ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΣΕΡΑΦΕΙΜ*
Ολοκληρώθηκαν το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε οι παλαμικοί εορτασμοί στην Πάφο: μια διημερίδα εκδηλώσεων προς τιμή του ποιητή Κωστή Παλαμά. Αυτή είναι μια παράδοση 70 και πλέον χρόνων που η Πάφος διαφύλαξε και ενδυνάμωσε: 1943-2014. Οι εκδηλώσεις διοργανώθηκαν από τον Πνευματικό και Φυσιολατρικό Όμιλο Πάφου με τη στήριξη του Δήμου Πάφου. Αθλοθέτες ήταν για ακόμα μια χρονιά η Ελληνική Πρεσβεία και το Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Ξεχωριστή συμβολή στη διοργάνωση των εκδηλώσεων είχαν οι καθηγητές του Παν. Κύπρου, Παντελής Βουτουρής και Αλεξάνδρα Σαμουήλ. Οι εκδηλώσεις άνοιξαν το Σάββατο, 03/05, με συνέδριο μεταπτυχιακών φοιτητών του Παν. Κύπρου. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσαν οι απαγγελίες ποιημάτων και οι ανακοινώσεις ξενόγλωσσων φοιτητών στα ελληνικά. Οι παλαμικοί εορτασμοί συνεχίστηκαν και την Κυριακή, 04/05, με ομιλία της κ. Σαμουήλ με θέμα τις «πατρίδες» του Παλαμά, τη βράβευση των διακριθέντων στον διαγωνισμό μαθητών, και πλούσιο καλλιτεχνικό πρόγραμμα.
Δε θέλω να μείνω όμως σε μια τυπική, στεγνή και αφυδατωμένη περιγραφή της ξεχωριστής αυτής εκδήλωσης. Θέλω να δω τη διαχρονική διάσταση του Παλαμά, που ξεφεύγει από τα στενά χρονικά όρια της γενιάς του και από αυτά της φιλολογικής επιστήμης και στέλλει μηνύματα σε όλους μας.
Προσερχόμενος την πρώτη μέρα των εορτασμών δεν είδα πολύ κόσμο. «Έφτασα νωρίς», μονολόγησα. «Θα έρθουν και άλλοι». Είχα όμως μέσα μου την αγωνία, αν, εκτός από τους φοιτητές του Παν. Κύπρου, θα παρευρίσκονταν και άλλοι νέοι άνθρωποι. Δεν έβλεπα κανέναν στο προαύλιο. Μπαίνοντας είδα κάποιον, αλλά πριν προλάβω να χαρώ συνειδητοποίησα ότι αυτός ήταν ο φωτογράφος της εκδήλωσης. Στην πορεία ήρθε κόσμος και την επόμενη μέρα ακόμα περισσότερος. Μου έχει μείνει, όμως, μια πικρή επίγευση: γιατί δεν είδαμε νέους ανθρώπους; Σκέφτομαι ότι αν ερχόταν ο Παντελίδης – για να μην αναφερθώ σε κανένα «διασημότερο» – θα γέμιζε η αίθουσα ασφυκτικά. Αν υπήρχε κανένα μπουφεδάκι λίγο παραπάνω κόσμο θα τον είχαμε φαντάζομαι. Και αν πάλι ερχόταν κανένα κομματόσκυλο να «παρα-μιλήσει», με τη σκέψη και μόνο ότι μπορεί και να διευθετηθεί κανένα ρουσφετάκι στο πόδι, πάλι περισσότεροι θα έρχονταν. Σκέφτομαι, όμως, ότι αν ένας λαός πάλλεται με βλακείες, αρέσκεται να ακούει βλακείες και να τρώει σου-βλακείες, τι μέλλον μπορεί να έχει; Δεν ηθικολογώ. Δε γουστάρω να κάνω κανενός είδους κήρυγμα. Απλώς επιβεβαιώνω τόσο τη θέση ότι η κρίση στην Κύπρο δεν είναι απλώς και μόνο οικονομική αλλά πρωτίστως κρίση της νοοτροπίας μας, όσο και τον φόβο ότι αυτή η κρίση θα ξεπεραστεί πολύ δύσκολα.
