Οι ψευδαισθήσεις της οργής…


ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ*

  Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των Παγκύπριων Εξετάσεων στο μάθημα των Νέων Ελληνικών ταρακούνησε όλους/ες και έφερε το εκπαιδευτικό σύστημα αντιμέτωπο με τις ψευδαισθήσεις από τις οποίες διακατέχεται. Και τώρα; Οι γονείς θα φταίξουν τους «ανίκανους» φιλόλογους, οι συνδικαλιστές θα τα ρίξουν στους θεματοθέτες για το δυσνόητο θέμα, οι δημοσιογράφοι θα τα ρίξουν στους βαθμολογητές, οι φιλόλογοι θα τα ρίξουν σεμαθητές/τριες που δεν επιδεικνύουν ενδιαφέρον με αποτέλεσμα να ρίχνουν τον μέσο όρο και το Υπουργείο θα έρθει την επόμενη σχολική χρονιά να βάλει ένα πιο βατό θέμα. Οι μαθητές/τριες θα μάθουν παπαγαλία κάποιους προλόγους, επιλόγους και κάποια επιχειρήματα για διάφορα δοσμένα θέματα και όλοι θα είμαστε ευτυχισμένοι και χαρούμενοι. Θα αυξήσουμε τις ώρες διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας στο ωρολόγιο πρόγραμμα, θα δώσουμε και λίγες ώρες για τη διδασκαλία αρχαίων ελληνικών και θα αναμένουμε «βελτίωση μαθησιακών αποτελεσμάτων», παρακαλώντας ταυτόχρονα να μην έρθουμε τελευταίοι στην Ευρώπη σε διεθνής διαγωνισμούς, όπως το PISA, ώστε να μη ξεκινήσουν πάλι γενικόλογες συζητήσεις από την αρχή. Θα φτιάξουμε και κάποιους δείκτες για να είμαστε σε θέση να αξιολογούμε και να επιρρίπτουμε ευθύνες στους άλλους, ευθύνες πότε στους/στις μαθητές/τριες και πότε στους εκπαιδευτικούς.

Όμως, ποιοι φταίνε τελικά; Δυστυχώς, συνεχίζουμε να ζούμε μέσα στις ψευδαισθήσεις πως το πρόβλημα στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, ειδικά στο μάθημα των Νέων Ελληνικών, επιλύεται με κάποιες σπασμωδικές και χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση αλλαγές, τις οποίες βάζουμε κάτω από την ομπρέλα «εκσυγχρονισμός». Δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς για το γεγονός ότι ξαφνικά ζητήθηκε από μαθητές/τριες να μετατραπούν σε «κριτικά σκεπτόμενα» υποκείμενα, τα οποία διαμορφώθηκαν σε ένα κατεξοχήν εξουσιαστικό περιβάλλον με εποπτεία, πειθαρχία, και έλεγχο (αν θέλουμε να υιοθετήσουμε τις απόψεις του Faucault) από την αυθεντία. Σε ένα περιβάλλον ψευδαισθήσεων με το ίδιο το Υπουργείο να αναπαράγει συγκεκριμένες στάσεις και οπτικές για το τι είναι γλώσσα, γλωσσική διδασκαλία και μάθηση και ταυτόχρονα να διαμορφώνει συγκεκριμένες ταυτότητες για εκπαιδευτικούς και μαθητές/τριες. Σε ένα περιβάλλον, που προκρίνει προσεγγίσεις που επικεντρώνονται στη σχολική τάξη ως ένα στατικό πλαίσιο, με τα παιδιά να συμμετέχουν στις σχολικές πρακτικές ωςαπλοί εκτελεστές γενικών προσταγμάτων και ως αναπαραγωγοίπροδιαμορφωμένων νοημάτων και θέσεων. Παιδιά που δεν έρχονται σχεδόν ποτέ σε διάλογο με την κοινωνία για διάφορα θέματα που τους απασχολούν. Σε ένα περιβάλλονπου η επικέντρωση γίνεται σε ένα και μόνο σχολικό εγχειρίδιο, που μέσα από τις προτεινόμενες δραστηριότητές του δομεί συγκεκριμένους τρόπους τοποθέτησης των μαθητών/τριών απέναντι στα νοήματα των κειμένων, με την απαίτηση μετά αυτά, ως διά μαγείας, μέσα από μια ατομική διαδικασία κριτικής διερεύνησης να γράψουν για «το τέλος των ψευδαισθήσεων».Πώς θα γράψουν; Θέλουμε να αλλάξουμε το σχολείο; Θέλουμε κριτικά εγγράμματους πολίτες; Θέλουμε να αλλάξουμε τη σχολική κουλτούρα; Θέλουμε παιδιά που να μην αναπαράγουν με στατικό τρόπο Λόγους που κυριαρχούν στην κοινωνία, αλλά να διαλέγονται με τους Λόγους αυτούς και να είναι σε θέση να γράφουν για οποιοδήποτε «τέλος των ψευδαισθήσεων»;

