Ολίγα περί φιλολογικών…


ΤΗΣ ΝΑΤΑΛΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ*

Τις τελευταίες μέρες τα άρθρα εναντίον της εισήγησης του ΥΠΠ για το νέο ωρολόγιο πρόγραμμα στη Μέση Εκπαίδευση εμφανίζονται υπό μορφή βομβαρδισμού. Τα περισσότερα έχουν να κάνουν με τις απώλειες διδακτικών - άρα και εργάσιμων - ωρών σε συγκεκριμένους κλάδους, ενώ πολλοί από τους αρθρογράφους μπαίνουν στη διαδικασία να μετρούν τα κουκιά των υπολοίπων με αιχμές για προνομιακή μεταχείριση συγκεκριμένων ειδικοτήτων, μια εκ των οποίων είναι καιοι φιλόλογοι.Με δεδομένη την κυριαρχούσα αυτή αίσθηση ότι ο συγκεκριμένος κλάδος πέτυχε όσα επιθυμούσε, θα ήθελα να αναφέρω κάποια συγκεκριμένα σημείασε σχέση μετα φιλολογικά μαθήματα, όχι υπό το πρίσμα των συμφερόντων του κλάδου, αλλά λαμβάνοντας υπόψιν κυρίως την ωφέλεια των μαθητών:

1)    Η απόφαση για τα Αρχαία Ελληνικά λήφθηκε με δεδομένο ότι η μεθοδολογία διδασκαλίας του μαθήματος επανέρχεται στην παλαιότερη μεθοδολογικά παρωχημένη μορφή της – κατά γενική ομολογία όλων των εμπλεκομένων στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια η οποία ξεκίνησε το 2007, ακόμη και του ίδιου του Π.Ι. της Ελλάδας. Αυτή συνίσταται στην αποστήθιση της γραμματικής και του συντακτικού με τη βοήθεια ασκήσεων και παραβλέπει σχεδόν ολοκληρωτικά τη διάσταση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού μέσα από την ΑΜΕΣΗ επαφή με την αρχαία ελληνική λογοτεχνία, μια εξαιρετικά σημαντική διάσταση η οποία στην ουσία αιτιολογεί από μόνη της την ανάγκη επαφής με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί, πως είναι θαυμαστή (με την αρχαία έννοια, αυτήτης απορίας) η απόσυρσητων εγχειριδίων που δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο του ουσιαστικά ανατραπέντος Αναλυτικού Προγράμματος που συστάθηκε στα πλαίσια της μεταρρύθμισης. Τα εγχειρίδια αυτά αναιρούσαν την παλαιότερηπαρωχημένη μεθοδολογία, αφού ήταν ενταγμένα στα γραμματειακά τους είδη, την εποχή και τη γλωσσική τους μορφή και προσεγγίζονταν μέσα από τη συνεξέταση μορφής και περιεχομένου με το βάρος να δίνεται στο ίδιο το κείμενο. Μέσα από την επαγωγική διερεύνηση της μορφολογίας σε συνδυασμό με όσα είχε να προσφέρει το κείμενο ως λογοτεχνία και ως έκφραση πολιτισμού, το μάθημα γινόταν ελκυστικό και προσιτό στους μαθητές.

Αντίθετα, ηαποκλειστική ενασχόληση με τη μορφολογία της γλώσσας ήταν και είναι υπεύθυνη για την απαξίωση που υφίσταται το μάθημα από τους μαθητές και για την παντελή έλλειψη δεξιοτήτων που έχουν να κάνουν με την αρχαία ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία. Στη διεξοδική εξέταση της μορφολογίας προστίθεται και ένα αρχαίο ελληνικό κείμενο, ξεκομμένο από το πλαίσιο της λογοτεχνικής του συνάφειας, σκοπός του οποίου είναι, εκτός από την αποστήθιση για σκοπούς αξιολόγησης, κυρίως να παρουσιάσει τα προς εξέταση μορφολογικά φαινόμενα και όχι να φέρει σε επαφή τους μαθητές με το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, τον συγγραφέα και τη εποχή του. Η άμαξα μπροστά από τα άλογα.

Αποτέλεσμα της αύξησης ωρών με βάση αυτά τα δεδομένα θα είναι οι μαθητές να αντιδρούν ακόμα πιο αρνητικά απέναντι στο μάθημα, γεγονός που πιθανότατα θα έχει αντίκτυπο στις μετέπειτα επιλογές τους στο λύκειο, όπως είδαμε να συμβαίνει και στο ισχύον σύστημα (να θυμίσω ότι στο σύστημα των κλάδων που ίσχυε μέχρι και το 2000 δεν υπήρχε η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο γυμνάσιο και οι μαθητές που επέλεγαν την κλασική κατεύθυνση είχαν διδαχθεί προηγουμένως μόνο αρχαία ελληνική λογοτεχνία από μετάφραση, ένα σαφώς ελκυστικότερο μάθημα). Εκτός κι αν ελπίζουμε οι μαθητές να υποχρεώνονται «να υποστούν» την κατεύθυνση των αρχαίων για χάρη των ακαδημαϊκών τους στόχων. Αν ισχύσει κάτι τέτοιο θα έχουμε θυσιάσει την καλλιέργεια της κλασικής παιδείας στον βωμό των επαγγελματικών μας συμφερόντων, αφού ο «καταναγκασμός» θα τερματίζεται με την πρώτη ευκαιρία και θα αφήνει το στίγμα του στις μετέπειτα επιλογές των νέων.

