ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΜΑΡΚΟΥ*
Τον τελευταίο καιρό γυροφέρνει στο μυαλό μου η ταινία του 1984 «Ghostbusters», όπου μια ομάδα παραψυχολόγων από τη Νέα Υόρκη αναλαμβάνει την καταπολέμηση υπερφυσικών οντοτήτων που απειλούν την ανθρωπότητα. Σήμερα, 29 χρόνια μετά, η ταινία θα μπορούσε να γίνει και πάλι επίκαιρη, με τη διαφορά ότι το ρόλο των τερατόμορφων υπερφυσικών οντοτήτων αναλαμβάνουν να ενσαρκώσουν τα Νέα Αναλυτικά Προγράμματα της Κύπρου. Χρειάζεται όντως να καταπολεμηθούν τα σύγχρονα πλέον ‘τέρατα’ όπως τείνει να τα παρουσιάζει μερίδα της εκπαιδευτικής και μη κοινότητας;
Τα ‘κακά’ των Νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων και ιδιαίτερα του κριτικού γραμματισμού ως μεθόδου διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας επισημαίνει η πρόσφατη Συνοδική Εγκύκλιος της Εκκλησίας της Κύπρου. Επισημαίνει ότι ‘Εφαρμοζόμενη αυτή η προοπτική σε μια κοινωνία ήδη βαθιά διαιρεμένη από τη δράση των κομμάτων, θα προκαλέσει ακόμη εντονότερες έριδες και προστριβές’ (Συνοδική Εγκύκλιος, Σεπτέμβρης 2013). Η Εγκύκλιος προσθέτει ότι ‘παρατηρείται μια προσπάθεια για αναγωγή του τοπικού μας ιδιώματος σε επίσημη γλώσσα!’ και ότι ‘θα δημιουργηθεί μια «κυπριακή γλώσσα», η οποία είναι μεν ελληνογενής (πβ. τις λατινογενείς γλώσσες), όχι όμως ελληνική!’
Καλό θα ήταν να συσχετίσουμε τις επισημάνσεις αυτές με τα γραφόμενα στο Νέο Αναλυτικό Πρόγραμμα της Νέας Ελληνικής Γλώσσας που αναφέρει ότι οι μαθητές/τριες στα πλαίσια του μαθήματος της Γλώσσας πρέπει ‘να γνωρίσουν τις βασικές δομικές ομοιότητες και διαφορές της νέας ελληνικής και της κυπριακής ποικιλίας...’. Το Νέο Αναλυτικό Πρόγραμμα μιλά για ‘διερεύνηση της δομής της νέας ελληνικής και των ποικιλιών της’ καθώς και επισημαίνεται στο βιβλιάριο «Ερωτήσεις – Απαντήσεις» ότι ‘Βασικός στόχος του μαθήματος είναι η όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη κατανόηση της Κοινής Νέας Ελληνικής. Η αξιοποιηση της κυπριακής διαλέκτου στο πλαίσιο αντιπαραβολικής διδασκαλίας με την Κοινή Νέα Ελληνική μας φέρνει πιο κοντά στον στόχο, αφού για πρώτη φορά λαμβάνεται υπόψη το γλωσσικό υπόβαθρο των μαθητών/τριών (φυσικοί ομιλητές/ομιλήτριες της κυπριακής διαλέκτου) και το μάθημα διαφοροποιείται ως προς τη διδακτική μεθοδολογία του και όχι προς τον βασικό του στόχο, που είναι η ελληνομάθεια’
Όσον αφορά στην επισήμανση σχέσεων εξουσίας και ιδεολογιών που προωθείται μέσα από τα νέα αναλυτικά προγράμματα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η δήλωση ότι ‘Με τον όρο «ιδεολογία» δεν εννοούμε πολιτική ιδεολογία με τη στενή έννοια του όρου, αλλά τρόπους θέασης της πραγματικότητας και αντιλήψεις που θέλει να μεταδώσει για την κοινωνία κάποιος/κάποια μέσα από το κείμενό του/της, που μπορεί να εκφράζουν την κοσμοθεωρία του/της’. (Νέο Αναλυτικό Πρόγραμμα Νέας Ελληνικής Γλώσσας, σ. 1)
Προσπαθώ, επίσης, απεγνωσμένα να επισημάνω το κακό του να διαμορφώνεις ‘ενεργούς πολίτες, δηλαδή πολίτες που να λειτουργούν με ισονομία, να διεκδικούν με δημοκρατικό τρόπο τα δικαιώματά τους και να πολεμούν κάθε μορφής κοινωνικό αποκλεισμό (λόγω καταγωγής, διαφορετικού γλωσσικού και πολιτισμικού υπόβαθρου, φύλου, σεξουαλικότητας, αναπηρίας, είτε λόγω οποιασδήποτε άλλης, κατασκευασμένης από την ηγεμονική κουλτούρα, έννοιας της «διαφορετικότητας»).’ (Νέο Αναλυτικό Πρόγραμμα Νέας Ελληνικής Γλώσσας)
Χρειαζόμαστε ή όχι τελικά μαθητές/τριες και κατ’ επέκταση πολίτες ‘ικανούς και ικανές να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα στις πολυειδείς όψεις και εκδοχές της, και να παίρνουν κριτική θέση απέναντι σε ζητήματα της ατομικής και της κοινωνικής ζωής;’ (ΠΣ Λογοτεχνίας). Πιστεύω πως ναι.
