ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ ΠΕΡΙΣΑΝΗ*
Τη δεκαετία του 1930 η αγγλική διοίκηση της Κύπρου επιχείρησε, με την επιβολή βαθιών μεταβολών στα αναλυτικά προγράμματα της δημοτικής εκπαίδευσης του νησιού, την καλλιέργεια κοινής εθνικής συνείδησης των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων και τη μετάλλαξή τους σε ενιαίο κυπριακό έθνος, αλλά χωρίς καμιά επιτυχία. Έκτοτε βέβαια μεσολάβησαν 80 χρόνια και έγιναν πολλές εξελίξεις. Η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος με δικά της θεσμικά όργανα, δική της εξωτερική, οικονομική, πολιτισμική και εκπαιδευτική πολιτική , και δικά της ξεχωριστά συμφέροντα. Αυτό οδήγησε σε ενέργειες οι οποίες την πρώτη δεκαετία της ανεξάρτητης ζωής της κυπριακής δημοκρατίας θα ήταν αδιανόητες, όπως το να παρουσιαζόμαστε και να ενεργούμε ως ξεχωριστή εθνική οντότητα έχοντας τη δική μας εθνική κυπριακή ομάδα κλασικού αθλητισμού, εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, καλαθόσφαιρας, τένις κ.α.Το πιο σημαντικό είναι ότι όλες αυτές οι ενέργειες θεωρούνται εντελώς φυσικές και δεν προκαλούν καμιά πολιτική αντίδραση, σ’αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τη δεκαετία του 1960, όταν σωστό εθεωρείτο το να συμμετέχουν οι ελληνοκύπριοι αθλητές στην εθνική ομάδα της Ελλάδας.
Ο λόγος για τον οποίο έγινε αυτό δυνατό είναι το γεγονός ότι σιωπηρά και ασυναίσθητα ο κυπριακός ελληνισμός υιοθέτησε μετά το 1974 μια νέα ιστορική αφήγηση διαφορετική από εκείνη που επικρατούσε από την πρώτη μέρα της ίδρυσης της κυπριακής δημοκρατίας στις 16 Αυγούστου 1960. Η πρώτη αφήγηση έλεγε ότι το νέο κράτος είναι ανεπιθύμητο, γιατί η ίδρυσή του ήταν αντίθετη με το στόχο για τον οποίο έγινε ο απελευθερωτικός αγώνας. Γι αυτό ο αγώνας για την ένωση έπρεπε να συνεχισθεί μέχρις ότου δικαιωνόταν, όσος χρόνος και αν χρειαζόταν,. Μέχρι τότε όλα έπρεπε να συνεχίσουν να εξυπηρετούν αυτόν το στόχο. Έπρεπε να διαμορφώνονται και να τίθενται σε ισχύ κοινά αμυντικά δόγματα μεταξύ της Ελλάδας και της Κύπρου, η εκπαίδευσή μας έπρεπε να συνεχίσει να ταυτίζεται με εκείνη της Ελλάδας και οι αθλητές και συγγραφείς μας έπρεπε να εντάσσονται στις τάξεις και στους συλλόγους των ελλαδιτών συναδέλφων τους.
Η δεύτερη αφήγηση διαμορφώθηκε μέσα από την επίδραση τριών βασικά συναισθημάτων: του φόβου για το μέλλον της κυπριακής δημοκρατίας, της οργής εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης για τη διενέργεια του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 και της εγκατάλειψης της Κύπρου στο μένος των τούρκων εισβολέων, και της ικανοποίησης από την υλική ευημερία και τα πολιτικά και άλλα δικαιώματα που απολάμβαναν οι Ελληνοκύπριοι χάρη στην οικονομική ανάπτυξη που επιτεύχθηκε τα πρώτα δεκατέσσερα χρόνια της ζωής του ανεξάρτητου κράτους. Το βασικό στοιχείο αυτής της αφήγησης είναι η μεγάλη σημασία που έπρεπε να δίνεται στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Κύπρου προκειμένου να διασφαλισθεί η βιολογική και εθνική επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού. Για να επιτευχθεί αυτό έπρεπε κάθε παλιά διευθέτηση που έδειχνε ή υπονοούσε εξάρτηση της Κύπρου από άλλη χώρα να εγκαταλειφθεί, γιατί έδινε πολιτικά ερείσματα στην Τουρκία στην προσπάθειά της να επιτύχει τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γι αυτό η νέα αφήγηση δικαιολογούσε την ξεχωριστή εκπροσώπηση της Κυπριακής Δημοκρατίας σ’ όλα τα διεθνή σώματα, την υιοθέτηση του θεσμού των εθνικών ομάδων, και την εφαρμογή από την κυβέρνηση της Κύπρου δικής της ανεξάρτητης εκπαιδευτικής πολιτικής . Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανεξαρτησία αυτή περιλάμβανε, εκτός των άλλων, και την εγκατάλειψη του παλιού συστήματος επιλογής των κυπρίων φοιτητών για τα ελληνικά πανεπιστήμια από τις ελλαδικές αρχές.
στις ωδίνες, θα μπορούσαμε να πούμε, που συνοδεύουν τη γέννησή της και στις κραυγές που ακούμε να τη σημαδεύουν. Η τρίτη αφήγηση προσπαθεί να νομιμοποιήσει την πολιτική ενοποίηση της Κύπρου μέσω της σύναψης συμφωνίας μεταξύ των δυο μεγάλων κοινοτήτων και της λειτουργίας ενός ενιαίου και ομόσπονδου κράτους. Η προσπάθεια για την ενοποίηση του κράτους άρχισε πριν σαράντα χρόνια αλλά όλες οι προσπάθειες οδηγήθηκαν σε αποτυχία λόγω ακριβώς της πλήρους απουσίας μιας υποστηρικτικής αφήγησης. Μόνο με τη δημιουργία μιας τέτοιας αφήγησης θα καταστεί δυνατή η αποδοχή των επώδυνων υποχωρήσεων που θα γίνουν και από τις δυο κοινότητες και θα υπερπηδηθεί ο φόβος για το τι επιφυλάσσει η διάδοχη κατάσταση. Η κυβέρνηση Χριστόφια προσπάθησε να δημιουργήσει μια τέτοια αφήγηση, πρώτα, με την παρουσίαση του τουρκοκύπριου συνομιλητή Μεχμέτ Αλή Ταλάτ ως «συντρόφου» και καλοπροαίρετου πολιτικού, και, δεύτερο, με την εισαγωγή στα σχολεία προγράμματος «καλλιέργειας κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης, αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας ΕΚ και ΤΚ» .Τον ίδιο στόχο εξυπηρετούσαν και οι συναντήσεις εκπροσώπων των ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών πολιτικών κομμάτων υπό την προεδρία της πρέσβεως της Σλοβακίας.
Στη διαμόρφωση της τρίτης αφήγησης έδωσε μεγάλη ώθηση η πρόσφατη εκλογή του Μουσταφά Ακιντζί ως ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Από τότε διατυπώνονται συχνότερα και με περισσότερη ένταση διαρκώς και περισσότερες προτάσεις που αποτελούν στοιχεία αυτής της υπό διαμόρφωση τρίτης αφήγησης. Τέτοιες προτάσεις είναι οι εξής: Είμαστε καταδικασμένοι από την ιστορία να ζήσουμε μαζί. Οι Τουρκοκύπριοι είναι αναπόσπαστο τμήμα του κυπριακού λαού. Η συνέχιση της διαίρεσης θα οδηγήσει στη μονιμοποίησή της και στην οριστική διχοτόμηση. Οι Τ/κ φεύγουν από το νησί και στο τέλος θα έχουμε να κάνουμε μόνο με τούρκους έποικους από την ανατολή. Με την επανένωση του νησιού θα αναπτυχθεί πολύ η οικονομία της Κύπρου και θα αυξηθεί η υλική ευημερία όλων των κατοίκων.
Η τύχη της αφήγησης αυτής θα κριθεί τελικά από την έκβαση των διακοινοτικών συνομιλιών. Στο μεταξύ όμως νιώθουμε να διεξάγεται ένας υπόγειος πόλεμος του οποίου την έκβαση κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Από μέρα σε μέρα ο προβολέας της επικαιρότητας πέφτει πάνω σε μια διαφορετική διαφωνία. Πριν τρεις βδομάδες εστιάστηκε στο αν έπρεπε να παρακολουθήσουν μαζί στο θέατρο Ριάλτο Λεμεσού ένα τουρκοκυπριακό θεατρικό έργο οι πολιτικοί ηγέτες των δυο κοινοτήτων. Τώρα εστιάζεται στην ανακοινωθείσα πρόθεση του ΘΟΚ να παρουσιάσει στις 28 Ιουλίου την παράσταση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας Ιππόλυτος στο ευρισκόμενο στην κατεχόμενη περιοχή αρχαίο ελληνικό θέατρο της Σαλαμίνας. Όσοι είναι εναντίον της παράστασης βλέπουν «τη συμμετοχή του κρατικού θεάτρου σε φεστιβάλ που διεξάγεται σε κατεχόμενη περιοχή του ίδιου του κράτους» ως «μια θλιβερή και παγκόσμια πρωτοτυπία και μοναδικότητα». Όσοι είναι υπέρ πιστεύουν ότι η αντίδραση που εκδηλώθηκε με την υπογραφή καταδικαστικού ψηφίσματος «δεν εξυπηρετεί τα καλώς νοούμενα [συμφέροντα]του κυπριακού λαού».
Είναι φανερό ότι η διαμόρφωση της τρίτης αφήγησης θα χρειασθεί πολύ χρόνο για να αρθρωθεί ολοκληρωμένα και πολύ περισσότερο για να υιοθετηθεί, αν τελικά υιοθετηθεί. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι η κατάσταση είναι τόσο περίπλοκη, αβέβαιη και απρόβλεπτη, ώστε πολλοί να νιώθουν άνετα να υποστηρίζουν με την ίδια απόλυτη βεβαιότητα εντελώς αντίθετες προτάσεις και επιχειρήματα. Η άποψή μου είναι πως αυτό δεν είναι καθόλου καλός οιωνός.
*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου