Οι απόψεις των μαθητών Γυμνασίου για το μάθημα των Νέων Ελληνικών


ΤΗΣ ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ*

   Υψηλότερη πρόκληση για ένα Φιλόλογο είναι το να εμφυσήσει στους μαθητές του την αγάπη και το ενδιαφέρον για την ελληνική γλώσσα σε μια εποχή μάλιστα που εμφιλοχωρούν η απαξίωση των ανθρωπιστικών επιστήμων, ο στείρος τεχνοκρατισμός και η ξενομανία. Γι’ αυτό έντονοι είναι οι προβληματισμοί των καθηγητών Νεοελληνικής Γλώσσας για την ελκυστικότητα και την αποτελεσματικότητα του μαθήματος τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ειδικότερα αν ληφθούν υπόψη τα χαμηλά  επίπεδα αλφαβητισμού των δεκαπεντάχρονων μαθητών στην Κύπρο με βάση τα αποτελέσματα της διεθνούς έρευνας PISA 2012 (OECD, 2013) και οι διαχρονικά χαμηλές επιδόσεις των μαθητών στο εν λόγω μάθημα στις τελικές Παγκύπριες εξετάσεις (Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού 2015). Επομένως, οι προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν οι καθηγητές των Νέων Ελληνικών είναι πολλές και όλες έχουν ως βασικό υποκείμενο τους μαθητές. […]

    Πολλοί ερευνητές τονίζουν εδώ και χρόνια την ανάγκη να εισακουστεί η φωνή των μαθητών εμμένοντας στην εποικοδομητική δράση της ευρύτερα στα θέματα της εκπαίδευσης (Budge & Cowlishaw 2012·Hopkins 2008·Stamatoglou 2004·Meighan1978· Woods 1976). Αυτή η ανάγκη στηρίζεται στην άποψη ότι η διδασκαλία ενός μαθήματος, δηλαδή η διδακτική πρακτική, συνδέεται άμεσα ή αλλιώς επιδρά στη γνώση των μαθητών και εν γένει στην μαθησιακή ανταπόκριση και κατά συνέπεια η εξέταση των απόψεων των ίδιων των μαθητών ενδέχεται να συμβάλει στη βελτίωση της διδακτικής πρακτικής που υιοθετείται(Ρούβα –Παπαλεοντίου, Νεοπτολέμου, Αβρααμίδου 2014· Beausaert, Segers & Wiltink 2013· Segers and Wiltink 2012). Η σύνδεση της διδακτικής πρακτικής με τη μάθηση επεκτείνεται και στην αγωνία περί ελκυστικότητας και αποτελεί το βασικό δεδομένο πάνω στο οποίο στηρίζεται η έρευνα των αντιλήψεων των μαθητών.

     Πέραν από την επισήμανση της εποικοδομητικής αξίας των απόψεων των μαθητών, στην έρευνα των Budge και Cowlishaw (2012) το θέμα ενισχύεται με την εξής προβληματική: «Οι μαθητές κατανοούν και βιώνουν τη μάθηση και τη διδασκαλία όμοια ή διαφορετικά από τους εκπαιδευτικούς;» (σ.550). Επομένως, η εμπειρία των καθηγητών ως προς τη διδασκαλία ενδυναμώνεται με τη γνώση και της άποψης των μαθητών γι’ αυτήν. Οι μαθητές είναι τα βασικά υποκείμενα της διαδικασίας διδασκαλίας, οι αποδέκτες της και οι δικές τους απόψεις θα δώσουν νέες κατανοήσεις στα θέματα που προκύπτουν. Η προσπάθεια για ταύτιση των απόψεων των δύο αυτών πλευρών επιβάλλει να γνωρίζει η καθεμιά για τις απόψεις της άλλης.

     Η εστίαση στις απόψεις των μαθητών συνδέεται επίσης με την ευρύτερη εφαρμογή των δημοκρατικών διακηρύξεων στην εκπαίδευση (Rudduck & Fielding 2006) όπως και με την αποτελεσματικότητα της. Η αποτελεσματικότητα επιτυγχάνεται με βελτίωση των σχέσεων μαθητή και εκπαιδευτικού (Ρούβα –Παπαλεοντίου, Νεοπτολέμου, Αβρααμίδου 2014·Τσιάκκιρου 2012·Πασιαρδή 2000·Pashiardi&Georgiou 2000).Η βελτίωση της σχέσης αυτής δημιουργείται όταν οι απόψεις και οι πρακτικές των εκπαιδευτικών συνάδουν ή βρίσκουν θετικούς τους εκάστοτε μαθητές. Η προσπάθεια προσέγγισης και ταύτισης των απόψεων των δύο αυτών πλευρών θα συντελέσει άρα στη βελτίωση πρώτον της διδακτικής πρακτικής και κατά δεύτερον της σχολικής εμπειρίας των δύο πλευρών. […]

     Το ερευνητικό κενό αλλά και η μονομερής γνώση για το μάθημα των Νέων Ελληνικών σήμερα στην Κύπρο είναι τα κύρια δεδομένα που συνάγονται από την πιο πάνω σύντομη βιβλιογραφική ανασκόπηση. Παρά τον γενικότερο ερευνητικό αναβρασμό για το συγκεκριμένο μάθημα, δεν δόθηκε ακόμη χώρος στις απόψεις των μαθητών. Επομένως, η παρούσα έρευνα αποσκοπεί να καλύψει το κενό αυτό διερευνώντας τις απόψεις των μαθητών πέντε χρόνια μετά τη εκκίνηση διάφορων μεταρρυθμίσεων στα γλωσσικά και όχι μόνο μαθήματα (ΝΑΠ 2010). Συγκεκριμένα, η παρούσα έρευνα αποσκοπεί να διερευνήσει τα ακόλουθα ερευνητικά ερωτήματα:

α) Ποιες είναι οι απόψεις των μαθητών για το μάθημα των Νέων Ελληνικών στα δημόσια Γυμνάσια της Κύπρου;

β) Ποιες πρακτικές διδασκαλίας του μαθήματος ελκύουν ή απωθούν τους μαθητές;

γ) Ποια είναι εκείνα τα γνωρίσματα ενός καθηγητή/τριας Νέων Ελληνικών που επιδοκιμάζονται από τους μαθητές;

δ) Υπάρχουν διαφοροποιήσεις στις πιο πάνω απόψεις σε σχέση με το φύλο και την επίδοση των μαθητών; […]

      Ο μεθοδολογικός σχεδιασμός που υιοθέτησε η παρούσα έρευνα είναι ο περιγραφικός. Για το σκοπό αυτό η συλλογή των δεδομένων έγινε με τη συμπλήρωση ενός ερωτηματολογίου από μαθητές και μαθήτριες γυμνασιακού κύκλου. Το δείγμα της παρούσας έρευνας αποτελούν 75 μαθητές των τριών τάξεων (Α΄, Β΄, και Γ΄) του γυμνασιακού κύκλου. Το δείγμα επιλέχθηκε με τη μέθοδο της βολικής δειγματοληψίας.

Συμπεράσματα

     Με βάση, λοιπόν,  τα αποτελέσματα διαφαίνεται ευρύτερα η μέτρια προς θετική στάση των συμμετεχόντων προς το μάθημα των Νέων Ελληνικών. Συνολικά οι συμμετέχοντες αναγνωρίζουν την σημαντικότητα του μαθήματος, αλλά η χρησιμότητα ή η προσφορά του μαθήματος αναγνωρίζεται από τους μαθητές κυρίως υψηλών επιδόσεων. Τα αποτελέσματα κατέδειξαν επίσης έλλειψη ενδιαφέροντος ως προς τον τρόπο διδασκαλίας και το περιεχόμενο του μαθήματος, εύρημα με το οποίο συμφωνεί πρόσφατη έρευνα τωνΚούμα, ΕΜΕ, Ροδοσθένους, Παπαδάκη, Στεφάνου, Κυπριανού, Χρυσοστόμου, Κωνσταντίνου και Ορφανίδη (2015). Αξιοσημείωτο είναι ότι σε όλες τις ανοικτού τύπου ερωτήσεις, οι μαθητές διατύπωσαν παράπονα ή προτάσεις σχετικά με το ενδιαφέρον του μαθήματος, γεγονός που δείχνει ότι οι συμμετέχοντες συνδέουν την ευρύτερη άποψη τους για το μάθημα, τους τρόπους διδασκαλίας και τα γνωρίσματα του καθηγητή με την ελκυστικότητα του. 

    Ως προς τους τρόπους διδασκαλίας του μαθήματος φαίνεται ότι σ’ ένα μεγάλο ποσοστό μαθητών αρέσκεται να συμμετέχει προφορικά αλλά και γραπτά, στοιχείο που δείχνει την μη απόρριψη των παραδοσιακών διδακτικών τρόπων. Ωστόσο, η προφορική συμμετοχή αρέσει περισσότερο στους μαθητές με υψηλές επιδόσεις, πράγμα που υποδεικνύει την πιθανή σχέση που μπορεί να υπάρχει μεταξύ επίδοσης και προφορικής έκφρασης. Επιπρόσθετα,  οι μισοί από τους συμμετέχοντες δήλωσαν ότι τους αρέσει η εκπόνηση εκθέσεων και μάλιστα εργασιών τύπου project, πράγμα που δείχνει την ανάγκη τους για δημιουργικές δραστηριότητες. 

    Η συλλήβδην επιδοκιμασία της χρήσης σύγχρονων διδακτικών μέσων κατά την παράδοση του μαθήματος τόσο στις προκαθορισμένες δηλώσεις όσο και στις ανοικτού τύπου καταδεικνύει τη θετική στάση των μαθητών προς τον εκσυγχρονισμό της διδακτικής του μαθήματος, όπως επανειλημμένα κατέδειξαν και άλλες έρευνες εγχώριες και ελλαδικές, πρόσκαιρες και παλαιότερες (Γκαραβέλας 2012· Καραγιάννης, Μπαρής 2012·Κουτσογιάννης 2008·Καραμηνάς 2006). Η χρήση σύγχρονων μέσων τεχνολογίας στο εκπαιδευτικό σύστημα έχει συζητηθεί εκτεταμένα από τη σχετική βιβλιογραφία, αλλά τα δεδομένα της παρούσας έρευνας αναδεικνύουν ελλείψεις που επιβάλλουν την συστηματικότερη εφαρμογή των σύγχρονων μέσων τεχνολογίας στα φιλολογικά μαθήματα. Η χαμηλού βαθμού συμφωνία με τη θεωρητική εκμάθηση της γραμματικής λειτουργεί ενισχυτικά  ως προς την πιο πάνω άποψη. 

    Αυτό που επίσης ξεχωρίζει είναι η μη ξεκάθαρα θετική στάση των συμμετεχόντων ως προς τις νέες πρακτικές του κριτικού γραμματισμού, στάση που μπορεί να συνδεθεί με την αντίστοιχη στάση προβληματισμού των καθηγητών σύμφωνα με άλλες πρόσφατες έρευνες (Κοντοβούρκη και Ιωαννίδου 2013· Χριστοφή και Χρυσοστόμου 2012· Neophytou & Valiandes 2013· Κοντοβούρκη, Φιλίππου  και Θεοδώρου 2013·Παλάτου 2012·Χατζηλουκά-Μαυρή 2010). Παραλ’ αυτά μέσα από τις συσχετίσεις διαφάνηκε ότι οι μαθητές με υψηλές επιδόσεις διακατέχονται με περισσότερη αυτοπεποίθηση ως προς τις μεθόδους αυτές, στοιχείο που πιθανόν να δείχνει ότι οι μαθητές χαμηλών επιδόσεωννα μην έχουν ακόμη εξοικειωθεί μ’ αυτές ή να μην τις προτιμούν γιατί ενδέχεται να δυσκολεύονται. Ωστόσο το γεγονός ότι κανένας από τους συμμετέχοντες δεν εξέφρασε στις ανοικτού τύπου ερωτήσεις κάποιο σχόλιο, ούτε αρνητικό, ούτε θετικό, για αυτές τις μεθόδους μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως. Είναι σημαντικό όμως να ειπωθεί ότι οι μαθητές στις ανοικτού τύπου ερωτήσεις δήλωναν προτιμήσεις σε σχέση με τους τρόπους διδασκαλίας του μαθήματος με βασική πρόθεση τη βελτίωση του ενδιαφέροντος.

    Τέλος, όσον αφορά τα γνωρίσματα του καθηγητή/τριας, από τα αποτελέσματα διαφάνηκε ότι οι ερωτώμενοι επέμειναν στα γνωρίσματα συμπεριφοράς όπως και σε άλλες παρόμοιες έρευνες (Koutrouba 2012· Ανδρεαδάκης Καδιανάκη 2010· Murphy, Lee Ann Delli & Maeghan 2004[1]· Taylor 1972· Keiljacker 1952· Βurton 1950) αλλά και στις δημοκρατικές, πιο μαθητοκεντρικές μεθόδους διδασκαλίας. Επιδοκίμασαν σχεδόν όλοι ως πιο σημαντικό γνώρισμα την εξατομικεύμενη διδασκαλία τονίζοντας την σημαντικότητά της στην ανοικτού τύπου ερώτηση (Μπάμπολα 2012·Taylor 1972). Μάλιστα, το ότι δεν θεωρήθηκε τόσο σημαντικό το χαρακτηριστικό της αυστηρότητας ενισχύει την πιο πάνω άποψη, παρόλο που οι εκπαιδευτικοί το θεωρούν πολύ σημαντικό γνώρισμα σύμφωνα με άλλες έρευνες (Κουτρουμπά 2012· Murphy, Lee Ann Delli & Maeghan 2004). Η οργανωτική δυνατότητα θεωρήθηκε σημαντικό γνώρισμα ειδικότερα για τα κορίτσια, γνώρισμα που επισημαίνεται ως σημαντικό από τους μαθητές και σε άλλες έρευνες (Murphy, Lee Ann Delli & Maeghan 2004). Η υπομονή επικροτήθηκε από τους πιο αδύνατους μαθητές του δείγματος που μάλλον επιθυμούν περισσότερη προσοχή και φροντίδα από τους καθηγητές τους (Murphy, Lee Ann Delli & Maeghan 2004).

    Τα πιο πάνω αποτελέσματα δίνουν μια εικόνα, φυσικά όχι καθολική, για την στάση της συγκεκριμένης μερίδας μαθητών για το μάθημα της Νέας Ελληνικής γλώσσας. Ωστόσο ακόμη και αυτά τα μη γενικεύσιμα αποτελέσματα ενδέχεται να δώσουν κάποια πρώτα στοιχεία ενημέρωσης και συνάμα κατεύθυνσης των καθηγητών προς την εξατομίκευση και τον εκσυγχρονισμό της διδασκαλίας τους ή να ανοιχθεί τουλάχιστον ένα θεωρητικό πεδίο προβληματισμού. Επιπλέον, οι αρμόδιοι του Υπουργείου Παιδείας, που σήμερα φαίνεται να επαναξιολογούν το υφιστάμενο σύστημα, ενδέχεται να λάβουν μια πρώτη εικόνα για τις απόψεις των μαθητών πέρα από αυτήν των επιδόσεων τους στις παγκύπριες εξετάσεις αλλά και σε διεθνείς έρευνες (PISA).

     Επικουρικά των πιο πάνω ευρημάτων θα συντελούσε η διεύρυνση των εν λόγω ερωτημάτων σε μεγαλύτερο και αντιπροσωπευτικότερο δείγμα μαθητών, ώστε να εξαχθούν γενικεύσιμα αποτελέσματα τα οποία ενδέχεται να συνδράμουν καταλυτικότερα στην λήψη επιπρόσθετων μέτρων βελτίωσης της διδακτικής πρακτικής του συγκεκριμένου μαθήματος. Σημαντική ενδέχεται να είναι και η διερεύνηση αν διαφοροποιούνται οι απόψεις των δίγλωσσων/πολύγλωσσων απ’ αυτές των ελληνόφωνων μαθητών.  Επιπλέον η συσχέτιση των απόψεων των μαθητών με αυτές των εν ενεργεία καθηγητών θα έδινε μια πιο σύνθετη εικόνα των υφιστάμενων τάσεων. Ακόμη και η μελλοντική επανάληψη της υφιστάμενης έρευνας με την επικουρία και ποιοτικών δεδομένων θα ενίσχυαν την κατανόηση των στάσεων των μαθητών απέναντι στο μάθημα των Νέων Ελληνικών.

*Φιλόλογος

Απόσπασμα από άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 3/2016)




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










340