Ερωτήματα  πολλά που πρέπει να θέσουμε στους εαυτούς μας. Παρόλα αυτά και παρόλες τις διακηρύξεις για εκσυγχρονισμό το Υπουργείο αναπαράγει μέσω της εκπαιδευτικής του πολιτικής μια συγκεκριμένη οπτική γιατη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος. Ταυτόχρονα, «εκσυγχρονίζει» δήθεν το εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά ηεννοιολόγηση της οργάνωσης του χώρου και του χρόνου συνεχίζει να είναι η ίδια. Συνεχίζει το εκπαιδευτικό σύστημα να εγκλωβίζει τους/τις μαθητές/τριες στο στενό πλαίσιο του σχολικού χώρου και το Υπουργείο να διαβουλεύεται με τον οποιοδήποτε για θέματα αναλυτικών και ωρολογίου προγράμματος, αγνοώντας παντελώς τους μάχιμους εκπαιδευτικούς και τα ίδια τα παιδιά. Θεωρεί πως αν δοθούν λίγες ώρες περισσότερες στα Νέα Ελληνικά και στα Αρχαία, τότε θα έχουμε βελτίωση στα μαθησιακά αποτελέσματα. Λυπάμαι να παρατηρήσω πως το γεγονός αυτό θα έχει αντίθετα αποτελέσματα. Αν θεωρούμε πως το πρόβλημα του εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι οι ώρες διδασκαλίας και η «ύλη», τότε αποτύχαμε παταγωδώς. Δεν μπορείς να λες πως θέλεις βελτίωση μαθησιακών αποτελεσμάτων και κριτικά εγγράμματους πολίτες, όταν δεν αλλάζεις την οπτική σου για το τι είναι σχολείο και τι είναι γνώση. Απλά αγχώνεις περισσότερο τους εκπαιδευτικούς και τους/τις μαθητές/τριες με ύλη, μπροστά σε ένα ωρολόγιο πρόγραμμα που φαίνεται βουνό.

Δεν μπήκαμε ποτέ στη θέση των μαθητών/τριών για το πώς βιώνουν το σχολείο. Ξυπνάνε το πρωί κατά τις 6:30, τους σπρώχνουν για κανένα 15λεπτο οι γονείς τους να σηκωθούν για να ετοιμαστούν για το σχολείο και 7:30 ξεκινούν τα μαθήματά τους. Την πρώτη περίοδο κάνουν γρήγορα ελληνικά με σκοπό να μάθουν τα είδη των επιρρημάτων ή των δευτερευουσών προτάσεων, τη δεύτερη περίοδο θα τρέξουν στο κλειστό για να κάνουν γυμναστική και την τρίτη περίοδο θα κάνουν φυσική στο εργαστήριο για τους νόμους του Νεύτωνα και επειδή δεν προλαβαίνουν να εργαστούν σε ομάδες μέσα σε 45 λεπτά θα μάθουν παπαγαλία το τι είναι η αδράνεια. Την τέταρτη περίοδο θα κάνουν αρχαία ελληνικά με αυξημένες ώρες στο ωρολόγιο πρόγραμμα και θα αρχίσουν να μουρμουρούν, γιατί κάνουν δομιστικού τύπου ασκήσεις. Την πέμπτη περίοδο θακάνουν ξανά ελληνικά για να διαβάσουν ένα ανιαρό κείμενο από το σχολικό εγχειρίδιο με σκοπό να κάνουν περίληψη χωρίς να ξέρουν τον λόγο για τον οποίο γράφουν, την έκτη περίοδο θα κάνουν ιστορία ώστε να μάθουν παπαγαλία τα διάφορα γεγονότα της βυζαντινής περιόδου με τον καθηγητή να ωρύεται για το γεγονός ότι τη βυζαντινή ιστορία την έχουν διδαχθεί άλλες δύο φορές σε δημοτικό και γυμνάσιο και την τελευταία ώρα θα μπει ο καθηγητής γεωγραφίας, ο οποίος δεν προλαβαίνει και θα βάλει τους/τις μαθητές/τριες να κάνουν στο σπίτι ένα project για τα αξιοθέατα της Γαλλίας. Θα σχολάσουν, θα φάνε γρήγορα γρήγορα, γιατί αμέσως μετά έχουν ιδιαίτερα αγγλικά και αφού τελειώσουν θα πάνε και υπολογιστές. Αφού τελειώσουν τους υπολογιστές θα πάνε να κάνουν προπόνηση και όταν τελειώσουν θα έρθουν σπίτι εξουθενωμένοι/ες για να ρωτηθούν από τους γονείς τους αν έχουν τελειώσει τα μαθήματά τους. Ένας μαθητής και μια μαθήτρια που εργάζεται 12-14 ώρες καθημερινά, σε ένα κατεξοχήν εξουσιαστικό περιβάλλον με εποπτεία, πειθαρχία, και έλεγχο, με αποθηκευτικού τύπου λογικές στη διδασκαλία, με εκπαιδευτικούς που εξουθενώνονται από τη λογική του εκπαιδευτικού συστήματος και μαθητές/τριες που δε στάθηκαν ποτέ κριτικά σε Λόγους που διαχέονται στην κοινωνία, πώς αναμένουμε να γράψουν για το «τέλος των ψευδαισθήσεων».

Συνεπώς, το ερώτημα είναι ξεκάθαρο.Θέλουμε μια άλλη εκπαίδευση; Ο «εκσυγχρονισμός» που γίνεται τώρα στο εκπαιδευτικό μας σύστημα οδηγεί στην ψευδαίσθηση πως θα υπάρξει βελτίωση στα μαθησιακά αποτελέσματα των μαθητών/τριών. Δυστυχώς, με τις επιλογές που γίνονται και τις αντιρρήσεις που εκφράστηκαν παλαιότερα με έγγραφα, δεν μπορεί να υπάρξει βελτίωση. Δεν έχει αλλάξει η αντίληψη του συστήματος για το τι είναι γνώση, χώρο και χρόνος στο σχολείο. Φαίνεται ξεκάθαρα πως ο στόχος του εκπαιδευτικού συστήματος δεν είναι ο/η πολίτης ως διανοούμενος/η που μπορεί να «διαβάσει» τον κόσμο, να είναι σε θέση να σταθεί κριτικά απέναντι σε τρόπους θέασης του και να τοποθετηθεί για οποιαδήποτε «ψευδαίσθηση», αλλάο/η πολίτης ως απλός εκτελεστής γενικών προσταγμάτων.

*Eκπαιδευτικός




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










117