Οι άβολες αλήθειες για το σύστημα διορισμών στην εκπαίδευση και το πραγματικό δίλημμα


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΚΩΣΤΑ ΚΑΔΗ*

Η πολιτική που υιοθετεί μια χώρα για την επιλογή και ένταξη των εκπαιδευτικών στο εκπαιδευτικό σύστημα θεωρείται κεφαλαιώδους σημασίας, αφού οι εκπαιδευτικοί που επιλέγονται διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των μελλοντικών πολιτών και, κατά συνέπεια, επηρεάζουν το μέλλον της χώρας. Στην Κύπρο, η πολιτική που υιοθετείται κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναγνωριστεί επανειλημμένα από όλους, όσοι έχουν ασχοληθεί με το συγκεκριμένο ζήτημα, ως ένα από τα βασικά προβλήματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Ουσιαστικά, το κυρίαρχο κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη για να ενταχθεί κάποιος στο εκπαιδευτικό σύστημα είναι το έτος κατάθεσης του πτυχίου του στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και η σειρά που έχει στον Κατάλογο Διοριστέων.

 Οι αδυναμίες του συστήματος αυτού είναι προφανείς, αφού μεταχειρίζεται ισοπεδωτικά όλους τους υποψηφίους και δεν περιλαμβάνει μηχανισμούς που να διασφαλίζουν τον διορισμό των καλύτερων και ικανότερων εκπαιδευτικών. Συγκεκριμένα, το υφιστάμενο σύστημα:

(i)   ελάχιστα προσμετρά τα προσόντα των υποψηφίων,

(ii)   δεν λαμβάνει υπόψη τις συναφείς τους εμπειρίες,

(iii)   στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγεί σε διορισμό πολλά χρόνια ύστερα από την απόκτηση του πτυχίου, κατά τη διάρκεια των οποίων οι υποψήφιοι δεν έχουν κανένα κίνητρο να διατηρήσουν επαφή με το αντικείμενο που θα διδάξουν και

(iv)  αποκλείει τη δυνατότητα διεκδίκησης διορισμού από προσοντούχους και ικανούς επιστήμονες, νέους στην ηλικία.

Σημειώνεται ότι το πρόβλημα διογκώνεται με την πάροδο του χρόνου, αφού όλο και περισσότεροι πτυχιούχοι συσσωρεύονται στους καταλόγους διοριστέων, ενώ αυξάνονται συνεχώς και οι ηλικίες των νεοδιοριζομένων, λόγω μιας σειράς άλλων παραγόντων. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στη Μέση Εκπαίδευση σε ορισμένες ειδικότητες γίνονται διορισμοί σε ηλικίες που προσεγγίζουν τα 60. Στη Δημοτική Εκπαίδευση, το πρόβλημα αναμένεται να επιδεινωθεί και να κορυφωθεί σε μερικά χρόνια, και δεν θα είναι μόνο ηλικιακό, αλλά κυρίως ποιοτικό. Μέχρι πρόσφατα εντάσσονταν στο σύστημα κυρίως οι απόφοιτοι του Πανεπιστημίου Κύπρου, που ήταν στην πλειονότητά τους άριστοι, αφού οι θέσεις που δίνονταν από το Πανεπιστήμιο ήταν περιορισμένες και, λόγω του ότι οδηγούσαν με σιγουριά στην εργοδότηση, πολύ ανταγωνιστικές. Με την αλλαγή των δεδομένων, σταδιακά, εκτός από τους άριστους αποφοίτους κυπριακών και ξένων πανεπιστημίων, εντάσσονται χωρίς καμία απολύτως διάκριση στο εκπαιδευτικό μας σύστημα μέτριοι ή και αδύνατοι απόφοιτοι. Το ίδιο βέβαια πρόβλημα αντιμετωπίζει εδώ και καιρό και η Μέση Εκπαίδευση. Πρέπει, λοιπόν, να αναλογιστούμε εάν είναι αυτό το σύστημα που αξίζει στον τόπο και στα παιδιά μας.

Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η διατήρηση του υφιστάμενου συστήματος δεν αποτελεί επιλογή για το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, ενώ η μεταρρύθμιση και ο εκσυγχρονισμός του αποτελούν πλέον απαίτηση των πολιτών και της κοινωνίας.

Μέχρι σήμερα έγιναν εννέα προσπάθειες για εκσυγχρονισμό του συστήματος, χωρίς επιτυχία. Οι δύο βασικοί λόγοι που οδηγούσαν κάθε φορά στην αποτυχία αυτή είναι:

(i)   η καχυποψία ότι το νέο σύστημα, σε αντίθεση με το υφιστάμενο, δεν θα ήταν αδιάβλητο (το κύριο θετικό στοιχείο του υφιστάμενου συστήματος είναι η διαφάνεια που το χαρακτηρίζει) και

(ii)  ο φόβος για τη μεταχείριση της οποίας θα τύγχανανοι άνθρωποι που ήδη υπηρετούσαν στο σύστημα ως συμβασιούχοι, έκτακτοι ή αντικαταστάτες. Υπήρχε, δηλαδή, εύλογη ανησυχία ότι με ένα νέο σύστημα οι εκπαιδευτικοί αυτοί θα έχαναν το προβάδισμα που έχουν για διορισμό ή/και δεν θα διορίζονταν. 

Στο Πρόγραμμα Διακυβέρνησης της παρούσας κυβέρνησης περιλαμβάνεται σαφής στόχευση για αντιμετώπιση και των δύο αυτών ανησυχιών, με την πρόνοια για«εισαγωγή ενός νέου, σύγχρονου και αξιοκρατικού συστήματος πρόσληψης των εκπαιδευτικών, με τρόπο που να μην αδικούνται οι παλαιότεροι, αλλά να έχουν ευκαιρίες και οι νεότεροι». Η πρότασηπου καταθέσαμε ως Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού πριν από μερικές μέρες για το νέο σύστημα διορισμών, θεωρούμε ότι καλύπτει πλήρωςτην πιο πάνω στόχευση.

Συγκεκριμένα, η διαδικασία που προτείνεται για την επιλογή των εκπαιδευτικώνείναι απόλυτα διάφανη και κατατάσσει τους υποψηφίους στη βάση προκαθορισμένων, αντικειμενικών, αξιοκρατικών και μετρήσιμων κριτηρίων, που λαμβάνουν υπόψη τα προσόντα, τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους. Ανάλογη διαδικασία υιοθετούν με επιτυχία αρκετές άλλες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου.

Παράλληλα, η προτεινόμενη διαδικασία λαμβάνει πρόνοια για τοευαίσθητο θέμα της μεταχείρισης των ανθρώπων που ήδη υπηρετούν στο σύστημα ως συμβασιούχοι, έκτακτοι ή αντικαταστάτες, και στους οποίους επικεντρώνονται οι περισσότερεςσυζητήσεις γύρω από το σύστημα διορισμών. Αρκετοί από τους εκπαιδευτικούς αυτούς εργάζονται στο εκπαιδευτικό σύστημα για χρόνια και η όποια πρόταση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το δεδομένο αυτό.

Η πολιτική θέση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμούείναι ότι για τους ήδη υπηρετούντες εκπαιδευτικούς θα πρέπει να επιδειχθεί κοινωνική ευαισθησία. Έτσι, η αρχική πρόθεση του Υπουργείου ήταν να διασφαλίσει τον διορισμό των εκπαιδευτικών που υπηρετούν για περισσότερους από 30 μήνες στο εκπαιδευτικό σύστημα, εντάσσοντάς τους σε ένα ξεχωριστό κατάλογο. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό να επιτευχθεί, αφού η γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας ήταν ότι η υιοθέτηση της πρόνοιας αυτής θα καθιστούσε το νέο σύστημα μη έγκυρο νομικά, με πιθανό τον κίνδυνο κατάρρευσής του ανά πάσα στιγμή. Η αρνητική θέση της Νομικής Υπηρεσίας είναι ρητήκαι ξεκάθαρη,και δεν επιδέχεται οποιασδήποτε παρερμηνείας.

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω δεδομένα, το Υπουργείο υιοθέτησε μια εναλλακτική πρόταση που θα εντάσσει στο σύστημα τους καλύτερους και πιο ικανούς εκπαιδευτικούς, και παράλληλα θα καθησυχάζει αρκετές από τις ανησυχίες που είχαν εκφραστεί από τις εκπαιδευτικές οργανώσεις στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, η πρόταση προβλέπει εκτεταμένη μεταβατική περίοδο, κατά την οποία θα ισχύουν παράλληλα και τα δύο συστήματα διορισμού, και μέσα στην οποία θα δοθεί η δυνατότητα σε σημαντικό αριθμό συμβασιούχων/εκτάκτων/αντικαταστατών να διοριστούν.

 Όμως, η σημαντικότερη διάσταση της νέας πρότασης δεν είναι το πόσοι από τους εκπαιδευτικούς αυτούς θα διοριστούν κατά τημεταβατική περίοδο, αλλά το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί αυτοί θα έχουν παράλληλα σαφές προβάδισμα στη διεκδίκησηθέσης και μέσα από το νέο σύστημα. Και το προβάδισμα αυτό δεν θα το αποκτούν διότι το σύστημα θα είναι διαβλητό ή αναξιοκρατικό, αλλά με την αξία τους,διότι το σύστημα θα αναγνωρίζει (όπως θα έπρεπε) ως σημαντικό προσόν την εμπειρία και τις γνώσεις που αποκτά ένας εκπαιδευτικός που υπηρετεί σε αυτό. Στη πρόταση που καταθέσαμε η εμπειρία αυτή θα αναγνωρίζεται με αυξημένη βαρύτητα.

