Παιδεία - Γλώσσα – Μεταρρύθμιση. Απάντηση στον Ανδρέα Παναγίδη


ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΑΣ ΚΕΝΤΗ*

Θα ήθελα να καταθέσω και να αντιπαραθέσω  προσωπικές παρατηρήσεις στα γραφόμενα από τον φίλτατο συνάδελφο Ανδρέα Παναγίδη: (ΣΣ Paideia-News: Για σκοπούς δεοντολογίας αναδημοσιεύεται σε έγγραφο στο τέλος και το άρθρο του Ανδρέα Παναγίδη)

Παρά τις γενικές και επιστημονικές παραδοχές, η προσωπική μου εμπειρία και κρίση στα της εκπαίδευσης αλλά και η  τριβή με τα πολιτικά ζητήματα παιδιόθεν, μου επιτρέπει να έχω διαφορετική θεώρηση. Δεν διαφωνώ ότι όσοι σχεδιάζουν αλλαγές έχουν κάποιους στόχους φυσικά.  Η  εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με «κορυφαίο του χορού» τον Τσιάκαλο - και προηγουμένως τον Καζαμία και την έκθεσή του (το μίασμα της κυπριακής εκπαίδευσης ήταν κατά την έκθεση κυρίως η ελληνοκεντρικότητά της)- τροχιοδρομήθηκε  εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον.  Προηγούμενες  αλλαγές στην παιδεία και τα γλωσσικά ζητήματα κινούνταν πάνω στο ίδιο μήκος και κατ’ αναλογίαν προς τις μητροπολιτικές αριστερίστικες ή λεγόμενες προοδευτικές «καινοτομίες»,  που , σύμφωνα με την επισήμανση του ακαδημαϊκού Κουνάδη,  «κάθε φορά που γινόταν και μία μεταρρύθμιση ήταν κι ένα πλήγμα στη γλώσσα». Αποκορύφωμα της ενθουσιώδους καινοτομικής διάθεσης και προοδευτικότητας υπήρξε κατά μία εποχή η κατάργηση από το γυμνάσιο των Αρχαίων Ελληνικών και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ενώ τα βασικότερα μαθήματα θυσιάζονταν με μείωση ωρών, για να εισαχθούν άλλα κατά τις επιταγές της οικονομίας  και των παγκόσμιων τεχνολογικών εξελίξεων. Το αποτέλεσμα λοιπόν σε λιγότερο από δεκαετία και σε συνδυασμό με άλλες παραμέτρους-εκ των οποίων μία ήταν/είναι η  παγκοσμιοποίηση και οι συνέπειές της- ήταν φοβερό! Όχι μόνο αυξήθηκε ο αναλφαβητισμός αλλά κατέβηκε συγχρόνως και ο πήχυς των απαιτήσεων και των διαγνώσεων (δεξιότητες αντί της μόρφωσης). 

Επιπρόσθετα, η αλλαγή  του τρόπου αξιολόγησης των μαθητών και η κατάργηση της αριθμητικής βαθμολογίας συγκάλυψε την απίστευτα αρνητική εξέλιξη (αριστεύει σχεδόν το 25% των μαθητών,  στρογγυλοποιήσεις προς τα άνω).  Σε  προοπτική λοιπόν 15 χρόνων- μετά την μέχρι προ τινός (;) τσακαλική μεταρρύθμιση, εφόσον και το έδαφος  ήταν ήδη έτοιμο από καιρό από νεοκυπριακούς παράγοντες που συσχέτισαν προώθηση μιας λύσης του κυπριακού  σε ένα κοινωνικό μόρφωμα χωρίς έντονες εθνικές αντιστάσεις - μπορούμε εύκολα να διανοηθούμε τον πολιτισμικό συρφετό να υποκαθιστά  την  πολιτισμική παράδοση του  κυπριακού ελληνισμού. Και μία «διάλεκτο»-  βιασμένη με ασχετοσύνη  (π.χ. το θέκκιου θεωρείται τύπος της κυπριακής διαλέκτου!)- που στοχεύει στην αναγωγή της σε γλωσσική ποικιλία, ισότιμη -στο φιλόδοξο πλάνο των «μεταρρυθμιστών» - της πανελλήνιας κοινής.

Δευτερευόντως, θα διαφωνήσω έντονα με τη θέση ότι οι νέες πραγματικότητες  επιβάλλεται να καθορίζουν πολιτική προσαρμογής σ’ αυτές, ιδίως όταν οι εξελίξεις που επέρχονται επιβαρύνουν την υφιστάμενη «πραγματικότητα», η οποία συμπυκνώνει τον  πολιτισμό αιώνων . Ποιος ορθολογισμός και ποία δικαιοσύνη έχει καταστήσει τον πολιτισμικό ιμπεριαλισμό και τις κοινωνικοοικονομικές πραγματικότητες της παγκοσμιοποίησης ως τις πραγματικότητες που πρέπει να γίνουν αποδεκτές από όλες τις κοινωνίες; Προσωπικά ανέμενα από ανθρώπους των γραμμάτων και των πραγμάτων περισσότερη οξύνοια και διορατικότητα, ώστε να περιφρουρήσουν με νομοθετικές ρυθμίσεις  τον ενδογενή πολιτισμό-χωρίς αυτό να συνεπάγεται μία άγονη εσωστρέφεια. Ανέμενα επίσης να γίνει αντιληπτό ότι  συνήθως  «παιδαγωγικές εξελίξεις»  εκπηγάζουν και εξυπηρετούν τους οικονομικοκοινωνικούς στόχους των ολιγαρχιών κάθε κράτους. Επομένως,  η προσαρμογή μας στις εκάστοτε  παιδαγωγικές εξελίξεις που εξυπηρετούν περισσότερο άλλους στόχους  (στεγνά οικονομικούς) παρά  εθνικούς φέρουν συγχρόνως και το σπέρμα της  αυτοκαταστροφής του υφιστάμενου εθνικού ιστού, που θα φαντάζει αντιφατικός και οξύμωρος στο πλαίσιο μιας εκ των άνω προσπάθειας ενοποίησης αγορών, συνόρων και κοινωνιών.

Όσον αφορά την πιπίλα της πολιτότητας και του παγκόσμιου πολίτη (sic)  θα έπρεπε, πιστεύω κι αυτήν, πριν την αγκαλιάσουμε  μαζί με  άλλους νεολογισμούς και νεόκοπες κατ’ επιλογήν ψευδοευαισθησίες  της Ε.Ε. και των μαριονέτων της, να έχουμε τουλάχιστον την πολιτική κρίση να προβάλουμε στο μέλλον τον αντίκτυπο της άκριτης και εσπευσμένης εφαρμογής των νέων πολιτικών και νέων νομοθεσιών και κανονισμών εντός του δικού μας χώρου. Ποιος έλαβε υπόψιν τα μεγέθη της κοινωνίας, του πληθυσμού, της οικονομίας και του εδάφους; Ποιος προσμέτρησε την κατοχή, τον εποικισμό, την ανεξέλεγκτη μετανάστευση; Ποιος έλαβε υπόψιν του το δημογραφικό πρόβλημα όχι μόνον στην Κύπρο αλλά σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη; Ποιος φαντάστηκε τι θα συμβεί σε λίγα χρόνια; Μάλλον κανένας! Κανένας τουλάχιστον από αυτούς που όφειλαν. Όποιος θέλει να λέγεται πολιτικός και να εκπροσωπεί τον πολίτη που τον εκλέγει, μόνον υπό αυτές τις κριτικές προϋποθέσεις οφείλει να ενεργεί. Τελικά, αν δεν ήταν τόσο αισχρά ηττοπαθής και επικίνδυνα ενδοτική αυτή η «ρεάλ πολιτίκ» θα ‘χ ε πλάκα. Αν το καλοσκεφθεί κανείς, δίνει ταχύτατα λύσεις,  που, όταν τις επέβαλλαν άλλοι άλλοτε, τους έλεγαν φασίστες! Η ρεάλ πολιτίκ ως παραφυάδα του κριτικού εγγραμματισμού, στο μάθημα της ιστορίας για παράδειγμα, αν θυμάμαι καλά από «κάποια» σεμινάρια, μπορεί να θεωρήσει την τουρκική εισβολή ως απλώς την ερμηνεία της ελληνοκυπριακής πλευράς, ενώ οι εισβολείς την ονομάζουν «ειρηνευτική επιχείρηση». Εν ολίγοις, βάσει της τσακαλικής μεταρρύθμισης και τον αδρά αμειβόμενο ηγέτη της, υπάρχουν πολλές αλήθειες και πολλές πραγματικότητες, όχι μία. Εξαρτάται από τις γωνίες και τις αποστάσεις. ..Αυτή είναι μία από τις νέες διδακτικές  πρακτικές. Κι αν ο διδάσκων δεν επιλέξει αυτήν την μπανανόφλουδα, θα θεωρηθεί απροσάρμοστος και ανεπίδεκτος εκσυγχρονισμού, περίπου προβληματικός και εριστικός.

Άλλη μία προσφιλής καραμέλα  πρόσφατης και επιβεβλημένης «πραγματικότητας» είναι η πολυπολιτισμικότητα. Ειλικρινά, δυσκολεύομαι να αντιληφθώ την ταχύτητα της προσαρμογής και παραδοχής αυτής της αρνητικής  εξέλιξης.  Δεν θα ασχοληθώ επί του παρόντος με τους λόγους του παράφρονος «έρωτος» προς το φαινόμενο της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης/εγκατάστασης εκατομμυρίων αλλοδαπών  στην Ε.Ε. , σε βαθμό που οποιαδήποτε αντίσταση ή αντίδραση στην απρονοησία αυτή να βαπτίζεται «ρατσισμός» κλπ. Θα πω μόνο ότι, κατά τη δική μου γνώμη, αυτό το άνοιγμα είναι  έμφυτα άδικο και ανόητο, ιδίως εφόσον είναι και μονομερές.

Κάποια τέτοια κι άλλες -δημοκρατικές δήθεν- χαρούλες και διευκολύνσεις της ίδιας πολιτικής προσέφερε το πανέρι της μεταρρύθμισης της προηγούμενης διακυβέρνησης: Για να μας «αγαπήσουν» οι μαθητές (ό, τι κείμενο γουστάρουν να φέρουν, κάτω τα διδακτικά εγχειρίδια, ένας είναι ο εχθρός η άπονη εξουσία, στηρίξεις επί στηρίξεων για αντιστάθμισμα, ισοπέδωση κλπ. κλπ.) που τελικά θυματοποιούνται και γίνονται όχημα άλλων σκοπών.

Αγαπητέ μου συνάδελφε, ζήσαμε εποχές λαμπρές, όταν τα εξατάξια τότε Δημόσια Γυμνάσια ήταν το διαμάντι της εκπαίδευσης. Κάθε μεταρρύθμιση που τυχόν θα χρειαζόταν θα έπρεπε να γινόταν πάνω σ’ αυτή τη βάση. Όχι με την καταστροφή μιας πετυχημένης «συνταγής» αλλά με τον ορθολογιστικό εμπλουτισμό της, με μεταρρυθμίσεις που θα τη βελτιώνουν ποιοτικά και που θα προέρχονται και θα εξυπηρετούν δικές μας ανάγκες και στόχους, θα την καθιστούν ανταγωνιστική πάντα στη βάση μιας ανθρωποκεντρικής διαπαιδαγώγησης, παιδεία που θα διαμορφώνει πολίτες με ήθος, προστάτες της δικαιοσύνης, διεκδικητές των δικαιωμάτων τους, συνεχιστές του έθνους και των παραδόσεων χωρίς ξενοφοβίες μα ούτε και υποτακτικούς στις παγκόσμιες ξενοκίνητες τάσεις που εκφύονται κάθε φορά και γίνονται του συρμού, πρώτιστα από εμάς τους  «καλούς χορευταράδες στο ρυθμό του ντεφιού»,  δέσμιους σαν την αρκούδα του γύφτου...

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










184