ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ Α. ΠΟΛΗ*
Περίληψη-Ιστορική αναφορά
Παρόλο που οι εκπαιδευτικοί της δεκαετούς δημόσιας υποχρεωτικής εκπαίδευσης [ Παράρτημα 1 ] επιτελούν το ίδιο λειτούργημα και έχουν τα ίδια προσόντα, τυγχάνουν άνισης μεταχείρισης από τον εργοδότη τους το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού(ΥΠΠ). Τα μέλη της ΟΕΛΜΕΚ που υπηρετούν σε γυμνάσια έχουν πολύ καλύτερες συνθήκες εργασίας από τους εκπαιδευτικούς της Δημοτικής Εκπαίδευσης, όσον αφορά το διδακτικό τους χρόνο, τη μισθοδοσία, τις απαλλαγές για μη διδακτικό έργο. Η κατάσταση αυτή έχει τις ρίζες της στην δεκαετία του 1930 όταν δημιουργήθηκε η δημόσια Δημοτική Εκπαίδευση υπό τον έλεγχο της Αγγλικής Αποικιακής Διοίκησης ενώ η Μέση εκπαίδευση λειτουργούσε υπό τον έλεγχο της εκκλησίας και της Ελληνοκυπριακής κοινότητας. Οι δάσκαλοι έμμεσα στιγματίστηκαν ως υπάλληλοι της αποικιοκρατίας ενώ οι «καθηγητές» προβλήθηκαν ως οι κατ’ εξοχήν φορείς της Ελληνικής Εκπαίδευσης. Το 1960 εγκαθιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία και η κάθε μια από τις δύο μεγάλες κοινότητες είχε τον απόλυτο έλεγχο του εκπαιδευτικού της συστήματος μέσω της οικείας Κοινοτικής Συνέλευσης. Οι φορείς της Μέσης Εκπαίδευσης ανέλαβαν τα ηνία πρώτα της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης (1960-1965) και μετά του Υπουργείου Παιδείας, παγιώνοντας την προνομιακή τους θέση σε σχέση με τους εκπαιδευτικούς της Δημοτικής. Η κατάσταση αυτή αποτελεί είδος άτυπου, υφέρποντος, εργασιακού apartheid. Μεταξύ 1960-1990 δεν υπήρχαν Πανεπιστημιακά Ιδρύματα στην Κύπρο, ούτε και Ακαδημαϊκοί, γεγονός που οδήγησε στο να θεωρηθούν ντεφάκτο οι λειτουργοί της Μέσης ως η Εκπαιδευτική Ελίτ. Έτσι την εποχή εκείνη οι « θέσεις κλειδιά» στο Υπουργείο Παιδείας (Υπουργός, Γενικός Διευθυντής )ήταν πάντοτε προνόμιο της Μέσης Εκπαίδευσης. Οι άνθρωποι «στις θέσεις κλειδιά» πάντα έδιναν τη μερίδα του Λέοντος στη Μέση Εκπαίδευση όσο αφορά τη μισθοδοσία και τους όρους εργασίας, ενώ οι λειτουργοί της Δημοτικής αντιμετωπίζονταν ως εκπαιδευτικοί δεύτερης κατηγορίας. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι εκείνη την εποχή οι Κύπριοι δάσκαλοι είχαν ανώτερη και όχι ανώτατη εκπαίδευση, ενώ οι «καθηγητές» ήταν απόφοιτοι Ελλαδικών Πανεπιστημίων.
Την δεκαετία του 1980 η μισθοδοτική διαφορά δασκάλου «καθηγητή» ήταν δραματική. Όταν διορίστηκα στην εκπαίδευση το 1987 ο μισθός εισδοχής ενός «καθηγητή» (Α8) ήταν κατά 60% μεγαλύτερος από το μισθό εισδοχής ενός δασκάλου. (Α5) [₤ 2272 ετήσιος βασικός μισθός «καθηγητή», έναντι ₤ 1415 ετήσιος βασικός μισθός δασκάλου]. Έπρεπε να δουλέψουμε δέκα (10) ολόκληρα χρόνια για να αξιωθούμε να πάρουμε το μισθό του πρωτοδιόριστου καθηγητή.