Κι όμως, τη στιγμή όμως που εμείς αμφισβητούμε τη χρησιμότητα ή/και τους στόχους των νέων θεωριών που έχουν ενταχθεί στα Νέα Αναλυτικά Προγράμματα, αλλού αναζητούν τρόπους να τροχιοδρομήσουν τα τεκτενόμενα στον χώρο της εκπαίδευσης προς την κατεύθυνση αυτή με ένταξη νέων θεωριών, όπως αυτή του κριτικού γραμματισμού.
Στην επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας της Σκοτίας αναφέρεται ότι ‘Οι εκπαιδευόμενοι όλων των βαθμίδων έχουν πρόσβαση σε τεράστιες ποσότητες πληροφοριών.’ καθώς και ότι ‘Οι εκπαιδευτικοί χρησιμοποιούν τώρα μεγαλύτερη ποικιλία διδακτικών μεθόδων και ωθούνται στο να εργαστούν πιο ανεξάρτητα.’ Ως κατάληξη στο σκεπτικό τους, οι συντάκτες του άρθρου συμπεραίνουν ότι ‘Οι αλλαγές αυτές καθιστούν δύο δεξιότητες ιδιαίτερα σημαντικές: τις δεξιότητες μελέτης και τον κριτικό γραμματισμό. Υπάρχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ των δύο αυτών ομάδων δεξιοτήτων αλλά και στοιχεία τα οποία αφορούν την καθεμιά ξεχωριστά’.
Παράλληλα, στην ιστοσελίδα του US Department of Education αναφέρεται ότι ‘Κατά τα τελευταία χρόνια, τα σχολεία έχουν εστιάσει στον κριτικό γραμματισμό. Αναγνώστες/στριες και συγγραφείς χρησιμοποιούν βιβλιογραφία για να αναλύσουν, κρίνουν και κατανοήσουν τον κοινωνικό τους περίγυρο. Στις τάξεις, οι μαθητές/τριες διαβάζουν και γράφουν βιβλία με θέματα παρμένα από την κονωνική δικαιοσύνη’ καθώς και ότι ‘οι εκπαιδευτικοί συνεχίζουν να αναζητούν τρόπους χρήσης της βιβλιογραφίας για να μελετήσουν θέματα αποκλίσεων και δικαιοσύνης’.
Στον Καναδά, το Υπουργείο Παιδείας του Οντάριο, στο έντυπο «Promoting Critical Literacy across the Curriculum and Fostering Safer Learning Environments» αναφέρει ότι ‘Ο κριτικός γραμματισμός προχωρά πέρα της απλής αποκωδικοποίησης και κατανόησης κειμένων. Δίνει έμφαση στην εκ βάθους μελέτη των μηνυμάτων και οπτικών γωνιών καθώς και των σχέσεων εξουσίας. Η εκβάθυνση της κατανόησης της κοινωνικής ισότητας μέσα από τον κριτικό γραμματισμό από τους/τις μαθητές/τριες, τους/τις εφοδιάζει με γνώση ώστε να κατανοούν και να αναλαμβάνουν δράση απέναντι στην αδικία.’. Οι συντάκτες του κειμένου συμπεραίνουν ότι ‘οι στρατηγικές το κριτικού γραμματισμού, ενσωματωμένες σε όλο το αναλυτικό πρόγραμμα και υποστηριζόμενες από τη σχολική κοινότητα, δε βοηθούν μόνο στην ανάπτυξη ανώτερων νοητικών λειτουργιών, αλλά βοηθούν επίσης στην ανάπτυξη θετικών και αποδεκτικών συμπεριφορών τόσο στο σχολείο όσο και πέραν από αυτό’.
Στην Αυστραλία, επισημαίνεται στο «Talking English - Critical literacy: problem or opportunity?» του Education Services Australia ότι οι κριτικές προσεγγίσεις στη διδασκαλία της γλώσσας ‘προωθούν τις διαφορετικές και ισόποσα έγκυρες προσλήψεις κειμένων, εστιάζουν στις ανάγκες των μαθητών/τριών και βλέπουν τη διδασκαλία της γλώσσας μέσα από ενσωματωμένα περιβάλλοντα’. Η Rita van Haren, πρόεδρος του Association for the Teaching of English στην Αυστραλία τονίζει ότι ‘Η ένταξη του κριτικού γραμματισμού στην παιδεία διασφαλίζει ότι αυτή δεν έχει μόνο στο να στηρίξει τους/τις μαθητές/τριες να εργοδοτηθούν και να έχουν οικονομική ελευθερία αλλά, πιο σημαντικά, τους/τις βοηθά να γίνουν ενημερωμένοι/ες και ενεργοί συμμέτοχοι σε μια δημοκρατική κοινωνία’.
Θα ήθελα να κλείσω τις σκέψεις μου, όχι με κάποιο συμπέρασμα αλλά μάλλον με ερωτήματα τα οποία θα πρέπει σε κάποια στιγμή να απαντήσουν αυτοί που μελετούν εις βάθος τα δρώμενα στην εκπαίδευση, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικών ή/και άλλοι που δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκπαίδευση:
Έχει πάθει μεγάλη ζημιά ο κόσμος από την τηλεόραση, ιδίως τα παιδάκια καταστρέφονται. […] Και βλέπεις, δεν παίρνουν μια στροφή παραπάνω, αλλά αυτό που έχουν ακούσει, αυτό που έχουν δει, αυτό επαναλαμβάνουν.
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Α΄, Πνευματική αφύπνηση
Βιβλιογραφία