Οι εξελίξεις στο Κυπριακό και η ανυπαρξία κοινού αφηγήματος


ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ*  

Παρά τις ουσιαστικές αποκλίσεις μεταξύ της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής πλευράς, διάφοροι κύκλοι, εντός και εκτός Κύπρου, εξακολουθούν να συντηρούν με θρησκευτική ευλάβεια την προοπτική σύντομης λύσης που θα οδηγήσει σε ασφάλεια, σταθερότητα και οικονομική ευμάρεια. Μακάρι να ήταν έτσι τα πράγματα. 

Η πραγματικότητα είναι ότι η Άγκυρα και η τουρκοκυπριακή ηγεσία δεν αναγνωρίζουν δικαίωμα ύπαρξης στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ως εκ τούτου θεωρούν ότι μια λύση θα είναι το αποτέλεσμα της αλληλοαναγνώρισης δύο ισότιμων ιδρυτικών κρατικών οντοτήτων. Μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός τρικέφαλου κρατικού μορφώματος στο οποίο καμιά απόφαση σε ουσιαστικά ζητήματα δεν θα μπορεί να ληφθεί χωρίς τη συναίνεση της τουρκικής πλευράς. Και εφ’ όσον το τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος θα είναι υπό την επίβλεψη της Τουρκίας, η Άγκυρα θα εξασκεί ουσιαστική επιρροή στις υποθέσεις του νέου μορφώματος. 

Αλλά και στο οικονομικό πεδίο είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να λειτουργήσει το συγκεκριμένο κρατικό μόρφωμα με τους κανόνες της Ευρωζώνης. Και να μην υπήρχαν οι επιπρόσθετες ανάγκες από τις αποζημιώσεις για περιουσιακά ζητήματα, η όλη δομή που θα προκύψει μαζί με τους κανόνες για δημοσιονομικά ισοζύγια θα δημιουργήσει ανυπέρβλητα προβλήματα. Επιπρόσθετα, στον τραπεζικό τομέα στην κατεχόμενη Κύπρο υφίστανται σοβαρά προβλήματα τα οποία θα επιδεινωθούν με ενδεχόμενη υιοθέτηση του ευρώ σε όλη την επικράτεια της Κύπρου. Θα είναι πρακτικά αδύνατο να αντέξει η Κύπρος ένα σκληρότερο μνημόνιο για να καλύψει τις οποιεσδήποτε ανάγκες.

Η υπόθεση εργασίας όλα αυτά τα χρόνια ήταν ότι η πλειοψηφία και στις δύο πλευρές επιθυμεί την συμβίωση σε ένα διζωνικό δικοινοτικό ομοσπονδιακό κράτος. Η κάθε πλευρά όμως, είτε λίγο είτε πολύ, έχει διαχρονικά τις δικές της διαφορετικές ερμηνείες. Πρέπει να κατανοηθεί ότι ο στόχος για συμβίωση σε μιααδιαίρετη πατρίδα στα πλαίσια ενός ενοποιητικού ομοσπονδιακού μοντέλου δεν μπορεί να υλοποιηθεί με τα υφιστάμενα πλαίσια διαπραγμάτευσης τα οποία στηρίζονται εν πολλοίς σε εθνοκοινοτικούς πυλώνες.  Επιπρόσθετα, είναι επίσης καθοριστικό να επαναξιολογηθεί η χρησιμότητα μιας εξελικτικής διαδικασίας.

Πέρα από τα κατοχικά δεδομένα, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι η μη ύπαρξη κοινών στόχων και κοινού οράματος μεταξύ των δύο πλευρών.  Αν προσέξουμε το τι λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στις 20 Ιουλίου στην ελεύθερη και στην κατεχόμενη Κύπρο θα παρατηρήσουμε ότι υπάρχουν δύο διαμετρικά αντίθετα αφηγήματα τα οποία δεν συμβάλλουν στη συνύπαρξη σε ένα ομοσπονδιακό κράτος. Αλλά και κάθε 8 Αυγούστου, επέτειο των βομβαρδισμών της τουρκικής αεροπορίας στην Τηλλυρία το 1964, η μετάβαση εκατοντάδων Τουρκοκύπριων στα Κόκκινα καθώς και οι εκατέρωθεν δηλώσεις υπογραμμίζουν και πάλιν δύο ξεχωριστά αφηγήματα. Εν ολίγοις, κάθε 20 Ιουλίου και 8 Αυγούστου τα δύο ξεχωριστά αφηγήματα υπενθυμίζουν την οδύνη της μιας πλευράς και τον θρίαμβο της άλλης.

Απαραίτητη, αν και όχι επαρκής, προϋπόθεση μιας ειρηνικής διευθέτησης για μια αδιαίρετη πατρίδα που θα αντέξει στην πορεία του χρόνου είναι η δημιουργία ενός πλαισίου κοινών στόχων. Για μια τέτοια πορεία εξ ορισμού προβάλλει ως αναγκαιότητα η δημιουργία ενός κοινού αφηγήματος γύρω από την Κυπριακή Δημοκρατία, το μόνο νόμιμο κράτος στην Κύπρο.  Καθοριστικής σημασίας είναι επίσης να σεβασθεί τελικά η Τουρκία την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Πριν την εθνική καταστροφή του 1974 το ελληνοκυπριακό αφήγημα εμπεριείχε έντονα το στοιχείο της ένωσης και το τουρκοκυπριακό αυτό της διχοτόμησης. Μετά το 1974παραμερίσθηκε το αφήγημα της ένωσης από τους Ελληνοκύπριους και αντικαταστάθηκε από την προσήλωση στην Κυπριακή Δημοκρατία με τρόπο που συμπεριελάμβανε τους Τουρκοκύπριους.  Η διαφοροποίηση του ελληνοκυπριακού αφηγήματος και η επικέντρωση στην ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία δημιούργησε τα δεδομένα για μια νέα προσέγγιση στο Κυπριακό.  Η νομιμοποίηση του αφηγήματος για την προσήλωση στην Κυπριακή Δημοκρατία έλαβε χώρα με το δημοψήφισμα του 2004.Ελπιδοφόρο είναικαι το γεγονός ότι μια μερίδα Τουρκοκυπρίων αντικρίζει θετικά την Κυπριακή Δημοκρατία.  Τα δεδομένα αυτά δεν τα κατενόησε επαρκώς το πολιτικό σύστημα με αποτέλεσμα να παραμείνει προσκολλημένο σε μια φιλοσοφία που εάν υλοποιηθεί θα επιδεινώσει την υφιστάμενη κατάσταση με απρόβλεπτες συνέπειες. Είναι καιρός να γυρίσουμε σελίδα με πραγματισμό, σεμνότητα καθώς και με αγωνιστικότητα για μια στρατηγική επιβίωσης η οποία να εμπεριέχει τον στόχο ενός έντιμου συμβιβασμού.

  • Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.



Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










147