Η Παιδαγωγική Ακαδημία έκλεισε το 1993, το 1994 διορίστηκαν οι πρώτοι δάσκαλοι απόφοιτοι Ελληνικών Πανεπιστημίων, ενώ το 1996 οι πρώτοι δάσκαλοι απόφοιτοι του Πανεπιστημίου Κύπρου έμπαιναν στα δημοτικά. Ως αποτέλεσμα αγώνων στους οποίους πρωτοστάτησε η γενιά μας, η κλίμακα εισδοχής των δασκάλων αναβαθμίστηκε σταδιακά από την Α5 στην Α8. Όσοι δάσκαλοι δεν είχαν πτυχίο παρακολούθησαν πρόγραμμα επιμόρφωσης 210 διδακτικών περιόδων για να θεωρηθούν πτυχιούχοι και να ενταχθούν σταδιακά με οκτάμηνες προσαυξήσεις στην κλίμακα Α8. Από το 1997 οι απλοί δάσκαλοι διορίζονταν απευθείας στην Α8 και ως το 2002 η μισθοδοτική τους κλίμακα ανέβηκε θεωρητικά στο ίδιο επίπεδο με τους απλούς καθηγητές.[ Α8-Α10-Α11] Λέω θεωρητικά γιατί όσοι δάσκαλοι διορίστηκαν πριν το 1997 [λόγω του διορισμού τους στην κλίμακα Α5] είχαν και έχουν σημαντικά μικρότερη μισθοδοσία από τους «καθηγητές» με τα ίδια χρόνια υπηρεσίας. Επιπλέον μισθολογική διαφορά υπάρχει στους εκπαιδευτικούς των δύο βαθμίδων που κατέχουν διευθυντικές θέσεις, ενώ ο χρόνος διδασκαλίας στη Δημοτική Εκπαίδευση είναι μέχρι και διπλάσιος από τον αντίστοιχο χρόνο διδασκαλίας στα Γυμνάσια.
Με την ανατολή του νέου αιώνα η ανάδειξη της νέας ελίτ των Πανεπιστημιακών δασκάλων των κρατικών και ιδιωτικών πανεπιστημίων έφερε σε δεύτερη θέση τους δασκάλους της Μέσης και σε τρίτο αυτούς της Δημοτικής. Σε σημειολογικό επίπεδο αυτό φαίνεται από την κατάληψη των Υπουργικών θώκων από Πανεπιστημιακούς ενώ η Μέση Εκπαίδευση περιορίστηκε στη θέση του Γενικού Διευθυντή. Παρόλα αυτά η διαφορά δασκάλων καθηγητών, την οποία θα παραθέσουμε κατωτέρω, παραμένει ευρύτατη.
Το ΥΠΠ, αφού επαγγέλλεται τον εκσυγχρονισμό θα πρέπει να διορθώσει τη στρέβλωση αυτή που όχι μόνο παραμένει ανέπαφη για πέραν του μισού αιώνα, αλλά μεγεθύνεται. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι η Κυβέρνηση Χριστόφια μηδένισε τον διδακτικό χρόνο των διευθυντών Μέσης, που μέχρι το 2010 ήταν μόλις 4 περίοδοι εβδομαδιαίως, ενώ οι διευθυντές δημοτικής πέραν της διοίκησης διδάσκουν 11-21 περιόδους την εβδομάδα, όσο και ένας απλός «καθηγητής» υπεύθυνος τμήματος.
Για τη μειονεκτική μας θέση δεν πρέπει όμως μόνο να μεμφόμαστε τους άλλους, αλλά και τον εαυτό μας. Στις εποχές της οικονομικής ανάπτυξης, η συντεχνία των «καθηγητών» προωθούσε τα αιτήματα της με πυγμή και θέληση, ενώ η ΠΟΕΔ τις περισσότερες φορές ήταν διστακτική και ουδέποτε την τελευταία δεκαετία έθεσε θέμα ίσης μεταχείρισης δασκάλων – «καθηγητών». Σήμερα παρόλη την κρίση η ΟΕΛΜΕΚ κράτησε ανέπαφα τα κεκτημένα που έχουν σχέση με το ωράριο και τις συνθήκες εργασίας, ενώ η ΠΟΕΔ είναι κυριολεκτικά «με την πλάτη στον τοίχο» αφού δεν κέρδισε τίποτε στους τομείς αυτούς τις καλές εποχές και οποιαδήποτε απώλεια θα είναι καταστροφική. Όταν τις καλές εποχές διεκδικείς, έχεις περιθώριο να απορροφήσεις τις απώλειες και να διατηρήσεις μέρος των κεκτημένων την περίοδο των ισχνών αγελάδων. Η πολιτική της «μη παρενόχλησης» του εργοδότη από την ΠΟΕΔ και της συζήτησης μόνο εκπαιδευτικών θεμάτων είναι μια ακόμα σημαντική αιτία για τη μειονεκτική θέση των λειτουργών της Δημοτικής Εκπαίδευσης.
*ΒΓΓ ΑΚΙΔΑ
Ολόκληρο το άρθρο στο πιο κάτω έγγραφο: