ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ*
Το κλίμα των τελευταίων μηνών και τα όσα ακούγονται από τα αρμόδια σώματα σχετικά με τα της παιδείας δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορους εκπαιδευτικούς οι οποίοι έχουν το δικό τους όραμα για την παιδεία του τόπου, αφού αυτοί είναι που ζουν και βιώνουν καθημερινά τις ανεπάρκειες του υφιστάμενου εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Ακούγοντας τους αρμόδιους του ΥΠΠ να μιλούν για το όραμα του υπουργείου και του κράτους ακροάται κανείς την ανάγκη εκσυγχρονισμού, αξιολόγησης του εκπαιδευτικού, προσφοράς υπηρεσιών από εξωτερικούς φορείς για διάφορες ανάγκες και προβλήματα όπως η ασφάλεια και υγεία αλλά και η παραβατικότητα. Ακροάται πόσο αποδοτικό ήταν κάποτε το σύστημα και τα παιδιά μάθαιναν και πόσο «ανεπαρκείς» είναι οι κύπριοι εκπαιδευτικοί και τα παιδιά στις έρευνες δεν πετυχαίνουν το άριστο.
Εκείνο που δεν ακροάται όμως είναι την αυτοαξιολόγηση των υπευθύνων των πολιτικών που ακολουθούνταν στην παιδεία, τα τελευταία 18 χρόνια τουλάχιστον για τα οποία η υποφαινόμενη έχει γνώση, την ανάγκη αναδιοργάνωσης των ζητούμενων από τους υφιστάμενους. Την ανάγκη ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ με τους απλούς εκπαιδευτικούς για εντοπισμό των προβλημάτων των διαφόρων διαδικασιών που ακολουθούνται εντός κάθε σχολικής μονάδας και χρήζουν άμεσης αλλαγής. Ποιος ξέρει καλύτερα από τον εργαζόμενο τι αλλαγές χρειάζεται να γίνουν και ποιες πολιτικές τελικά δεν αποδίδουν;
Ένα ολοκληρωμένο όραμα πρέπει να περιλαμβάνει δεδομένα από ΟΛΟΥΣ τους εμπλεκόμενους και να συνάδει και με τα δεδομένα του μαθητικού πληθυσμού στον οποίο θα απευθυνθούν οι πολιτικές αυτού. Είναι αναγκαίο το όραμα να μην αφορά μόνο το μέλλον σε βάρος του παρόντος και της πραγματικότητας, διότι ακριβώς αυτή η πραγματικότητα είναι που θα εξελιχθεί και θα οδηγήσει στο ποθητό μέλλον.
Αναφερόμενη στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού η οποία είναι και το «αιχμή του δόρατος» και αναφέρεται σε κάθε δημόσια συζήτηση αξίζει να αναφερθεί πως, η οποιαδήπτε εφαρμογή της πρέπει να έχει προσθετική αξία στις υπάρχουσες δομές του συτήματος. Να είναι μια αξιολόγηση η οποία να ΜΗΝ ΠΡΟΩΘΕΙ τον ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ των εκπαιδευτικών μεταξύ τους αλλά τη ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ τους με σκοπό πάντα την παραγωγή σωστού εκπαιδευτικού έργου.
Η αναφορά σε μοριοδοτήσεις δράσεων με τις οποίες δε θα επωφελούνται όλοι ή τουλάχιστον μεγάλη μερίδα των εκπαιδευτικών ενός σχολείου (προωθώντας τη διάκριση ανάμεσά τους) και οι οποίες δε θα μπορούν να μπουν υπό το φακό κάποιων κριτηρίων, μόνο διχασμό και πολλές συγκρούσεις θα προκαλέσουν.
Ο Coser (1958), όρισε τις συγκρούσιες ως την αντιπαλότητα μεταξύ δύο μερών με βάση τις αξίες και τις αξιώσεις, για την κοινωνική θέση, δύναμη (εξουσία) και τους οικονομικούς πόρους που υπάρχουν σε ανεπάρκεια (Σαΐτη & Σαΐτης, 2011), κάτι το οποίο στο σύγχρονο σχολείο συναντάται πληθωρωδώς. Η έλλειψη κινήτρων τα τελευταία χρόνια αλλά και η ανάγκη για εξύψωση στον κατάλογο διοριστέων έχει μετατρέψει μεγάλη μερίδα των εκπαιδευτικών σε δόκτορες διαφόρων ειδικοτήτων. Θα μπορέσουν λοιπόν τα κριτήρια του ΥΠΠ και οι μοριοδοτήσεις να τους καλύψουν;
Ακόμη όμως και σωστά κριτήρια να τεθούν σε ένα χώρο όπου υπάρχουν περισσότεροι από ένας κατάλληλος με ποιο τρόπο θα γίνεται η επιλογή; Είναι άραγε αυτό το ζητούμενο σε μια σχολική μονάδα ή μήπως θα πρέπει να εστιάσουμε και να συνδυάσουμε την εκμετάλλευση των γνώσεων τους με διάφορους παραγωγικους τρόπους χωρίς ανταγωνιστικά κριτήρια;
Τι κόστος άραγε θα έχουν αυτές οι μοριοδοτήσεις «μήλο της έριδος» στο σχολικό περιβάλλον και κατ΄ επέκταση στην παραγωγικότητα των εκπαιδευτικών; Μήπως οι χαμένοι θα είναι και πάλι οι μαθητές;
Η διαδικασία της επικοινωνίας η οποία είναι καθόλα αναγκαία για τη σωστή λειτουργία του σχολείου θα επηρεαστεί ανεπανόρθωτα σε μια εποχή όπου η ανάγκη της έχει περισσότερη αξία από κάθε άλλη εποχή. Τα περιστατικά παραβατικότητας, η άυξηση των κινδύνων και η πληθώρα δυσκολιών που παρουσιάζει κάθε παιδί ξεχωριστά καθιστούν την διαφύλαξή της σαν κόρη οφθαλμού για να μπορεί το εκπαιδευτικό έργο να γίνεται σωστά.
Είναι πλέον συνεχόμενη και δυναμικά εξελισσόμενη και η οργανωσιακή επικοινωνία δεν παύει διαρκώς να υφίσταται (Καντάς, 1995). Γι΄ αυτό το λόγο τα διοικητικά στελέχη οφείλουν να βασίζονται στο συγκεκριμένο είδος της επικοινωνίας προκειμένου να επιτύχουν τη συγκέντρωση πληροφοριών, την ορθολογική λήψη αποφάσεων ακόμη και τον έλεγχο των αναμενόμενων αποτελεσμάτων. Τὃ ίδιο όμως και οι εκπαιδευτικοί μεταξύ τους.
Επιπλέον, η οργανωσιακή επικοινωνία αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο αποτελεσματικής διοίκησης καθώς τα στελέχη κατορθώνουν να πείσουν, να παρακινήσουν και να πράξουν οι υφιστάμενοί τους αυτά τα οποία οι ίδιοι επιθυμούν (Mumby, 1994). Πώς θα επιτυγχάνεται λοιπόν σε ένα περιβάλλον όπου θα κυριαρχούν ο ανταγωνισμός και οι συγκρούσεις;
Δεδομένων των ερευνών λοιπόν η αναγκαιότητα διαφύλαξης της ηρεμίας σε ένα σχολικό χώρο αλλά και της ικανοποίησης από την εργασία των εργαζομένων πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψην. Ερευνητές όπως οι Πασιαρδής &Πασιαρδή 2000, αναφέρουν μεταξύ άλλων πως το σχολικό κλίμα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα μια σχολική μονάδα να είναι αποτελεσματική μαζί με την εκπαιδευτική ηγεσία, τη συμπεριφορά των εκπαιδευτικών και τις προσδοκίες τους, το διδακτικό έργο, τη σχολική επίδοση.
Ο Marshall 2007, μάλιστα αναφέρει στους παράγοντες που επηρεάζουν το σχολικό κλίμα και τα αισθήματα εμπιστοσύνης και σεβασμού μεταξύ μαθητών και δασκάλων. Επιπλέον, το σχολικό κλίμα μπορεί να ασκεί μια θετική επιρροή στην εκπαιδευτική διαδικασία ή να αποτελεί αντίθετα ένα σημαντικό εμπόδιο στη μάθηση (Freiberg, 1998).
Μια τέτοια λοιπόν καινοτομία θα πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψην τη διατήρηση της ηρεμίας του σχολικού κλίματος. Η ανάπτυξη αισθημάτων εμπιστοσύνης και αποδοχής, αναγνώρισης, ικανοποίησης και ευχαρίστησης μεταξύ όλων των μελών (Ζμπάινος & Γιαννακούρα, 2010. Παναγιωτίδου, 2012) είναι εκ των ουκ άνευ.
Τελειώνοντας, μια επιπλέον ριζοσπαστική ίσως εισήγηση, για τα κυπριακά δεδομἐνα, θα ήταν να σκεφτεί κάποιος την εφαρμογή της αξιολόγησης επίσης από κάτω προς τα πάνω. Από τους υφιστάμενους προς τους προιστάμενους ώστε να υπάρχει συνεχής εγρήγορση και ανατροφοδότηση. Να αξιολογούνται και οι προιστάμενοι σε θέματα ποιότητας, επάρκειας και γνώσεων ώστε να μην εφυσηχάζονται αλλά και να μην παυουν να σέβονται τους υφιστάμενους αλλά και τις κοινωνικές αξίες και θεσμούς.
Ας μη ξεχνούν οι παράγοντες πολιτικής πως η μειωμένη παραγωγικότητα σε έναν οργανισμό οφείλεται πρώτιστα σε κακούς σχεδιασμούς των ανωτέρων, ύπαρξης συγκρούσεων στον οργανισμό, έλλειψης ενημέρωσης, έλλειψης επικοινωνίας και συζήτησης με τους υφισταμένους για επίλυση προβλήματων και λιγότερο σε παράγοντες όπως η ανεπάρκεια τους.
Στόχος του κυπριακού δημόσιου σχολείου είναι η παροχή γνώσεων σε όλων των επιπέδων παιδιά και όχι μόνο η δημιουργία των αρίστων σε τυποποιημένους τύπους εξετάσεων. Σε τέτοια σχολεία ο ανταγωνισμός και το άγχος που τον συνοδέυει πρέπει να αποφεύγεται σε όλους τους τομείς του.
*MBA – Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού / Εργασιακές Σχέσεις
Εκπαιδευτικός