Φωνάζει ο Παλαμάς. Είναι που δεν έχει αλλάξει τίποτε από την εποχή του μέχρι σήμερα; Είναι που εμείς, ο όχλος που χλευάζει ο Παλαμάς, μείναμε το ίδιο αποχαυνωμένοι, όπως οι Έλληνες τότε; Είναι που ο Παλαμάς είναι μπροστάρης της νοητικής αντίστασης; Πάντως ο δηκτικός Παλαμάς ακούγεται μέχρι τις μέρες μας: «προδότες οι Τρικούπηδες. Κρεμάλα!/ Κι οι Ψυχάρηδες; Γιούχα! Πλερωμένοι./ Να η Ελλάδα! Αρσακιώτισσα δασκάλα,/ με λογιώτατους παραγιομισμένη./ Κι ο Ρωμιός; Αφερίμ! Μυαλό; Κουκούτσι./Από τον καφενέ στην Πόλη μπαίνει,/ του ναργελέ κρατώντας το μαρκούτσι» [Σατιρικά γυμνάσματα, Δεύτερη σειρά, 3. 1912. Άπαντα, Ε΄. Μπίρης-Γκοβόστης, (1964), 253.]. Αν αλλάξετε τα ονόματα οι στίχοι αυτοί περιγράφουν μια πραγματικότητα που όλοι ξέρουμε, που όλοι ζούμε και το τραγικότερο – μια πραγματικότητα που εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε. Γιατί μπορεί οι «Τρικούπηδες» και οι «Ψυχάρηδες» και οι άλλοι καθοδηγητές των προβάτων να φέρουν ευθύνη για παθογένειες και προβλήματα, αλλά και τα ίδια τα πρόβατα έχουν τη δική τους.
Οι ποιητές πάντα φωνάζουν, αλλά κανείς μας δεν τους ακούει. Και αν ακόμα τους ακούσουμε, κλείνουμε τα αυτιά, τους γυρίζουμε την πλάτη, τους περιφρονούμε. Τι μπορούν να ξέρουν οι ποιητές, που δεν το ξέρουν οι «αετονύχηδες» και οι «ανοιχτομάτηδες» που ζουν γύρω μας; Απόδειξη ότι κάτι ξέρουν είναι ο Παλαμάς: «γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων!». Χλευάζει τις «πατρίδες» στον Δωδεκάλογο του Γύφτου. Τις «πατρίδες» της αδικίας, της διαφθοράς, της παρακμής, της εθνικής κατάντιας. Αυτές τις «πατρίδες» που στήνει ο καθένας μας: ο ψηφοφόρος που ζητά ρουσφέτι και ψηφίζει τους κατά τεκμήριο ανίκανους να διαχειριστούν με τρόπο αποτελεσματικό αλλά και ηθικό τα δημοσία πράγματα, ο πολίτης που δέχεται αδιαμαρτύρητα τα πάντα ή αδιαφορεί για τα κοινά, ο επιχειρηματίας που δίνει για να τα πάρει πίσω χοντρά. Η Ελλάδα του Παλαμά είναι και δική μας. Δε θέλω να σας τρομάξω, αλλά οι ομοιότητες με τη σημερινή Ελλάδα είναι εντυπωσιακές. Πτωχευμένη η Ελλάδα του Παλαμά το 1893 και η δική μας έφτασε ένα βήμα πριν τη χρεοκοπία το 2010.Υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο η Ελλάδα του Παλαμά από το 1897 και η δική μας από το 2010. Ο Παλαμάς χλευάζει τον σκελετό της πατρίδας, ό,τι απέμεινε από την ένδοξη Ελλάδα των ευγενών εθνικών επιδιώξεων.
Πλην όμως ο Παλαμάς βλέπει να υπάρχει και φως στο σκοτάδι. Αν ο κόσμος ξεκουνηθεί από τη βόλεψή του, αν τολμήσει τις αλλαγές που θέλει, αν φωνάξει και αν διεκδικήσει ένα καλύτερο αύριο, το έρεβος νικιέται. Τη νέα πατρίδα δε θα τη φανερώσει ο Θεός. Θα τη φτιάξουμε εμείς: στο χέρι μας είναι. «Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,/ Όπως το βρεις κι’ όπως το δεις να μη το παρατήσεις. [...] Κι αν είναι κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα,/ πέσουν καιροί οργισμένοι,/ κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα,/ για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,/ μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα!,/ ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,/ και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,/ για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα» [http://www.youtube.com/watch?v=0T0pv4kssiQ]
«Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα!» Διαχρονικό και μονίμως επίκαιρο το κάλεσμα, Αυτιά υπάρχουν να το ακούσουν; Ή ο όχλος μπήκε στη μάντρα, τον «αφίλιωτο οχτρό» του Παλαμά;
*Φιλόλογος