Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις πλήττουν καίρια την αυτονομία του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου


ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΚΕΡΑΥΝΟΥ ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ*

(Τοποθέτηση στη σημερινή (Τρίτη 25 Ιουνίου 2013) συνεδρία της Επιτροπής Παιδείας της Βουλής).

Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, θα ήθελα να διατυπώσω την έντονη ανησυχία μου τόσο για το περιεχόμενο του προτεινόμενου Νομοσχεδίου και την αιτιολόγηση του, όσο και για τον τρόπο προώθησης του. Ως προς το τελευταίο, η προτεινόμενη τροποποίηση έχει κατατεθεί αυτεπάγγελτα από μέλη του Κοινοβουλίου, παρακάμπτοντας την εκτελεστική εξουσία (δηλ. τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Υπουργικό Συμβούλιο, και το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού), χωρίς να προηγηθεί οποιοσδήποτε διάλογος με το Πανεπιστήμιο. Συγκεκριμένα, το Πανεπιστήμιο πληροφορήθηκε για πρώτη φορά την ύπαρξη του θέματος την περασμένη Παρασκευή, όταν έλαβε αιφνιδιαστικά επίσημη πρόσκληση να παραστεί για τη συζήτησή του στη σημερινή συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας. Η απουσία ουσιαστικού διαλόγου, για ένα τόσο σοβαρό θέμα, και η επισπευσμένη και αιφνιδιαστική προώθησή του με άκρως συνοπτικές διαδικασίες, όχι μόνο αποκλίνει από τη θεσμοθετημένη διαδικασία διαβούλευσης που πρεσβεύει η EE, αλλά και εγείρει πολλά ερωτήματα ως προς τη σκοπιμότητά του.

Σχετικά με το περιεχόμενο του προτεινόμενου Νομοσχεδίου και την αιτιολόγησή του, η σχεδόν τριαντάχρονη ακαδημαϊκή μου εμπειρία (University College London, Πανεπιστήμιο Κύπρου, ΤΕΠΑΚ) και μάλιστα σε θέσεις υψηλής διοικητικής ευθύνης, μου επιτρέπει να δηλώσω ευθαρσώς ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις αποτελούν ενέργεια πρωτόγνωρη για τα ακαδημαϊκά δρώμενα της Κύπρου, ενέργεια που πλήττει καίρια την αυτονομία του Πανεπιστημίου. Και τούτο διότι τα πανεπιστήμια είναι αυτόνομα ακαδημαϊκά ιδρύματα και ΟΧΙ ημικρατικοί οργανισμοί που διοικούνται από Διοικητικά Συμβούλια και αποτελούν βραχίονες της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής. Όπως έχω δημόσια αναφέρει πρόσφατα, οι δύο βασικές και αλληλένδετες αρχές που πρέπει να διέπουν τη λειτουργία κάθε πανεπιστημιακού ιδρύματος είναι οι αρχές της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της αυτονομίας. Από αυτές, η ακαδημαϊκή ελευθερία διασφαλίζει την επιστημονική ελευθερία του πανεπιστημιακού ιδρύματος, ενώ η αυτονομία δίνει τη δυνατότητα στο ίδρυμα να διαμορφώσει τη δική του πολιτική διοίκησης. Το διαρχικό σύστημα διοίκησης, Συγκλήτου/Συμβουλίου, των πανεπιστημίων της Κύπρου ενσωματώνει ακριβώς τις δύο αυτές βασικές αρχές, με τα δύο αυτά σώματα να διασφαλίζουν αντίστοιχα την ακαδημαϊκή ελευθερία και την αυτονομία διοίκησης του Πανεπιστημίου. Όσον αφορά στα θεσμικά όργανα του κράτους, αυτά θα πρέπει να συνεχίσουν (όπως το έχουν πράξει μέχρι σήμερα) να διαφυλάττουν και να ενισχύουν την ακαδημαϊκή ελευθερία και αυτονομία των πανεπιστημίων της χώρας, και παράλληλα να αναμένουν από τα ίδια τα πανεπιστήμια να παρέχουν δημόσια λογοδοσία των πεπραγμένων τους, μέσω κατάλληλων εσωτερικών μηχανισμών διαφάνειας και χρηστής διοίκησης.

Είναι απόλυτα αποδεκτό ότι στο Συμβούλιο του Πανεπιστημίου πρέπει να υπάρχει ουσιαστική παρουσία ανεξάρτητων εξωτερικών μελών, τα οποία είθισται να είναι σημαντικές προσωπικότητες του ευρύτερου κοινωνικού χώρου ώστε, μέσω της παρουσίας και δράσης τους, να ενισχύονται οι δεσμοί του Πανεπιστημίου με την κοινωνία. Ωστόσο, η τροποποιητική πρόνοια που προβλέπει ότι «η θητεία των   διορισμένων από το Υπουργικό Συμβούλιο μελών του υφιστάμενου Συμβουλίου του Πανεπιστημίου που ήταν διορισμένα πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, θεωρείται ότι έληξε ένα μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος έχει αναδειχθεί στο αξίωμα αυτό μετά τις τελευταίες γενικές εκλογές» αναπόφευκτα θα θεωρηθεί διεθνώς ως απροκάλυπτη κυβερνητική παρέμβαση στην αυτονομία του Πανεπιστημίου με στόχο τη χειραγώγηση του. Σημειώνεται ότι η Πολιτεία ήδη διαθέτει τους αναγκαίους και ορθολογικά θεσμοθετημένους και πλαισιωμένους μηχανισμούς άσκησης κοινωνικού και οικονομικού ελέγχου του Πανεπιστημίου. Σημειώνεται επίσης ότι το Πανεπιστήμιο ποτέ δεν αρνήθηκε να ανταποκριθεί με επάρκεια σε οποιαδήποτε δημόσια λογοδοσία.

Ακριβώς επειδή ο ρόλος των εξωτερικών μελών του Συμβουλίου δεν είναι η προώθηση οποιασδήποτε κυβερνητικής πολιτικής, ο Νόμος προβλέπει διαφορετικής διάρκειας θητείες για τα εξωτερικά μέλη του πρώτου Συμβουλίου, έτσι ώστε στη συνέχεια να μην ολοκληρώνονται όλων οι θητείες ταυτόχρονα. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η αναγκαία συνοχή. Οι επόμενες θητείες είναι διάρκειας τριών ετών, ενώ η αναγκαία ανανέωση γίνεται με φυσικό τρόπο ως επακόλουθο του περιορισμού των δύο θητειών.

Με βάση τα πιο πάνω, και τις επιπρόσθετες πληροφορίες που δίνω στο Παράρτημα που ακολουθεί, απευθύνω θερμή έκκληση στα μέλη των αρμόδιων Κοινοβουλευτικών Επιτροπών όπως αποσυρθεί το παρόν Νομοσχέδιο. Είμαι σίγουρη ότι όλοι επιθυμούμε τα δημόσια Πανεπιστήμια της Κύπρου να συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία μέσα στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού ακαδημαϊκού γίγνεσθαι.

*Καθηγήτρια, Πρύτανης ΤΕΠΑΚ

Το παράρτημα στο πιο κάτω έγγραφο:  




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










154