Ότε κατήλθες προς το θάνατο…


ΤOY ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΙΚΕΛΛΙΔΗ*

Σάββατο της Ανάστασης. Πρωί πρωί βρέθηκε σε περίοπτη θέση στην εκκλησία. Τα πρώτα στασίδια ήταν όλα κρατημένα από νέους του χωριού. Ήταν η μοναδική μέρα του χρόνου που οι νέοι ξεχνούσαν ευγένειες κι ότι άλλο αφορούσε τους πρεσβύτερους του χωριού και φρόντιζαν οι ίδιοι να καταλαμβάνουν θέσεις μάχης. Περίμεναν με ανυπομονησία να ακούσουν σε ήχο βαρύ το Ανάστα ο Θεός, κρίνων τοις έθνεσι… Τότε ήταν που γινόταν σεισμός στην εκκλησία του χωριού. Τα μαύρα έπεφταν απ τις εικόνες, τα στασίδια κτυπούσαν σαν δαιμονισμένα, εξαπτέρυγα και λάβαρα στα χέρια εφήβων έκοβαν βόλτες στο ναό, ξοπίσω ο ιερέας, με πρόσωπο φωτισμένο, ξαναμμένο, κατακκόκκινο να σκορπίζει θριαμβευτικά βάια και μυρσίνες κι οι πιστοί εκστασιασμένοι να επαναλαμβάνουν μαζί με τους ψάλτες το εγερτήριο άγγελμα της Ανάστασης του Κυρίου. «Ανάστα ο Θεός, κρίνον την γην, ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι».

Αυτές τις στιγμές, αυτές τις μοναδικές εμπειρίες στην εκκλησία του χωριού του το σαββατιάτικο πρωινό της πρώτης, της κρυφής Ανάστασης του Κυρίου, δεν μπορούσε να τις αλλάξει με καμιά άλλη στιγμή στα εκκλησιαστικά δρώμενα που συμμετείχε. Πολλές φορές έπιανε τον εαυτό του να χαίρεται μονάχα με τη σκέψη αυτού του τόσο ξεχωριστού πρωινού.

Έτσι, κι εκείνο το Μεγάλο Σάββατο βρέθηκε γεμάτος χαρά και αλλόκοτη προσμονή στην εκκλησία που βαφτίστηκε, που εξομολογήθηκε τόσες φορές, που κοινώνησε, που αποχαιρέτησε τον αγαπημένο του παππού, που επανειλημμένα ντύθηκε παπαδάκι… Εκεί, για να ζήσει άλλη μια χρονιά την πιο πανηγυρική λειτουργία, με τον θρίαμβο της ζωής επί του θανάτου να αποτυπώνεται  στις λαΐκές εκδηλώσεις εντός του ναού που θύμιζαν θριαμβολογίες σε κοσμικά γεγονότα.

Κι ήταν μια πολύ γιορταστική λειτουργία, μια πανδαισία χαράς και αλλόκοτης ψυχικής ανάτασης. Και αυτό το πρωινό, όπως και κάθε χρόνο μετά την πρώτη αυτή Ανάσταση του Κυρίου διερωτάτο πώς και γιατί δεν έπρεπε ακόμη να δοκιμάσει τις μυρωδάτες φλαούνες της μάνας του που μοσχοβολούσαν και προκαλούσαν μια βασανιστική αναμονή. Αφού ο Κύριος Αναστήθηκε! Κι ακόμη είχε κοινωνήσει μετά από σαράντα μέρες νηστείας. Τι εξυπηρετούσε να καμώνονται οι χριστιανοί πως δεν γνώριζαν ότι ο Χριστός Αναστήθηκε; Αλλά αυτό ήταν αδιαπραγμάτευτο. Χωρίς να ακούσουν τον «Καλό Λόγο» ούτε φλαούνα ούτε κόκκινο αβγό ούτε κοκορέτσι και μαγειρίτσα νοούνταν.  

Το υπόλοιπο της μέρας κυλούσε με λίγο τάβλι ή μπιλιάρδο στο σύλλογο ή με παρέα στο mall που άνοιξε στο κέντρο της τουριστικής περιοχής εδώ κι ένα χρόνο και τραβούσε χιλιάδες επισκέπτες. Ειδικά τώρα τις γιορτές στα εμπορικά καταστήματα εκεί γινόταν το αδιαχώρητο. Γύρω στις πέντε το απόγευμα αποφάσισε να πάει με το αυτοκίνητό του στη διπλανή πόλη, κάπου εβδομήντα χιλιόμετρα, να συναντήσει ένα συνάδελφο για να του παραδώσει κάποια έγγραφα της δουλειάς να μην εκκρεμούν καθώς Κυριακή του Πάσχα βράδυ θα κανε ένα ταξίδι αστραπή στην Αθήνα που τόσο αγαπούσε. Κι ιδιαίτερα αγαπούσε  το Πάσχα στο κλεινόν άστυ, καθώς σμίγοντας με τα ξαδέλφια του που χρόνια ζούσαν εκεί, έκαναν γλέντι καθαρά ελληνικό, με τον οβελία να ‘χει την τιμητική του.

Προγραμμάτιζε να γυρίσει απ’ το ταξίδι στη διπλανή πόλη χωρίς χρονοτριβή.  Γύρω στις εννιά θα ήταν στο προαύλιο της εκκλησίας για το άναμμα της λαμπρατζιάς.

