Ο θάνατος ενός παιδιού κι ένας εμφύλιος στην Παιδεία!


ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΑΝΤΩΝΕΛΛΟΥ*

Η έντονη συζήτηση των τελευταίων ημερών –φευ, με αφορμή το θάνατο ενός παιδιού στο σχολείο…- για την επάρκεια και ορθή αξιολόγηση των εκπαιδευτικών  κάθε βαθμίδας στη δημόσια εκπαίδευση, επιβάλλει την άμεση βελτίωση όχι μόνο της παρεχομένης εκπαίδευσης, αλλά και  των μηχανισμών εκείνων που είναι σε θέση να διασφαλίσουν την όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική αξιολόγηση των στόχων της όποιας εκπαιδευτικής πολιτικής.

Η εκπαιδευτική πολιτική δεν είναι μόνο το περιεχόμενο των Αναλυτικών Προγραμμάτων, ούτε και η βραχυπρόθεσμη /μακροπρόθεσμη στοχοθεσία που καθορίζεται από το Υπουργείο Παιδείας και  Πολιτισμού. Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου θεωρείται ως ο ακρογωνιαίος λίθος για την πορεία κάθε συστήματος. Βαρύνουσα σημασία έχει κατά πρώτο και κύριο λόγο η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, που είναι η «βασική παιδαγωγική διαδικασία προσωπικής και επαγγελματικής ανάπτυξής του και σε σημαντικό μηχανισμό ποιοτικής αναβάθμισης της εκπαίδευσης» (Κασσωτάκης, 1996, σ. 8).

Στη σύγχρονη  βιβλιογραφία, η αξιολόγηση δεν ορίζεται ως  ταυτόσημη με τις έννοιες της μέτρησης και της βαθμολόγησης αλλά αποτελούν συστατικά της. Σύμφωνα με τον  Scriven (1998, η εκπαιδευτική αξιολόγηση συμπεριλαμβάνει διάφορους άξονες  ανάλογα με το αντικείμενο που αξιολογείται (αξιολόγηση των προγραμμάτων σπουδών, προσωπικού, διδασκαλίας, μαθητών κ.λ.π.). Αρχικά η επιστημονική ερμηνεία  για την Επιστημονική Διοίκηση (Scientific Management) με κύριο εκπρόσωπο τον Taylor , διατυπωμένη γύρω στα 1900, είχε ως αποτέλεσμα να τηρηθεί το παραδοσιακό σύστημα επιθεώρησης, αυτό που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα και στην Κύπρο σε κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα. Βασική αξιακή του μέριμνα, ως πρώτη μορφή αξιολόγησης είναι το να ελέγξει αν ο εκπαιδευτικός φέρνει εις πέρας την αποστολή του ως παιδαγωγός και δάσκαλος. Ο αξιολογητής  επιθεωρητής καταγράφει την πορεία διδασκαλίας που ακολουθεί ο εκπαιδευτικός, πώς αυτή διαμορφώνεται,εξελίσσεται και ολοκληρώνεται στην τάξη αλλά και το κατά πόσον το σύνολο των μαθητών συμμετείχε στη διδακτική διεργασία και κατανόησε το μάθημα.

Ο καθηγητής μου στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων, ο Μαυρογιώργος (1993), εντοπίζει κοινά σημεία ανάμεσα στο  «Πανοπτικόν Σύστημα» (Jeremy Bentham (1791) με το επιθεωρητικό σύστημα αξιολόγησης. Αυτά είναι η ιεραρχική παρατήρηση και επιτήρηση, η κανονιστική κρίση και κύρωση και η έκθεση της αξιολόγησης, που στην Κύπρο υποβάλλεται μεριγραφικά και από τον Διευθυντή της σχολικής μονάδας αλλά και από τον Επιθεωρητή της ειδικότητας. Μιας και στη δεκαετία του ’50 παρατηρείται στροφή στη Διοικητική Επιστήμη, επικράτησε  η θεωρία του ανθρώπινου δυναμικού η οποία προωθεί την αναγκαιότητα  δημιουργίας  των συνθηκών εκείνων που θα επιτρέψουν στον εκπαιδευτικό να αναπτύξει τις θετικές πλευρές του, νιώθοντας ικανοποίηση στο σχολείο που υπηρετεί, θα αναπτύξει με υπευθυνότητα και επαγγελματισμό τα ακαδημαϊκά του προσόντα μέσα σε κλίμα αγαστής συνεργάσιας όχι μόνο με την ομάδα της ειδικότητάς του αλλά και με τον Επιθεωρητή του. Καθώς λοιπόν ο ρόλος του εκπαιδευτικού εξελίσσεται και αναπροσαρμόζεται στις απαιτήσεις της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης,  απαιτείται να ενταχθούν ή να συστηματοποιηθούν περισσότερο και άλλες παράμετροι, στην  αξιολόγηση του εκπαιδευτικού όπως: η συμβουλευτική (mentoring), η συναδελφική καθοδήγηση (peer coaching), η αξιολόγηση μεταξύ συναδέλφων (peer assessment), η χρήση χαρτοφυλακίου για σκοπούς διαφοροποιημένης επιθεώρησης (using portfolio for differentiated supervision) και η έρευνα δράσης (action research), (Sullivan & Glanz, 2000). 

Η  διαμορφωτική αξιολόγηση, για την οποία μιλάμε τόσο πολύ ακόμη και σήμερα,  αφορά στην ποιοτική βελτίωση του εκπαιδευτικού επαγγέλματος, στην ανανέωση και στον εμπλουτισμό της καριέρας του εκπαιδευτικού. Στόχος της είναι η παροχή εκπαιδευτικής βοήθειας και ευκαιριών ανάπτυξης στο εκπαιδευτικό προσωπικό, η άμεση αντιμετώπιση των υπαρχουσών αδυναμιών, η ποιοτική βελτίωση της επικοινωνίας  και η ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης μεταξύ των εμπλεκομένων στην εκπαιδευτική διαδικασία. Οι συμβουλές των Επιθεωρητών θα πρέπει να «δίνονται», αφού πρώτα οι ίδιοι οι Επιθεωρητές θα «εκτίθενται» στην αρένα της διδασκαλίας. Μια τέτοιας μορφής συνεργασία γεφυρώνει τα όποια ιεραρχικά χάσματα, ενδυναμώνει το κλίμα εμπιστοσύνης, της συμπόρευσης στη διδακτική πράξη. Καμίας μορφής αξιολόγηση δεν μπορεί να φέρει τα ποθητά αποτελέσματα, αν προηγουμένως δεν θεμελιωθεί η εμπιστοσύνη και η βεβαιότητα πως στην εκπαίδευση των παιδιών δεν υπάρχουν αντίθετα στρατόπεδα και πως η μάθηση , η αγωγή των παιδιών χρειάζεται περισσότερο από ποτέ τη σπειροειδή εξέλιξη πρώτα των ανθρώπινων σχέσεων και ύστερα στον καθορισμό των ποικίλων μορφών διδασκαλίας.

Στο κυπριακό σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών  πραγματοποιείται  εξωτερική και εσωτερική αξιολόγηση. Η εξωτερική πραγματοποιείται από τον Επιθεωρητή της κάθε ειδικότητας.

Η εσωτερική αξιολόγηση πραγματοποιείται από τον Διευθυντή του σχολείου που υπηρετεί ο κάθε εκπαιδευτικός. Η αριθμητική και περιγραφική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού είναι βασισμένες σε ένα ευρύ πλαίσιο τομέων που καλύπτουν όχι μόνο την ακαδημαϊκή κατάρτιση και εξέλιξη, αλλά και την συνολική του παρουσία στη σχολική μονάδα. Ένας πολύ βασικός τομέας, αυτός της διδακτικής που αποδεικνύει την ικανότητα του εκπαιδευτικού να εφαρμόζει στην πράξη την ακαδημαϊκή του κατάρτιση, τη μεταδοτικότητα, τη διοίκηση της τάξης, την ορθή κατανομή του διδακτικού χρόνου, την έμπρακτη κατανόηση των όσων ορίζονται στα Αναλυτικά Προγράμματα αλλά και της προσωπικότητάς του, σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθούν ορθά και αντικειμενικά. Κι αυτό γιατί οι επιθεωρήσεις των εκπαιδευτικών είναι προειδοποιημένες από την προηγούμενη ημέρα και αφορούν σε μία μόνο διδακτική περίοδο του προγράμματος που έχει ο διδάσκων κατά την ημέρα της αξιολόγησής του. Η προετοιμασία μιας προειδοποιημένης διδασκαλίας, σαφέστατα δεν είναι η συνη΄θης, η καθημερινή προετοιμασία για αρκετά μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών. Είναι, εκ των πραγμάτων πολύ δύσκολο να έχει ο αξιολογητής σαφή και αντικειμενική εικόνα για τον εκπαιδευτικό, αφού σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αξιολογήσει τον εκπαιδευτικό και σε ένα άλλο μάθημα, την ίδια ημέρα.

Η  αξιολόγηση είναι μια πολύ υπεύθυνη διαδικασία. Μπορεί να ενισχύσει το ηθικό του εκπαιδευτικού, να τροφοδοτήσει το αίσθημα πληρότητας και να αναπτύξει τις επαγγελματικές του

φιλοδοξίες, αισθάνεται ικανοποιημένος από την επαγγελματική του δράση, θα θέτει στόχους ανανεώνοντας την εικόνα του ως εκπαιδευτικού. Ιδιαίτερα σήμερα που ο εκπαιδευτικός πέρα από τα διδακτικά του καθήκοντα καλείται να λειτουργεί ως αναδιαμορφωτής προγραμμάτων, ερευνητής ή κύριος υπεύθυνος  μιας σχολικής δράσης, ηγέτης ομάδας, διαμεσολαβητής επαγγελματικής ανάπτυξης, οι τρόποι αξιολόγησής του απαιτείται να κινηθούν  και σε άλλα πιο αποτελεσματικά μέσα. Εννοώ ότι η αξιολόγης θα πρέπει να είναι άμεσα συνδεδεμένη με την παροχή κινήτρων, θα πρέπει να αμείβει τους άξιους,  να λειτουργεί  παρωθητικά σε όλους τους εκπαιδευτικούς για να βελτιώσουν τη διδασκαλία που προσφέρουν στους μαθητές τους.

Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι απαραίτητο να ιδωθεί σε μια πολυπρισματική βάση και για κοινωνικοπολιτικούς σκοπούς. Ο εκπαιδευτικός είναι  φορέας ενός λειτουργικά σημαντικού «κοινωνικού ρόλου» (Ξωχέλλης, 1990) έχει  τεράστιο χρέος και ευθύνη να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της πολιτείας και της κοινωνίας, δεδομένου ότι στο βαθμό στον οποίο εκπληρώνει ή δεν εκπληρώνει τον παιδαγωγικό του ρόλο έχει αποφασιστικές συνέπειες στην κατανομή των εκπαιδευτικών ευκαιριών. Συγκεκριμένα, όσο περισσότερο «μορφωτικά αδικημένοι» είναι οι μαθητές τόσο περισσότερο εξαρτάται η ενεργοποίηση των κινήτρων τους από τη δράση και τα ερεθίσματα που τους προσφέρει ή δεν τους προσφέρει ο εκπαιδευτικός. Αντίθετα «η πρόοδος των μαθητών από τα παραδοσιακά μορφωσιογενή στρώματα κι από γονείς με ακαδημαϊκή εκπαίδευση καθορίζεται πολύ λιγότερο από τη συμπεριφορά του εκπαιδευτικού» (Κελπανίδης, 1991, σ. 75).

Για τους λόγους αυτούς, η ισχύουσα νομοθεσία απαιτείται να αναμορφωθεί. Απαιτείται να διευκρινιστούν καλύτερα σημεία, όπως το ποιο πρέεπι να είναι το περιεχόμενο της αξιολόγησης (τι θα αξιολογείται), πώς θα γίνεται η αξιολόγηση (κριτήρια - μέθοδος) και ποιοι, τελικά, θα αξιολογούν. Σχετικά με το πρώτο ερώτημα, οι Stiggins & Duke (1990) πρότειναν τρία αξιολογικά συστήματα. Το πρώτο για τους νεοδιόριστους, το δεύτερο, το σύστημα θεραπείας για τους έμπειρους εκπαιδευτικούς που χρειάζονται υποστήριξη για βελτίωση και το τρίτο σύστημα που αφορά στην επαγγελματική ανάπτυξη των ικανών και έμπειρων εκπαιδευτικών με σκοπό την επίτευξη άριστων αποτελεσμάτων (excellence).

Δεν εξυπηρετεί σε τίποτα το δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα όταν περιοριζόμαστε μόνο στην εκθείαση του φινλανδικού ή άλλου μοντέλου εκπαίδευσης και αξιολόγησης άλλης χώρας. Δεν μπορούμε να στηριζόμαστε στο τι κάνουν οι εταίροι μας αλλά στο πώς επιτυγχάνουν τα θαυμαστά αποτελέσματά τους. Δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να εναντιωνόμαστε, να διαχωρίζουμε ως εκπαιδευτικοί ή οτιδήποτε άλλο, τα ιμάτιά μας από την καλή ή κακή τροπή των πραγμάτων, από τη στιγμή  που πλήθος μάχιμων εκπαιδευτικών εργαζόταν, εργάζεται και έχει λόγο στη χάραξή της πολιτικής αυτής.  

Είναι κοντόφθαλμο κι άδικο για συνδικαλιστικούς ή άλλους λόγους να χρησιμοποιείται καταστροφολογική συνθηματολογία για την παιδεία ή η υγεία μας και να βάλλεται με τρόπο καθαρά εμπαθή ένας νέος Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, που ανδρώθηκε στο χώρο της εκπαίδευσης και δεν ήρθε από το πουθενά για να «μάθει» τιθ είναι πώς λειτουργεί η Παιδεία του τόπου. Κακοί δάσκαλοι, κακοί γιατροί και κακοί υπάλληλοι υπάρχουν παντού. Η αξιολόγηση, όταν δεν είναι αποτέλεσμα πολύμηνης παρακολούθησης και συμπόρευσης ανάμεσα σε αξιολογητή και εκπαιδευτικό, πάντα θα αφήνει περιθώρια για μη σωστή άσκησή της. Οι Επιθεωρητές είναι ελάχιστοι, ιδιαίτερα αυτοί των πολυπληθών ειδικοτήτων, ασχολούνται με καθήκοντα που απομυζούν ωφέλιμο χρόνο και στερούν τη δυνατότητα για συχνή επικοινωνία με τις σχολικές μονάδες.

Σε τι εξυπηρετούν οι προειδοποιημένες επιθεωρήσεις των εκπαιδευτικών σήμερα; Είναι οξύμωρο το να διαμαρτυρόμαστε όλοι σήμερα για «ανίκανους» εκπαιδευτικούς, όταν το σύστημα της υπάρχουσας αξιολόγησης θέτει τροχοπέδη στον έγκαιρο εντοπισμό τους. Κι είναι, πολύ επικίνδυνο, να μιλάμε με μεγεθυντικούς φακούς για τη βία στα σχολεία, τους εξαγριωμένους γονείς που εισβάλλουν και ισοπεδώνουν το έργο και την αποστολή των εκπαιδευτικών.

Ας αναλάβει ο καθένας μας τις ευθύνες του, ας ανασκουμπώσει τις δυνάμεις του κι ας κάνει την αυτοκριτική του με θάρρος και παρρησία για το πού ήταν ο καθένας μας όταν τα παιδιά συμπεριφέρονταν άπρεπα, πού ήταν  όταν άνοιγαν οι πόρτες του σχολείου κι οι γονείς «διοικούσαν» κι όχι οι εντεταλμένοι, πώς εργάζεται ο καθένας μας τόσα χρόνια και σε ποιους αξίζουν τα εύσημα ή η άμεση απομάκρυνση. Για όλα αυτά δεν θα φταίει ποτέ μόνο ο όποιος Υπουργός που αναλαμβάνει ένα αξίωμα για πολύ περιορισμένο χρόνο. Φταίμε εμείς οι υπόλοιποι πολύ περισσότερο, που θέσαμε ως παντιέρα το κομματικό ή ατομικό βόλεμα και το βαφτίσαμε «Αγωνία για την Παιδεία του τόπου»!

Κατά τα άλλα,  χάσαμε ένα αθώο παιδί μας  και μια μάνα έμεινε με άχρηστες τις φτερούγες της στοργής της…..

*ΕΜΕ Φιλολογικών




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










216