Όλη η αλήθεια για την ορθολογική αποκατάσταση δασικών περιοχών μετά από πυρκαγιές


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΚΩΣΤΑ ΚΑΔΗ*  

(Το άρθρο δημοσιεύτηκε το 2007 στη διάρκεια της μεγάλης πυρκαγιάς στο Σαϊττά με την ιδιότητα του Διευθυντή της Μονάδας Διατήρησης της Φύσης του Πανεπιστημίου Frederick)

Τις τελευταίες μέρες, η θλίψη που δημιούργησε η μεγάλη πυρκαγιά σε έναν από τους σημαντικότερους πνεύμονες πρασίνου του τόπου μας, έχει δικαιολογημένα οδηγήσει τους απλούς πολίτες, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης  και τις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους στην αναζήτηση της πιο αποτελεσματικής πρακτικής για την ταχύτερη αποκατάσταση των καμένων δασικών περιοχών.

Η διεθνής επιστημονική κοινότητα που ασχολείται με το θέμα της μεταπυρικής αποκατάστασης μεσογειακών πευκοδασών έχει κατασταλάξει προ πολλού ως προς την πρακτική αυτή. Συγκεκριμένα η επιστημονική έρευνα αλλά και τα δεδομένα από την πρακτική εφαρμογή διαφόρων προσεγγίσεων στο παρελθόν, έχουν αποδείξει ότι ο ασφαλέστερος και αποτελεσματικότερος τρόπος για την εξασφάλιση της αποκατάστασης και αναγέννησης ενός καμένου πευκοδάσους, είναι η διασφάλιση της απρόσκοπτης ανάπτυξης των διεργασιών της φυσικής αναγέννησης και ανάκαμψης του οικοσυστήματος. Με απλούστερα λόγια θα πρέπει να αφήσουμε τη φύση να κάνει τη δουλειά της, όπως την έχει μάθει εδώ και χιλιετίες. Η πρακτική αυτή στηρίζεται σε ένα πολύ απλό δεδομένο. Ότι δηλαδή η φωτιά αποτελεί ‘φυσικό συστατικό’ των Μεσογειακών οικοσυστημάτων και ότι τα οικοσυστήματα αυτά μέσα στις χιλιετίες που πέρασαν έχουν προσαρμοστεί απόλυτα στη φωτιά. Τα φυτικά είδη των Μεσογειακών οικοσυστημάτων διαθέτουν την προσαρμοστική ικανότητα της φυσικής, μεταπυρικής αναγέννησης. Ορισμένα είδη διαθέτουν μηχανισμούς αναβλάστησης (πχ λατζιά, σχοινιά, τριμιθκιά, αντρουκλιά, πλάτανος), ενώ άλλα είδη αναπαράγονται με σπέρματα αμέσως μετά τη φωτιά (πχ πεύκα, ξισταρκές, σπαλαθκιές). Ιδιαίτερα στη δεύτερη περίπτωση, ορισμένα από τα είδη αυτά είναι τόσο καλά προσαρμοσμένα στη φωτιά που τα σπέρματά τους δεν φυτρώνουν παρά μόνο εάν καούν. Η διαπίστωση αυτή έχει τεκμηριωθεί με πολλές εργασίες, οι οποίες μάλιστα δείχνουν ότι στο έδαφος των οικοσυστημάτων αυτών δημιουργούνται «τράπεζες σπερμάτων» με εκατομμύρια σπόρους που συσσωρεύονται μέσα στα χρονικά διαστήματα που μεσολαβούν ανάμεσα σε δύο πυρκαγιές. Οι σπόροι αυτοί δημιουργούν τις λεγόμενες εδαφικές τράπεζες σπερμάτων, οι οποίες ενεργοποιούνται αμέσως μετά τη φωτιά. Ειδικότερα τώρα τα πεύκα, διατηρούν στους κώνους τους (κουκουνάρια, μάππουροι) μεγάλο αριθμό σπερμάτων δημιουργώντας έτσι «υπέργειες τράπεζες σπερμάτων». Η προσαρμογή των ειδών αυτών στη φωτιά έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι με την πυρκαγιά, τα κουκουνάρια ενεργοποιούνται εκτινάσσοντας τους σπόρους τους σε μεγάλη απόσταση, με αποτέλεσμα να αποφεύγουν το κάψιμο και να διασπείρονται σε ασφαλή σημεία. Τα πιο πάνω δεδομένα καταδεικνύουν ότι κάτω από τις στάχτες που έχει αφήσει πίσω της η πυρκαγιά βρίσκεται ένα μεγάλο δυναμικό που είναι έτοιμο με τις πρώτες βροχές να ενεργοποιηθεί, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η διαδικασία της φυσικής αναγέννησης.

