ΤΗΣ ΑΛΕΞΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ*
Καταρχάς να πω ότι η τοποθέτηση του άρθρου της Ρένας Χόπλαρου (Πολίτης, 11/8/13) στη στήλη «Αυτονόητα» είναι μάλλον ατυχής γιατί το πολυσύνθετο θέμα το οποίο πραγματεύεται προφανώς δεν είναι και τόσο «αυτονόητο.»
Αν και πιστώνω τη συνάδελφο εκπαιδευτικό με την καλή πρόθεση να ανοίξει ένα γενικότερο διάλογο στα κακώς έχοντα της δημόσιας παιδείας στον τόπο ή και πιθανώς να προσεγγίσει με άλλο φακό το όλο θέμα της αντιπαράθεσης Βουλής-Πανεπιστημίων, εντούτοις εγκλωβίζει τον εαυτό της στην παράθεση φαινομενικά αντικειμενικών αλλά τελικά πολύ προβληματικών στατιστικών στοιχείων που αφαιρούν την πειστικότητα από τα επιχειρήματα της.
Παρέμβαση για τη σύγκριση των μισθών των ακαδημαϊκών με άλλες ομάδες της δημόσιας (πχ. καθηγητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) ή της ευρύτερης δημόσιας υπηρεσίας (πχ. δικαστές) έχει ήδη γίνει από το τον καθηγητή Ραφτόπουλο άρα δεν χρειάζεται να επικεντρωθώ στο σημείο αυτό. Θα εστιάσω την προσοχή μου στον πίνακα που χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα γιατί αυτός παρουσιάζεται ως «ο πιο έγκυρος και ο πιο πρόσφατος» (υπόψη του αναγνώστη, ο οποίος προέρχεται από μια μη δημοσιευμένη διπλωματική εργασία) ενώ πολύ πιο έγκυρες, έμπιστες και διεθνείς πηγές θα ήταν ασφαλώς καταλληλότερες (πχ. οι ιστοσελίδες των Times Higher Education, European University Institute, Inside Higher Education, University World News, academics.com, κ.λπ). Δεν είναι σκοπός μου να παραθέσω τα στοιχεία αυτά γιατί μια σοβαρή, εμπεριστατωμένη και αντικειμενική μελέτη των στοιχείων θα έπαιρνε αρκετό καιρό για να θεωρηθεί αξιόπιστη. Θα παραθέσω όμως τα προβλήματα με το δημοσιευμένο πίνακα έτσι ώστε οποιοσδήποτε και οποιαδήποτε αναγνώστης και αναγνώστρια να μπορούν να επεξεργαστούν και τους αριθμούς που παρατίθενται αλλά και αυτούς που μπορεί να βρουν εύκολα σε άλλους ιστότοπους. Εξάλλου, όπως λέμε και στο εισαγωγικό μας μάθημα στη Στατιστική, είναι πολύ εύκολο να παραπλανήσει κανείς την κοινή γνώμη με αριθμούς και πρέπει να «εμβολιαστούμε» κοινωνικά έναντι σε αυτό (συχνά συνδέουμε, λανθασμένα, τους αριθμούς με την επιστημονική αντικειμενικότητα και την Αλήθεια).
Και επειδή γνωρίζω ότι η συγγραφέας είναι ανοικτή σε συζήτηση, ζητώντας μάλιστα στο ίδιο το άρθρο να της γνωστοποιηθούν οποιεσδήποτε άλλες πηγές ή στοιχεία, παραθέτω τα ακόλουθα:
Επιπλέον, ακόμη και αν γίνει πιο σωστή παράθεση των πιο πάνω στοιχείων και συγκριθούν όμοιοι οργανισμοί ή έστω παρατεθεί ο μέσος όρος των απολαβών στα δημόσια πανεπιστήμια μιας χώρας, υπάρχουν και οι παρακάτω ελλείψεις:
Είναι κρίμα η δημόσια γνώμη και ο διάλογος γύρω από κάποια καίρια ζητήματα να αποπροσανατολίζονται με λανθασμένα ή μη επαρκή αριθμητικά στοιχεία, ειδικά σε μια εποχή που συγκεκριμένες ισχυρές κοινωνικές ομάδες φαίνεται να θέλουν να αποσιωπήσουν οποιαδήποτε διερεύνηση των πραγματικών προβλημάτων που ταλαιπωρούν τον τόπο. Μου κάνει εντύπωση, για παράδειγμα, ότι ενώ στα έντυπα μέσα έχουμε διαβάσει πάμπολλες φορές για μισθούς τραπεζικών υπαλλήλων που υπερβαίνουν τις 6, 8 ή ακόμη και 10 χιλιάδες ευρώ, κανείς δεν ασχολήθηκε με το θέμα αυτό, ενώ οι μισθοί των πανεπιστημιακών έγινε μείζον ζήτημα και μάλιστα τίθεται εμφαντικά κάτω από το ερώτημα «αν είναι οι πανεπιστημιακοί που κατάστρεψαν τη χώρα»! Και ενώ σε καμιά άλλη δημοκρατική χώρα οι μισθοί των ακαδημαϊκών δεν γίνονται ποτέ πρωτοσέλιδο, στην Κύπρο της ισοπέδωσης αυτό φαίνεται να πουλά! Στις ΗΠΑ, οι πιο πολλοί καθηγητές του Χάρβαρντ αμείβονται περισσότερα από τον Ομπάμα. Στη Γερμανία και στην Αγγλία, αρκετοί αμείβονται περισσότερα από τους πρωθυπουργούς των χωρών αυτών και πολλοί περισσότερα από τους βουλευτές. Δεν κρίνω κατά πόσο αυτό είναι σωστό ή όχι, αλλά στις χώρες όπου η αξία της έρευνας και της γνώσης όχι μόνο δεν αμφισβητείται αλλά θεωρείται και ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ τρόπος αειφόρου οικονομικής ανάπτυξης, πίνακες όπως αυτό που βλέπουμε στο άρθρο δεν θα σήμαιναν τίποτα (ακόμη και αν ήταν ορθοί). Γιατί οι χώρες αυτές έχουν καταλάβει ότι μόνο τα δυνατά πανεπιστήμια μπορούν να δημιουργήσουν μια δυνατή οικονομία.
Τέλος, σαν σχόλιο στο γενικότερο άρθρο πέρα από τον προβληματικό πίνακα, η κατηγορία ότι το Πανεπιστήμιο δεν κάνει αυτοκριτική δεν ευσταθεί— και δεν αναλύω καν το ότι η ίδια η ερμηνεία της λέξης συνεπάγεται ότι δεν είναι δημόσια η κριτική αυτή, άρα και να γίνεται γιατί να το γνωρίζει η αρθρογράφος. Το παράδειγμα που αναφέρεται είναι ότι δεν έχουμε συζητήσει τον τρόπο που διεξάγονται οι πρυτανικές εκλογές οι οποίες εν μέρει επηρεάζονται από τις φοιτητικές παρατάξεις. Μα δεν είναι οι πανεπιστημιακοί που χειροκροτούν κάτι τέτοιο— μάλιστα υπάρχει μεγάλη συζήτηση εντός Πανεπιστημίου για το θέμα αυτό όπως και για τον καταλληλότερο τρόπο εκλογής η διορισμού της πρυτανείας— αλλά τα ίδια τα κόμματα που απεγνωσμένα θέλουν να ελέγχουν το πανεπιστήμιο μέσω των φοιτητικών παρατάξεων!
Και όσο για την κοινωνική αλληλεγγύη που επικαλείται και η αρθρογράφος αλλά και άλλοι δημοσιογράφοι, μου κάνει πραγματικά εντύπωση το γεγονός ότι κανείς μα κανείς δεν φαίνεται να θυμάται— πόσο μάλλον να αναφέρει— την εκούσια και αυτόβουλη αποκοπή του Πανεπιστημίου πριν δυο χρόνια, της τάξης του 10% των μισθών. Σήμερα για τους τακτικούς καθηγητές, η αποκοπή αυτή είναι της τάξης του 30+ τοις εκατόν, πολύ ψηλότερη από οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ομάδα του δημόσιου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα. Άρα το θέμα της «διαφορετικής μεταχείρισης» υπάρχει αν και με τον αντίθετο τρόπο από ότι νομίζει η αρθρογράφος.
Το θέμα λοιπόν σε όλη αυτή τη συζήτηση δεν είναι πόσο αμείβεται ο οποιοσδήποτε καθηγητής ή καθηγήτρια (που παρεμπιπτόντως το ότι δημοσιεύονται ονόματα ατόμων που δεν έχουν δώσει συγκατάθεση για αυτή τη δημοσίευση είναι αντιδεοντολογικό) --και όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα στον τύπο πολλοί πανεπιστημιακοί, η αντίδραση δεν ήταν ΠΟΤΕ αντίδραση για τη μείωση των απολαβών, που ούτως ή άλλως ακολουθεί τη γενική μείωση του κρατικού μισθολογίου, όποτε αποφασίζεται. Η αντίδραση μας, όπως και η αντίδραση μου σε αυτό το άρθρο, εστιάζεται στον αποπροσανατολισμό που (εσκεμμένα;) διοχετεύεται στο κοινό για να αποσυμπιέζει την όποια κριτική αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων της χώρας. Είναι τόσο μα τόσο πιο εύκολο να μιλούμε για το μισθό του Α ή του Β αντί να μιλούμε για τη διαφθορά που μαστίζει το φάσμα της κομματικής ζωής, την προχειρότητα του νομοθετικού σώματος και τις ελλιπείς δικαστικές αποφάσεις.
*Επίκουρη Καθηγήτρια
Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Δημόσιας Διοίκησης
Πανεπιστήμιο Κύπρου