Η επίσκεψη στη γειτονική πόλη κράτησε περισσότερο από ότι υπολόγιζε. Πέρα από τον συνάδελφο με τον οποίο είχε συνάντηση κι άλλοι συνάδελφοι ήλθαν και τον βρήκαν στο καφέ που καθόταν και η δύναμη της παρέας τον παρέσυρε. Έφυγε για την επαρχία του γύρω στις δέκα. Στεναχωριόταν βέβαια που έλειπε όταν άναβαν τα ξύλα για το έθιμο, αλλά παρηγοριόταν που θα ΄φτανε τουλάχιστον κατά τις έντεκα και θα ΄νιωθε έστω και λίγο τη θαλπωρή της φωτιάς, το κάψιμο του Ιούδα, τις κροτίδες που θα έκαναν πολλούς να τινάζονται από φόβο…

 Πέρασε τη σήραγγα στον αυτοκινητόδρομο. Η ώρα είχε πάει δέκα και είκοσι. Έτρεχε γύρω στα 100 χιλιόμετρα. Ποτέ δεν ήταν το δυνατό του σημείο η ταχύτητα. Ήταν από εκείνους που πίστευαν στο σλόγκαν «πάω αργά για να φτάσω γρήγορα». Σκεφτόταν όλα όσα θα ζούσε σε λίγο, γνωστές, αγαπημένες συνήθειες που έδιναν ένα διαφορετικό τόνο στη ζωή του, όπως και στη ζωή όλων των συγχωριανών του. Αγαπούσε αυτές τις καθεχρονικές ρουτίνες. Ήταν τα έθιμα του τόπου του, οι παραδόσεις που έμαθε να κρατά και να τιμά. Αυτά όλα που ένωναν τους ανθρώπους, που χαρακτήριζαν τον λαό του τόπου του. Η λαμπρατζιά, τα κόκκινα αβγά, οι ασπασμοί στην αυλή της εκκλησίας που συνοδεύουν τα «Χριστός Ανέστη», τα παιχνίδια το Πάσχα, τα φωτεινά πρόσωπα την ημέρα της Λαμπρής, το σουβλιστό αρνί… όλα μικρά κι αγαπημένα έθιμα των ημερών…

Βγήκε από τη σήραγγα, πήρε τη στροφή στον αυτοκινητόδρομο και ξαφνικά σαν να συνήλθε από λήθαργο. Μπροστά του είδε ένα αυτοκίνητο να έρχεται κατά πάνω του με μεγάλη ταχύτητα. Μα πώς βρέθηκε στη δική του λωρίδα;  Όνειρο; Πραγματικότητα; Ασυναίσθητα έστριψε το τιμόνι αριστερά ρίχνοντας το αυτοκίνητο στο πλάι του αυτοκινητόδρομου. Το μεθυσμένο αμάξι πέρασε ακριβώς δίπλα του. Εκείνος αγωνιζόταν να επαναφέρει το δικό του στο οδόστρωμα. Φευ! Μάταιος κόπος. Το αυτοκίνητο έμοιαζε ακυβέρνητο, καθώς με το απότομο πέσιμο από το οδόστρωμα στο πλάι, το μπροστινό αριστερό λάστιχο κλάταρε κι έκανε την ζογκλώδη προσπάθεια επαναφοράς του οχήματος να μοιάζει με πράξη απελπισίας. Πότε πρόλαβε κι είδε μπρος στα μάτια του τη μάνα του, τη φωτιά στην αυλή της εκκλησίας να ανεβαίνει κι όλο να ανεβαίνει, τις φλόγες να ξεπερνούν σε ύψος το καμπαναριό κι ανάμεσά τους να ξεχωρίζει θριαμβευτής  Εκείνος,  με το λάβαρο της νίκης της ζωής επί του θανάτου στο χέρι, με τ’ άλλο του χέρι να ευλογεί τον κόσμο, να ευλογεί κι εκείνον τον αμαρτωλό.

Ο χρόνος σταμάτησε. Άνοιξε τα μάτια. Πού βρισκόταν; Τι έγινε; Πώς βρέθηκε σ’ έναν άγνωστο γι αυτόν περιβάλλον; «Χριστός Ανέστη», του είπε χαμογελώντας ένας λευκός άγγελος. Είδες που γίνονται θαύματα στις μέρες μας; Από ένα αυτοκίνητο φυσαρμόνικα σε φέρανε εδώ στο νοσοκομείο με μερικές γρατζουνιές, με κάποιους μώλωπες, ε και λίγο σοκαρισμένο! Είχες πολλές ευχές...

 Έκλεισε τα μάτια. Τον είδε και πάλι. Νικητή, θριαμβευτή. Το ξέρει. Ήταν βέβαιος. «Ότε κατήλθες προς τον θάνατο, η ζωή η αθάνατος, τότε τον Άδην ενέκρωσας τη αστραπή της Θεότητος, ότε δε και τους τεθνεώτας εκ των καταχθονίων ανέστησας. Πάσαι αι δυνάμεις των επουρανίων εκραύγαζον:  Ζωοδότα Χριστέ ο Θεός ημών, δόξα σοι».

Μειδίασε γλυκόπικρα. «Αληθώς Ανέστη»!

*Εκπαιδευτικός

Από το βιβλίο του «Κάποτε το Πάσχα».




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










410