Η ανάκαμψη του δάσους ξεκινά με αναβλάστηση (σχεδόν αμέσως μετά τη φωτιά) και ολοκληρώνεται με τη μαζική εμφάνιση νεαρών φυτών από σπόρους, μέσα στην πρώτη βροχερή περίοδο (συνήθως Οκτώβρη – Γενάρη). Η πρώτη μεταπυρική χρονιά είναι λοιπόν εξαιρετικά κρίσιμη. Γι’ αυτό και θεωρείται επιβεβλημένη η μη αλλαγή ‘χρήσης γης’ (landuse) του φυσικού οικοσυστήματος. Σαν γενικός κανόνας, κατά το πρώτο έτος, ιδιαίτερα, αλλά και τα 1-2 επόμενα έτη μετά τη φωτιά πρέπει να αποφεύγεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα στην καμένη έκταση ώστε να μην παρεμποδίζονται οι διεργασίες της φυσικής αναγέννησης και ανάκαμψης του οικοσυστήματος. Οποιαδήποτε διατάραξη του εδάφους, είτε για τη δημιουργία αναβαθμίδων, είτε για το σκάψιμο λάκκων για δεντροφύτευση, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την οριστική διακοπή της φυσικής διαδικασίας αναγέννησης που περιγράφηκε πιο πάνω. Τυχόν υλοτομία ή αντιδιαβρωτικά έργα θα πρέπει να γίνονται επιλεκτικά και σε μικρή κλίμακα, με ήπιες μεθόδους, ύστερα από τεχνική μελέτη και προτού αρχίσει η πρώτη περίοδος των βροχών.

Η ορθότητα της πιο πάνω προσέγγισης έχει αποδειχτεί και στην πράξη, τόσο στον τόπο μας όσο και στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, μετά τις πυρκαγιές που προκάλεσε η τουρκική εισβολή στο δάσος της Πάφου, δημιουργήθηκαν αναβαθμίδες (κρατόνια) για δεντροφύτευση. Το γεγονός αυτός επηρέασε αρνητικά τη διαδικασία φυσικής αναγέννησης. Το αποτέλεσμα της αρνητικής αυτής επίδρασης φαίνεται ξεκάθαρα αν συγκρίνει κανείς περιοχές στις οποίες έγινε δεντροφύτευση και περιοχές στις οποίες η φύση αφέθηκε να αναγεννηθεί από μόνη της. Στη δεύτερη περίπτωση, το αποτέλεσμα τόσο ποιοτικά (αριθμός ειδών που εμφανίζονται) όσο και ποσοτικά (πυκνότητα δασικής βλάστησης) είναι κατά πολύ καλύτερο από τις περιπτώσεις που στις οποίες έγινε τεχνητή δεντροφύτευση.

Η αποτίμηση της φυσικής αναγέννησης μπορεί να γίνει 1-3 χρόνια μετά τη φωτιά, από ειδικούς επιστήμονες, με χρήση κατάλληλων δεικτών που αποτυπώνουν στοιχεία τόσο της δομής όσο και της λειτουργίας των φυσικών οικοσυστημάτων σε συνδυασμό με τοπογραφικά χαρακτηριστικά. Μόνο στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι ο βαθμός της φυσικής αναγέννησης δεν είναι ικανοποιητικός και μετά από μελέτη ειδικών, ενδείκνυνται δραστηριότητες αναδάσωσης. Στην περίπτωση αυτή η ειδική μελέτη θα πρέπει να καθορίζει την έκταση, τον τρόπο και τα λοιπά χαρακτηριστικά της αναδάσωσης που πρέπει να γίνεται με είδη και πολλαπλασιαστικό υλικό της τοπικής χλωρίδας ώστε να διατηρείται η τοπική, γενετική βιοποικιλότητα αλλά και να μην εκτίθεται η υπάρχουσα σε κινδύνους από ξενικά είδη ή ακόμη και από γηγενή είδη διαφορετικής περιοχής εξάπλωσης. Η αναδάσωση δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά τη χρήση μόνο δένδρων αλλά και θάμνων - ίσως και κάποιων ποωδών φυτών. Η δημιουργία φυτωρίων, σε τοπική ή περιφερειακή κλίμακα, με είδη της τοπικής χλωρίδας, θα μπορούσε επομένως να αποτελέσει υψηλής προτεραιότητας δραστηριότητα για τις τοπικές κοινωνίες.

Κάθε είδους μαζική και ανεξέλεγκτη προσπάθεια ‘αποκατάστασης’ των καμένων περιοχών από συλλόγους, ομάδες πολιτών, ΜΜΕ κλπ. είναι επιβλαβής για το καμένο οικοσύστημα. Η αυξημένη περιβαλλοντική ευαισθησία τμημάτων του πληθυσμού μπορεί να διοχετευθεί στην ‘επιτήρηση’ της καμένης περιοχής κατά τα πρώτα μεταπυρικά έτη αλλά και, στις περιπτώσεις που θα κριθούν αναγκαίες, σε ήπιες αναδασωτικές παρεμβάσεις κάτω από τον έλεγχο και τον συντονισμό του Τμήματος Δασών. Σε όλες τις περιπτώσεις θα πρέπει να προηγείται εκπαίδευση των εθελοντών.

Θα πρέπει να επισημανθεί τέλος ότι το Τμήμα Δασών που διαχειρίζεται γενικότερα τις δασικές περιοχές διαθέτει πεπειραμένους επιστήμονες με βαθιά γνώση των σωστών πρακτικών αποκατάστασης αλλά και γνώστες της σύνθεσης της κυπριακής χλωρίδας και βλάστησης. Η σωστή αξιοποίηση των γνώσεων και των εμπειριών των στελεχών αυτών είναι βέβαιο ότι θα λειτουργήσει καταλυτικά προς τον πολυπόθητο στόχο: την γρηγορότερη και πιο αποτελεσματική αποκατάσταση του δασικού οικοσυστήματος στην περιοχή του Τρόοδους.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










233