Οι αξίες και οι παραδοχές της Επιτροπής Αναθεώρησης του ΩΠ Μέσης Εκπαίδευσης


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

Πριν καταπιαστώ με το  θέμα μου ,θα ήθελα να πω πως  πρέπει  να επαινεθεί η Επιτροπή για την τόλμη της  να αναλάβει ένα τόσο δύσκολο έργο που  ήταν βέβαιο ότι θα την άφηνε εκτεθειμένη σε παντός είδους κατηγορίες. Η  βεβαιότητα αυτή προκύπτει από  δυο κυρίως λόγους: α)έχει καταρρεύσει πλήρως η νομιμοποίηση της εκπαιδευτικής γνώσης ,επειδή  έχουν εγκαταλειφθεί οι παλιές γνωσιολογικές αντιλήψεις για μεταφερόμενη και μη μεταφερόμενη γνώση και επομένως για πρωτεύοντα και δευτερεύοντα μαθήματα. Επίσης, δεν μπορεί να γίνει σοβαρά λόγος για δυνατότητα επιστημονικής τεκμηρίωσης εισηγήσεων σχετικά με αυτό το θέμα(εκτός αν μιλούμε για απλή παράθεση των σχετικών δεδομένων άλλων χωρών),  επειδή οι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη σε μια τέτοια επιστημονική έρευνα είναι πολλοί(οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτιστικοί, παιδαγωγικοί), διαφορετικοί σε κάθε χώρα και σε κάθε χρονική συγκυρία, και το σπουδαιότερο, δεν υπάρχει κανένας τρόπος με τον οποίο τα δεδομένα αυτά να αποτιμηθούν και να μεταφρασθούν ποσοτικά, ώστε να βοηθήσουν να αποφασισθεί πειστικά ότι γι αυτά τα δεδομένα χρειάζονται , για παράδειγμα,τόσες ώρες χημείας και τόσες μαθηματικών στο γυμνάσιο και στο λύκειο κλπ. Άλλωστε, η Επιτροπή τόνισε στην Έκθεσή της ότι «καμιά αλλαγή δεν είναι αποτελεσματική χωρίς την εμπέδωση μιας συγκεκριμένης φιλοσοφίας, τη συνακόλουθη ανάπτυξη του αναλυτικού προγράμματος, την ετοιμασία του υλικού και πρωτίστως την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών».

Το αποτέλεσμα της έλλειψης αντικειμενικών κριτηρίων και πειστικών αφηγήσεων για τα ποια γνώση αξίζει περισσότερο  είναι  ακριβώς αυτό που βλέπουμε σήμερα στην Κύπρο ,που  η κάθε ειδικότητα πιστεύει πως το δικό της μάθημα είναι το πιο σημαντικό και γι αυτό όχι μόνο θεωρεί κεκτημένο το ποσό του διδακτικού χρόνου που της έχει παραχωρηθεί σε κάποια χρονική στιγμή στο παρελθόν ,αλλά απαιτεί και σημαντική αύξησή του. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως αναφέρει η Επιτροπή(σ.19-20), «η ικανοποίηση των αιτημάτων των απόψεών [των Συνδέσμων] σε διδακτικό χρόνο θα απαιτούσε επέκταση του ωρολογίου στο διπλάσιο». Έτσι δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για κάποια μικρή έστω συναίνεση και συνδιαλλαγή. Όλα θα λυθούν με βάση τη δύναμη και την άσκηση πίεσης με διάφορους τρόπους. β)Ήταν γνωστό από την αρχή ότι οι απαιτήσεις των διαφόρων κλάδων δεν αποτελούσαν ένα  θεωρητικό ή απλό  θέμα γοήτρου αλλά κάτι πολύ ζωτικό, ένα θέμα ζωής ή θανάτου για  μερικά τουλάχιστο μέλη των Συνδέσμων{συμβασιούχους, αντικαταστάτες) και επομένως θα προκαλούσε  σφοδρή αντίδραση.

Τα δεδομένα αυτά εξηγούν γιατί η Επιτροπή φρόντισε πρώτα με διάφορους τρόπους να νομιμοποιήσει την απόφασή της να αναλάβει το έργο. Στην Έκθεσή της  μιλά α)για «αγκυλώσεις και υπερβολές ή και ελλείψεις και παραλείψεις» του Ωρολογίου Προγράμματος που οδήγησαν στην «ακύρωση της βαρύτητας του απολυτηρίου και στη μη αποδοχή του από ορισμένες ευρωπαικές χώρες» και που πρέπει να διορθωθούν με αλλαγές που να το «εκσυγχρονίζουν και [να το] καθιστούν αποτελεσματικό», και β) εξηγεί ότι «έλαβε υπόψη της πως έχει πλέον ωριμάσει ο χρόνος για τις σχετικές αλλαγές του ΩΠ που θα πρέπει να αποβλέπουν και να αποσκοπούν στην αναθεώρηση, την ανανέωση και τον εκσυγχρονισμό του ισχύοντος συστήματος»..

Οι βασικές αξίες/στόχοι που προσπάθησε με τις προτάσεις της  να προωθήσει η Επιτροπή είναι τρεις :α) η ανθρωπιστική εκπαίδευση, β) ο εκσυγχρονισμός και γ)η μη σοβαρή διατάραξη της «απασχόλησης του προσωπικού». Η πρώτη αξία προωθήθηκε με την αύξηση των διδακτικών ωρών των Αρχαίων Ελληνικών, των Νέων ελληνικών και των Μαθηματικών στο Γυμνάσιο και με τη διατήρηση της «ευρύτερης ανθρωπιστικής καλλιέργειας στα μαθήματα κοινού κορμού» και τη μη κατάργηση της «επιλογής μαθημάτων ειδικού ενδιαφέροντος» στο Λύκειο(σ.24). Η αξία του εκσυγχρονισμού επιδιώχθηκε α) με την πρόταση για εισαγωγή δυο εντελώς νέων κατευθύνσεων στο Λύκειο (της Κατεύθυνσης Πληροφορικής και Σχεδιασμού και Τεχνολογίας και της Κατεύθυνσης Υπηρεσιών (η Επιτροπή τονίζει την καινοτομία αυτή ως δική της και είναι φανερό ότι ζητά αναγνώριση ),και β)με την προειδοποίηση ότι η διατήρηση του ανθρωπιστικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης πρέπει να γίνει «χωρίς την επιστροφή σε παλαιά στερεότυπα».

Την προώθηση  των  δυο αυτών αλλαγών προσπαθεί να την επιτύχει χωρίς να ανατρέψει σε μεγάλο βαθμό τα δεδομένα απασχόλησης του διδακτικού προσωπικού. Δηλώνει πως έλαβε λαβε υπόψη της» στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό το «θέμα της απασχόλησης του προσωπικού» που συνεπάγεται  «η αναδόμηση των ωρών και προγραμμάτων εργασίας».

Πολύ ενδιαφέρουσες  είναι οι παραδοχές με τις οποίες η Επιτροπή προσπαθεί να νομιμοποιήσει τις αξίες που προτιμά Την αξία της ανθρωπιστικής εκπαίδευσης τη νομιμοποιεί με το επιχείρημα ότι η γλωσσική διδασκαλία συμβάλλει στη διαμόρφωση της «πολιτισμικής ταυτότητας και στην ενίσχυση της σινείδησης του ανήκειν». Την αξία του εκσυγχρονισμού τη νομιμοποιεί με τη συνειδητή  προσπάθεια για «σύγκλιση με τα ισχύοντα και τους συνακόλουθους δείκτες προσφοράς των αντιστοίχων μαθημάτων στην Ευρώπη.».Τη νομιμοποιεί επίσης με την επίκληση των δεδομένων «της έρευνας και της παιδαγωγικής επιστήμης» (αριθμών  διδακτικών ωρών ανά μάθημα και ποσοστών  επί τοις εκατόν του αφιερωνόμενου για κάθε μάθημα χρόνου στην εκπαίδευση των ευρωπαικών χωρών, τα οποία παραθέτει. Οι διευθετήσεις αυτές, γράφει στην ‘Εκθεσή της, «προβάλλουν και αναδεικνύουν τον ευρωπαικό προσανατολισμό της παιδείας μας».

 Είναι ασφαλώς πολύ απογοητευτικός ο τρόπος πρόσληψης της Έκθεσης από τους καθηγητές και τους διάφορους συνδέσμους μαθημάτων και η προσπάθεια που καταβάλλεται να τη δαιμονοποιήσουν ,ούτως ώστε να αναγκασθεί η κυβέρνηση να τη ρίψει στον κάλαθο των αχρήστων. Πολύ ανησυχητική είναι επίσης η άγρια κομματική εκμετάλλευσή της   με επιλεκτική αναφορά σε ορισμένες προτάσεις της Επιτροπής, παράλειψη των επιφυλάξεων και επεξηγήσεων που τις συνοδεύουν και αυθαίρετη ερμηνεία μερικών εισηγήσεών της. Γι αυτό πρέπει η κυβέρνηση να σκεφθεί σοβαρά αν ενδείκνυται μέσα σ’αυτό το κλίμα να επιμείνει στην άμεση προώθησή της προς εφαρμογή. Η Έκθεση αυτή δεν συντάχθηκε από το ΥΠΠ και δεν το δεσμεύει. Όπως σε όλες τις χώρες, οι εκθέσεις αυτές γράφονται από μια  επιτροπή και ακολούθως υποβάλλονται στην κυβέρνηση  και εκείνη τις δίνει στη δημοσιότητα για να δοθεί η ευκαιρία ελεύθερης και ολοκληρωμένης έκφρασης απόψεων και θέσεων από όλους τους ενδιαφερομένους. Από τη συζήτηση αυτή η κυβέρνηση αντλεί τα αναγκαία συμπεράσματα, προβαίνει στη σύνταξη του εγγράφου που εκφράζει τις δικές της απόψεις και ακολούθως συνομιλεί με τους εταίρους της για εφαρμογή της.. Δεν βλέπω το λόγο η κυπριακή κυβέρνηση να ενεργήσει διαφορετικά.

*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











147