Καθοριστικό κριτήριο στη νέα πρόταση για διορισμό των εκπαιδευτικών είναι η επιτυχία σε γραπτές εξετάσεις. Σημειώνεται ότι, σε μια σειρά από χώρες, οι εξετάσεις με τη μορφή που προτείνονται στο δικό μας σχέδιο αποτελούν το βασικό κριτήριο στη διαδικασία επιλογής των εκπαιδευτικών. Και ως προς αυτό το κριτήριο, αναμένεται ότι οι ήδη υπηρετούντες μπορούν να έχουν σημαντικό πλεονέκτημα. Πρώτον, διότι το μέρος των εξετάσεων που θα αφορά στο γνωστικό αντικείμενο θα ελέγξει τις γνώσεις των υποψηφίων στο περιεχόμενο των Αναλυτικών Προγραμμάτων των δημόσιων σχολείων της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα οποία θα κληθούν να διδάξουν οι εκπαιδευτικοί. Ως εκ τούτου, οι υπηρετούντες εκπαιδευτικοί θα εξεταστούν στην ύλη που ήδη διδάσκουν. Τα άλλα μέρη της εξέτασης θα αφορούν στην ειδική (σε σχέση με την ειδικότητα του εκπαιδευτικού) και στη γενική διδακτική μεθοδολογία. Με άλλα λόγια, οι υπηρετούντες ήδη εκπαιδευτικοί θα εξεταστούν σε θέματα οικεία για τους ιδίους, αφού θα έχουν άμεση σχέση με την καθημερινή διδακτική πράξη, και για τα οποία θα έχουν ήδη επιμορφωθεί μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα του Κράτους. Αλίμονο, εάν, μετά από κάποια χρόνια στο σύστημα, ένας εκπαιδευτικός δεν γνωρίζει την ύλη που ήδη διδάσκει ήβασικές προσεγγίσεις ως προς το πώς πρέπει να τηδιδάσκει (και για τις οποίες έχει ήδη επιμορφωθεί). Στην περίπτωση που θα αποτύχει στην πιο πάνω εξέταση,είναι προφανές ότι δίκαια δεν θα πρέπει να έχει θέση στο εκπαιδευτικό σύστημα του τόπου μας.Με βάση τα πιο πάνω, οι συμβασιούχοι/ έκτακτοι/ αντικαταστάτες εκπαιδευτικοί έχουν όλα τα εχέγγυα για να διοριστούν μέσα από το νέο σύστημα διορισμών και δεν θα πρέπει εκ των προτέρων να αμφισβητούμε την αξία τους, θεωρώντας ότι δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μιας γραπτής εξέτασης.

Πέρα από τη γραπτή αξιολόγηση των υποψηφίων στη βάση απόλυτα μετρήσιμων κριτηρίων, η πρότασή μας περιλαμβάνει και συστηματική αξιολόγηση των διδακτικών τους ικανοτήτων στην πράξη, ώστε να διασφαλιστεί ότι στο εκπαιδευτικό σύστημα δεν θα εντάσσονται μόνο προσοντούχα και ικανά άτομα, αλλά και "καλοί δάσκαλοι".

Η πρόταση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού καλύπτει,όμως, και τηδεύτερη πτυχή της σχετικής πρόνοιας του Προγράμματος Διακυβέρνησης. Δίνει δηλαδή ελπίδα στους νέους, και ιδιαίτερα στους πιο προσοντούχους και άριστους. Η ελπίδα αυτή μπορεί να είναι περιορισμένη τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του νέου εκπαιδευτικού συστήματος, ωστόσο, ιδιαίτερα μετά τη μεταβατική περίοδο, οι νέοι επιστήμονες θα μπορούν να διεκδικήσουν ισότιμα, με βάση την αξία, τα προσόντα και τις εμπειρίες τους, μια θέση στο σύστημα αυτό. Με τα σημερινά δεδομένα κάτι τέτοιο θα ήταν για όλη τους τη ζωή άπιαστο όνειρο.

Η πρόταση μας δεν έχει ακόμα οριστικοποιηθεί και δεν είναι τελεσίδικη.Θα αναμένουμε τις θέσεις των εκπαιδευτικών οργανώσεων και όλων των εμπλεκόμενων στην εκπαίδευση φορέων, διότι πιστεύουμε στον διάλογο, στη σύνθεση απόψεων και στις συναινετικές διαδικασίες. Ωστόσο, είναι προφανές ότι το θέμα αυτό έχει ταλαιπωρήσει για πολλά χρόνια το εκπαιδευτικό σύστημα και την κοινή γνώμη και δεν μπορεί να παραμένει σε εκκρεμότητα.

Με όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω, το ξεκάθαρο δίλημμα που έχουμε μπροστά μας είναι κατά πόσο θα προχωρήσουμε με τομές που θα εντάξουν στο σύστημά μας τους καλύτερους και ικανότερους εκπαιδευτικούς, ή αν θα παραμείνουμε στηβολική «ασφάλεια» και τη «σιγουριά» ενός αναχρονιστικού και ξεπερασμένου συστήματος. Η πρότασή μας δίνει διέξοδο. Η κοινωνία περιμένει. Όσοι εμπλέκονται στα θέματα της εκπαίδευσης και κυρίως όσοι λαμβάνουν αποφάσεις, πρέπει να ξεκαθαρίσουν ποιαν από τις δύο επιλογές προκρίνουν, θέτοντας ως βασικό κριτήριο και πρώτιστο μέλημά τους το συμφέρον των παιδιών μας και το μέλλον του τόπου μας.

*Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











119