2)    Εξίσου δυσοίωνη είναι και η εξέλιξη για το μάθημα της Ιστορίας στο οποίο προτείνεται αναδιανομή που θυμίζει κάπως το «σπασ’ τα και ξαναρίχ’ τα» (από 3-2-2-3  οι περίοδοι του μαθήματος σε γυμνάσιο και α΄ λυκείου μετατράπηκαν σε 2-3-3-2). Είναι γεγονός ότι το 2-3-3 δοκιμάστηκε τα τελευταία χρόνια στα πιλοτικά γυμνάσια με το πλεονέκτημα ότι το πολύπαθο αυτό μάθημα ενισχυόταν κατά μια περίοδο. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για να λυθεί ο σημαντικότερος γόρδιος δεσμός του αντικειμένου που είναι ο όγκος του διδακτέου (δεδομένος εξαιτίας της τεράστιας χρονικής έκτασης των γεγονότων που εξετάζονται), λόγω της οποίας αφαιρείταιαπό τον διδάσκοντα η δυνατότητα να εστιάσει στις ιστορικές δεξιότητες και εξαναγκάζεται να καταφεύγει στην παραδοσιακή διαδικασία της απομνημόνευσης ιστορικών δεδομένων. Από την άλλη, η «μείωση της ύλης» προσκρούει σε βασικές αρχές της ιστορικής επιστήμης, όπως αυτήν της ιστορικής συνέχειας. Δε νοείται να αφαιρούνται ιστορικές περίοδοι ή ιστορικά γεγονότα, αφού αυτά προϋποτίθενται για τα επόμενα. Μόνη επιστημονικά αποδεκτή ριζική λύση του προβλήματος θα ήταν η εγκατάλειψη της γραμμικής θεώρησης της ιστορίας και η υιοθέτηση της θεματικής (η πρόταση είχε ήδη τεθεί ως σκέψη για το Λύκειο), η οποία προσφέρει στο διδακτικό αντικείμενο μεγαλύτερη ελαστικότητα ως προς το τι και πόσο διερευνάται το ιστορικό γεγονός ευνοώντας την επικέντρωση στο πώς διερευνάται. Δυστυχώς η λύση αυτή δεν τίθεται πια προς συζήτηση.  

Η αποδυνάμωση του μαθήματος στην Α΄ Γυμνασίου αφαιρεί πολύτιμο χρόνο από την δύσκολη προσπάθεια που έχουν μπροστά τους οι εκπαιδευτικοί να θέσουν τις βάσεις για την καλλιέργεια βασικών ιστορικών δεξιοτήτων στους μαθητές, όπως την εξέταση των πηγών, την ιστορική διερεύνηση, την κριτική προσέγγιση, την αξιολόγηση των ιστορικών δεδομένων. Οι δεξιότητες αυτές είναι η βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός κριτικά σκεπτόμενου και ενεργού πολίτη, που θεωρείται ένας από τους στόχους της κυπριακής παιδείας.

Το αντίδοτο σε αυτή τη δυσκολία που θα εμφανιστεί θα είναι προφανώς η μεταφορά αρκετών ιστορικών περιόδων στην ύλη της Β΄ Γυμνασίου με αποτέλεσμα να δημιουργείται πρακτικό πρόβλημα με τα εγχειρίδια που θα είναι κοινά και στις δύο τάξεις, αλλά κυρίως δε θα λύνεται το βασικό προαναφερθέν ζήτημα του τεράστιου όγκου δεδομένων προς διδασκαλία.

Αντίστοιχα στο Λύκειο, όπου ο ρυθμός διδασκαλίας του μαθήματος είναι ήδη εξουθενωτικά γρήγορος και πάλι λόγω της μεγάλης έκτασης των προς εξέταση ιστορικών περιόδων(Νεολιθική έως Ρωμαϊκή Εποχή), η αφαίρεση μιας διδακτικής περιόδου από τον κοινό κορμό μόνο ατυχής μπορεί να χαρακτηριστεί.

Με τα δεδομένα αυτά θα φαινόταν, επομένως, πολύ πιο ρεαλιστική και βοηθητική για το έργο του φιλολόγου η ενίσχυση του μαθήματος της Ιστορίας αντί των Αρχαίων Ελληνικών. Και αφού οι υπεύθυνοι επικαλούνται γενικά τους μέσους όρους στην Ε.Ε. για τα ποσοστά διδασκαλίας των αντικειμένων σε εβδομαδιαία βάση, να θυμίσω ότι το μάθημα της Ιστορίας μετά την πρόταση του ΥΠΠ θα εξακολουθήσει να υστερεί κατά πολύ του μέσου όρου της Ε.Ε.

Αν υπάρχει πραγματικά στόχευση προς την κατεύθυνση της βελτίωσης του παρόντος συστήματος, το οποίο κατά γενική ομολογία παρουσιάζει μεγάλα λειτουργικά προβλήματα, θα πρέπει μέσα από συλλογικό διάλογο με όλους τους επηρεαζόμενους να εντοπιστούν αρχικά τα αίτια της αποτυχίας και να γίνουν διορθωτικές κινήσεις που δεν είναι απαραιτήτως πάντοτε ποσοτικές, αλλά κυρίως ποιοτικές.

*Φιλόλογος




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










124