του «Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας» (μτφ. Διονύσης Διβάρης, εκδ. Στοχαστής [1989-1992], τ. Α-Γ), επιχειρεί να λύσει το πρόβλημα με έναν τρόπο σχετικά απρόβλεπτο˙ απρόβλεπτο με την έννοια ότι αφήνει στην άκρη τις οικονομικές εξαρτήσεις και την υλική βάση της κοινωνίας, και ιχνηλατεί εσωτερικές μάλλον περιοχές και καταστάσεις του ανθρώπινου ψυχισμού. Με ένα λόγο –ας πούμε– προφροϋδικό και γιατί όχι ρομαντικό, αποδίδει την έλξη του σύγχρονου ανθρώπου από τα κλασικά έργα στη νοσταλγία της παιδικής ηλικίας· ή καλύτερα στην επιθυμία επιστροφής στην αθωότητα της «ιστορικής παιδικής ηλικίας» της ανθρωπότητας.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης πιθανότατα θα συνέδεε την απόδοση της διαχρονικής έλξης που ασκεί η αρχαία ελληνική τέχνη στη «νοσταλγία της παιδικής ηλικίας» με την «εγελιανή» πλευρά της μαρξιστικής σκέψης. Τον όρο τον χρησιμοποιεί στο βιβλίο του Ο Μαρξ και η αρχαία Ελλάδα, εκδ. στιγμή, 2001, όπου εξετάζει ανάμεσα σε άλλα και τη στάσητου Μαρξ στο ερώτημα που θέσαμε (γιατί επιβιώνει η αρχαία ελληνική τέχνη ενώ μεταβάλλεται η οικονομική βάση) και κάνει λόγο για μια ερμηνεία με βάση την εγελιανή φιλοσοφική αντίληψη της ιστορίας. Όπως και να έχει, το σχετικό απόσπασμα από το κείμενο του Μαρξ είναι απολαυστικό:
«Ένας άντρας δεν μπορεί να ξαναγίνει παιδί χωρίς να παιδιαρίσει. Δεν χαίρεται όμως την αφέλεια του παιδιού και δεν πρέπει και ο ίδιος σε ένα ανώτερο επίπεδο να πασχίζει να αναπλάσει την αλήθεια του; Δεν αναβιώνει σε κάθε εποχή μέσα στην παιδική φύση ο χαρακτήρας της στη φυσική του αλήθεια; Γιατί τότε να μην ασκεί αιώνια γοητεία η ιστορική παιδική ηλικία της ανθρωπότητας, εκεί που γνώρισε την ωραιότερή της ανάπτυξη, σαν στάδιο που δεν ξαναγυρίζει ποτέ; Υπάρχουν παιδιά κακομαθημένα και παιδιά μικρομέγαλα. Πολλοί από τους αρχαίους λαούς ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Κανονικά παιδιά ήταν οι Έλληνες. Η γοητεία της τέχνης τους για μας δεν βρίσκεται σε αντίφαση με την ανεξέλικτη κοινωνική βαθμίδα όπου βλάστησε. Είναι, αντίθετα, αποτέλεσμά της˙ και είναι αναπόσπαστα δεμένη με το ότι οι ανώριμες κοινωνικές συνθήκες που κάτω απ' αυτές γεννήθηκε, και που μόνο κάτω από αυτές μπορούσε να γεννηθεί, δεν μπορούν να ξαναγυρίσουν ποτέ».
*Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου