Δύο ευτράπελα χωρία από την αρχαία γραμματεία μας
ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α. ΞΕΝΗ*
Η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων ήταν πολυθεϊστική και ως εκ τούτου εύκολα ενσωμάτωνε στοιχεία από ξένες θρησκείες. Μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις στον κανόνα αυτόν ήταν ότι δυσκολεύθηκε πολύ να αποδεχθεί τη συνήθεια που είχαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι να νοούν και να λατρεύουν τους θεούς τους με τη μορφή ζώων.[1] Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι δυσφορούσαν με την ιδέα ότι θα έπρεπε να δεχθούν ιερό κροκόδειλο, ιερό ταύρο, ιερό χέλι, ιερή σκύλα και να αποδίδουν στα ζώα αυτά διάφορες τιμές, ακόμη και να τα προσκυνούν! Η δυσανασχέτησή τους οφειλόταν στο ότι ο ζωο-μορφισμός ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τον έντονο ανθρωπο-μορφισμό της δικής τους θρησκείας.
Πριν δούμε την ελληνική στάση απέναντι στον ζωομορφισμό, αξίζει να διαβάσουμε ένα σύντομο χωρίο στο οποίο ο κορυφαίος γεωγράφος της αρχαιότητας, ο Στράβων,[2] περιγράφει τη λατρεία του κροκοδείλου σε μιαν αιγυπτιακή πόλη:
«Αν κανείς καλύψει εκατόν στάδια παραπλέοντας αυτήν την ακτή, θα βρει την πόλη Αρσινόη, που προηγουμένως ονομαζόταν «Κροκοδείλων Πόλις». Διότι στον νομό αυτόν τιμούν πάρα πολύ τον κροκόδειλο, και θεωρείται ιερός στην κοινωνία τους, συντηρούμενος μόνος του σε μια λίμνη υπάκουος στους ιερείς τους. Το όνομά του είναι Σούχος. Τον τρέφουν με ψωμί και κρέας και με κρασί – διαρκώς τέτοια προσφέρουν στον κροκόδειλο οι ξένοι που έρχονται να τον δουν. Ο οικοδεσπότης μας, άτομο με κύρος στην τοπική κοινωνία που μας εισήγε στα μυστήρια της περιοχής, ήλθε μαζί μας στην εν λόγω λίμνη φέρνοντας από το δείπνο μια πίτα, ψητό κρέας και μια κανατούλα κρασί αναμεμιγμένο με μέλι. Βρήκαμε το θηρίο να κείτεται στην άκρη της λίμνης . Οι ιερείς το πλησίασαν, μερικοί απ’ αυτούς άνοιξαν το στόμα του, και ένας άλλος ιερέας τού έβαλε στο στόμα την πίτα και το κρέας, και μετά πότισε το θηρίο με το κρασί. Τότε ο κροκόδειλος πήδηξε στη λίμνη και με ορμή τη διέσχισε φτάνοντας στην απέναντί της άκρη. Όταν ήλθε και άλλος επισκέπτης κρατώντας και αυτός μια προσφορά για το θηρίο, οι ιερείς την πήραν, έτρεξαν γύρω από τη λίμνη και αφού έπιασαν το θηρίο ομοίως του έδωσαν τη νέα προσφορά». (17.1.38)
Οι τεράστιες διαφορές μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων στο θέμα του ζωομορφισμού των θεών σκιαγραφούνται με χιουμοριστικό τρόπο στο μοναδικό απόσπασμα που μας σώθηκε από μια αρχαία κωμωδία. Η εν λόγω κωμωδία έχει τον τίτλο «Πόλεις» και ανήκει στον αρχαίο ποιητή Αναξανδρίδη, του 4ου αιώνα π.Χ. Στο απόσπασμα αυτό ο Αναξανδρίδης παρουσιάζει έναν Αθηναίο να απευθύνεται προς έναν Αιγύπτιο και να του λέει ότι δεν μπορεί να συνάψει συμμαχία μαζί με τους Αιγυπτίους,[3] διότι οι θρησκευτικές τους πρακτικές πόρρω απέχουν από τις πρακτικές των Ελλήνων. Να διαβάσουμε τι ακριβώς λέει ο Αθηναίος στον Αιγύπτιο:
«Δεν θα μπορούσα ποτέ εγώ να γίνω σύμμαχός σας. Διότι ούτε οι χαρακτήρες μας ούτε τα έθιμά μας ταιριάζουν – αντιθέτως, πολύ διαφέρουν μεταξύ τους:
Προσκυνείς το βόδι, εγώ το θυσιάζω στους θεούς.
Θεωρείς το χέλι ως μέγιστο θεό, εμείς στην Αθήνα το θεωρούμε ως την πιο λαχταριστή λιχουδιά ασυγκρίτως.
Δεν τρως χοιρινό κρέας, εγώ το τρώω και το παρατρώω.
Αποδίδεις λατρεία στη σκύλα, εγώ την ξυλοφορτώνω, όταν την πιάσω να τρώει τις λιχουδιές μου.
Στον τόπο μου υπάρχει έθιμο να είναι οι ιερείς μας απερίτμητοι,[4] σε σας, καθώς φαίνεται, περιτετμημένοι.
Τη γάτα αν τη δεις να υποφέρει κλαις, εγώ τη σκοτώνω, τη γδέρνω και το ευχαριστιέμαι.
Σε σας το ποντίκι έχει μεγάλη δύναμη, στον τόπο μου όχι!»
Ας απολαύσουμε τα δύο κείμενα στην αυθεντική τους μορφή. Προηγείται το χωρίο του Στράβωνος 17.1.38 κατά την έκδοση του S. Radt και ακολουθεί το απόσπασμα 40 του Αναξανδρίδη κατά την έκδοση των R. Kassel και C. Austin:
Παραπλεύσαντι δὲ ταῦτα ἐφ’ ἑκατὸν σταδίους πόλις ἐστὶν Ἀρσινόη· Κροκοδείλων δὲ πόλις ἐκαλεῖτο πρότερον. σφόδρα γὰρ ἐν τῷ νομῷ τούτῳ τιμῶσι τὸν κροκόδειλον, καὶ ἔστιν ἱερὸς παρ’ αὐτοῖς, ἐν λίμνῃ καθ’ αὑτὸν τρεφόμενος χειροήθης τοῖς ἱερεῦσι. καλεῖται δὲ Σοῦχος, τρέφεται δὲ σιτίοις καὶ κρέασι καὶ οἴνῳ, προσφερόντων ἀεὶ τῶν ξένων τῶν ἐπὶ τὴν θέαν ἀφικνουμένων. ὁ γοῦν ἡμέτερος ξένος, ἀνὴρ τῶν ἐντίμων αὐτόθι μυσταγωγῶν ἡμᾶς, συνῆλθεν ἐπὶ τὴν λίμνην, κομίζων ἀπὸ τοῦ δείπνου πλακουντάριόν τι καὶ κρέας ὀπτὸν καὶ προχοΐδιόν τι μελικράτου· εὕρομεν δὲ ἐπὶ τῷ χείλει κείμενον τὸ θηρίον, προσιόντες δὲ οἱ ἱερεῖς οἱ μὲν διέστησαν αὐτοῦ τὸ στόμα, ὁ δὲ ἐνέθηκε τὸ πέμμα καὶ πάλιν τὸ κρέας, εἶτα τὸ μελίκρατον κατήρασε· καθαλόμενος δὲ εἰς τὴν λίμνην διῇξεν εἰς τὸ πέραν· ἐπελθόντος δὲ καὶ ἄλλου τῶν ξένων κομίζοντος ὁμοίως ἀπαρχὴν λαβόντες περιῆλθον δρόμῳ καὶ καταλαβόντες προσήνεγκαν ὁμοίως τὰ ἐνεχθέντα.
οὐκ ἂν δυναίμην συμμαχεῖν ὑμῖν ἐγώ·
οὔθ’ οἱ τρόποι γὰρ ὁμονοοῦσ’ οὔθ’ οἱ νόμοι
ἡμῶν, ἀπ’ ἀλλήλων δὲ διέχουσιν πολύ.
βοῦν προσκυνεῖς, ἐγὼ δὲ θύω τοῖς θεοῖς·
τὴν ἔγχελυν μέγιστον ἡγεῖ δαίμονα,
ἡμεῖς δὲ τῶν ὄψων μέγιστον παρὰ πολύ.
οὐκ ἐσθίεις ὕει’, ἐγὼ δέ γ’ ἥδομαι
μάλιστα τούτοις· κύνα σέβεις , τύπτω δ’ ἐγώ,
τοὖψον κατεσθίουσαν ἡνίκ’ ἂν λάβω.
τοὺς ἱερέας ἐνθάδε μὲν ὁλοκλήρους νόμος
εἶναι, παρ’ ὑμῖν δ’, ὡς ἔοικ’, ἀπηργμένους.
τὸν αἰέλουρον κακὸν ἔχοντ’ ἐὰν ἴδῃς
κλάεις, ἐγὼ δ’ ἥδιστ’ ἀποκτείνας δέρω.
δύναται παρ’ ὑμῖν μυγαλῆ, παρ’ ἐμοὶ δέ γ’ οὔ.
[Ευχαριστώ τον Ομότιμο Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Γεώργιο Α. Χριστοδούλου, και τον Λέκτορα στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Μόσχας «Λομονόσοφ», κ. Κωνσταντίνο Δεληγιώργη, για τις παρατηρήσεις τους στη μετάφραση των δύο αρχαίων χωρίων.]
* Αναπληρωτής Καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου
[1] Οι επαφές των Ελλήνων με τους Αιγυπτίους ανάγονται ήδη στη 2η χιλιετία π.Χ. επί Μυκηναίων. Εντείνονται, όταν η Μίλητος, το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της αρχαϊκής Ελλάδας, ιδρύει αποικία, τη Ναύκρατιν, στο δέλτα του Νείλου, τον 7ο αι. π.Χ. Κορυφώνονται, όταν η Αίγυπτος στο πρόσωπο των Πτολεμαίων αποκτά Έλληνες ηγεμόνες, οι οποίοι τη διοικούν κατά τους τρεις τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες.
[2] O Στράβων έγραψε τα περίφημα Γεωγραφικά του σε δεκαεπτά βιβλία περί τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ.
[3] Το ιστορικό υπόβαθρο είναι πιθανώς η αίτηση που υπέβαλαν οι Αιγύπτιοι στους Αθηναίους για σύναψη συμμαχίας το 360 π.Χ., προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον περσικό κίνδυνο.
[4] Ο Ευστάθιος, ο λόγιος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (12ος αι.), στο ερμηνευτικό του υπόμνημα στην Ιλιάδα (σελ. 1183, στίχο 12 κ.εξ.), θεωρεί ότι το «ἀπηργμένους» σημαίνει «ευνούχους». Ωστόσο ο προικισμένος Ολλανδός φιλόλογος Hugo Grotius (1583-1645) υπεστήριξε ότι η λέξη έχει σχέση με την περιτομή λαμβάνοντας υπόψη ανάλογα χωρία του Ηροδότου, λ.χ. το χωρίο 2.36.3 «Αἰγύπτιοι δὲ περιτάμνονται»: βλ. το κριτικό υπόμνημα στην έκδοση των Kassel και Austin.