ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ*
(Μια σύγχρονη παραλλαγή… γιατί ο άνθρωπος είναι ον «μυθολογικό», φτιάχνει μύθους, σκέφτεται με μύθους για να ερμηνεύσει, να καταλάβει, να χωνέψει τα όσα γύρω του γίνονται με τρόπο τρομερό).
Μια φορά και έναν καιρό, έναν καιρό που θα μπορούσε να ήταν και χτες, ή σήμερα ή δυστυχώς ακόμα και αύριο, σε ένα τόπο όχι και πολύ μακριά από εδώ, που θα μπορούσε μάλιστα και να ήταν ακριβώς εδώ, ήταν ένα νησί. Οι κάτοικοι του νησιού ζούσαν μέσα στην τρελή χαρά. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν το σήμερα, τα λούσα, το χρήμα… ό,τι με άλλα λόγια άστραφτε και έκανε εντύπωση βαθιά. Για τα απλά, τα όμορφα και τα αληθινά έγνοια δεν είχανε καμιά.
Ώσπου ήρθανε οι δράκοι. Δεν ήταν ένας. Δεν ήταν δύο. Δράκοι πολλοί γεμίσαν το νησί. Κάποιος που δοκίμασε να τους μετρήσει είπε κάποια στιγμή πως οι δράκοι ήταν σαράντα. Ναι, σαράντα δράκοι ήρθανε στο νησί. Τα δρακοφαινόμενα λοιπόν έδιναν και έπαιρναν. Πρώτα οι κάτοικοι του νησιού βλέπανε το δρακοφαινόμενο και μετά καταλάβαιναν, αν καταλάβαιναν, όσοι καταλάβαιναν, τον δράκο που κρυβότανε καλά πίσω από αυτό.
Για αρχή, έτσι ξαφνικά, έκλεισαν οι στρόφιγγες που έδιναν σε όλους τους άφθονα λεφτά. Κλείσανε λέει οι τράπεζες και «κουρεύτηκαν» λεφτά. Στο ένα , δύο, τρία, χρήμα αληθινό, χρήμα πλαστικό, χρήμα σε ομόλογα, αξιόγραφα και ό,τι άλλο φαινόταν μέχρι τότε αληθινό, εξαφανίστηκε στο πι και φι, σε μια μόνο στιγμή. Για το δρακοφαινόμενο αυτό, ευθύνη έμαθαν μετά, πως είχε ο δράκος ο μεγάλος, της Απληστίας. Δράκος μεγάλος και τρανός, λέγανε μάλιστα, πως ήτανε των άλλων δράκων δημιουργός και αρχηγός.
Δεν έφτανε όμως αυτό, είπαμε, δράκοι πολλοί πήρανε σβάρνα το νησί. Ο δράκος του Ψέματος ξύπνησε και άρχισε να αραδιάζει μια χαρά τα ψέματα με το τσουβάλι. «Δεν φταίνε αυτοί, οι άλλοι φταίνε, αυτοί φέρανε τους δράκους στο νησί», «Τι λες καλέ; Εμείς τα λέγαμε από πριν!», «Δεν ήξερα, με ξεγέλασαν, πήραν αγγελική μορφή!», «Ό,τι και αν λες ψέματα είναι, φταίνε και οι άλλοι, φταίτε και εσείς, μπορεί να φταίει άκουσα, ακόμα και ο … «Χατζηπετρής». Κανείς δεν πίστευε κανένα, άκρη δεν έβγαινε καμιά και έτσι το ψέμα και η αλήθεια ταυτιστήκανε μεμιάς.
Βγήκε ευθύς απ΄ τη σπηλιά και ο δράκος της Διαφθοράς. Όλοι ξάφνου ανακαλύψαν πως κάποιος τα έτρωγε χοντρά. Της θείας του ο αδελφός, ο γιός της κόρης της Γεωργίας, ο φίλος του που ήξερε χρόνια πολλά απ΄ τον στρατό, γραφεία δικηγορικά, που δεν υπήρχε πρόβλημα που ήτανε «γνωστά», δάνεια υπερχαριστικά, σπουδαίοι, μεγάλοι και τρανοί που δε θα μπαίναν φυλακή.
Σαν να μην έφταναν αυτά, ακούστηκε ένα βουητό, απ΄την απέναντι στεριά. Βγήκε στη τσαρκά από μακριά και ο δράκος που ήθελε πολλά. Ο δράκος του Επεκτατισμού ήθελε λέει στο νησί, που ήξερε από παλιά, εκτός από όλη τη στεριά που είχε πάρει απ΄τα μαλλιά, τη θάλασσα τη γαλανή με ό,τι σπουδαίο κουβαλά. Είχε ακούσει πως μπορεί, υγρό και μαύρο θησαυρό, να βρίσκανε στην περιοχή.
Με αυτά και κείνα στη σκηνή βγήκανε από τις σπηλιές και άλλα δρακάκια πιο μικρά, που τους λατρεύανε βαθιά τους δράκους τους μεγάλους, που σπέρνανε καταστροφή με τα δρακοφαινόμενά τους. Ο δράκος της Ανεργίας, ο δράκος της Φτώχιας, ο δράκος της Αδιαφορίας, ο δράκος του «Φταίνε οι άλλοι», ο δράκος του «Μαζί τα φάγαμε», ο δράκος της Κλεψιάς, ο δράκος του Εγωισμού, ο δράκος του «Εγώ βολεύτηκα», ο δράκος του «Εγώ δεν παραιτούμαι», ο δράκος του «Για όλα φταίνε τα κόμματα», ο δράκος της Διαπλοκής, ο δράκος των Εκποιήσεων, ο δράκος της Φορολογίας, ο δράκος των Αποκοπών, ο δράκος του «Σώπα να περάσουμε»…. Ο ένας μετά τον άλλο ανοίξανε την πόρτα στον πιο μεγάλο δράκο, στο δράκο γίγαντα, στο δράκο της «Απελπισίας», στο δράκο που γιγαντωνόταν όλο το διάστημα αυτό, στο δράκο που έβγαινε όταν τα πράγματα μαύριζαν τόσο που η ελπίδα κρυβόταν τρομαγμένη…
Μια φορά και έναν καιρό λοιπόν, βγήκαν οι δράκοι παγανιά, αλλά δεν ήξεραν καλά πως κάπου μέσα σε όλα αυτά, υπήρχε η σπίθα η βαθιά που θα έβαζε σ’ όλα φωτιά. Η σπίθα της αδικίας, η σπίθα του φτάνει πια, η σπίθα του θα παλέψω για όσα πιστεύω και αγαπώ. Την σπίθα αυτή τη μαγική, την είχε κρύψει ο Σπανός, στη ψυχή του μέσα βαθιά. Θα ξυπνούσε, θα ξεσπούσε και αλίμονο σε όποιο δράκο έβρισκε στο δρόμο της. Γιατί ο μικρόσωμος Σπανός μπορεί να μην είχε μαλλιά, τον είχανε βλέπετε κουρέψει, μια και έξω για τα καλά, αλλά ήξερε ακόμα να πιστεύει, να παλεύει, να στοχεύει πιο ψηλά.
Και θα ζήσουνε ξανά, αυτοί καλά και εμείς καλύτερα παιδιά.
Όσο υπάρχουνε Σπανοί ας τρέμουν οι δράκοι.
*Εκπαιδευτικός