Παντελή Βουτουρή, Ιδέες της Σκληρότητας και της Καλοσύνης. Εθνικισμός, Σοσιαλισμός, Ρατσισμός


ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ*

Παντελή Βουτουρή, Ιδέες της Σκληρότητας και της Καλοσύνης. Εθνικισμός, Σοσιαλισμός, Ρατσισμός (1897-1922), Καστανιώτης, Αθήνα 2017.

Η μελέτη του Παντελή Βουτουρή συνιστά μια σημαντική συμβολή στην ιστοριογραφία των ιδεών ανατέμνοντας σε βάθος το ιδεολογικό τοπίο της ελληνικής λογιοσύνης στις αρχές του εικοστού αιώνα. «Οι ιδέες της σκληρότητας» (ρατσισμός, εθνικισμός, δαρβινικός βιολογισμός, φυλετική καθαρότητα), συνεπαίρνουν μεγάλες μορφές της ελληνικής διανόησης, δονούν τον πνευματικό χάρτη, ανατάσσουν ιδεολογικά μορφώματα – ένας κόσμος διανοούμενων, λογοτεχνών, λογίων, νιώθει πως τα έργα μεγάλων φιλοσόφων, όπως ο Νίτσε, κι άλλων στοχαστών όπως οι Γκοπινώ, Τσάμπερλεϊν, ο Μαξ Νορντάου, ενσαρκώνουν μια υπέρτατη στιγμή διανοητικής σύγκλισης, ιστορικής πλήρωσης. Πρόκειται για ένα όραμα που κορυφώνεται, συγκροτώντας ένα υλικό που προσφέρει εκστατική έμπνευση· είναι η αναγέννηση του εικοστού αιώνα – δεν είναι αφαιρετικά φιλοσοφικά σχήματα, αλλά προσλαμβάνονται ως αξιωματικές αλήθειες, αδιάσειστες, ως οικουμενικός Λόγος, και οι λήπτες τους, ως μεσσιανιστές ή ως σταυροφόροι, αναλαμβάνουν το βάρος μιας αναπόδραστης ευθύνης. Μέσα από την απελπισία, τις παλινδρομήσεις, τη μακάβρια ακινησία της απόγνωσης στην Ελλάδα τής παρηκμασμένης Μεγάλης Ιδέας, της πολεμικής ήττας, του διχασμού, της βουλευτοκρατίας – εκεί που φαίνεται πως ο χρόνος εκπνέει για την ίαση της ταπεινωμένης εθνικής εικόνας, της εθνικής ύπαρξης – αναφύεται ένα φως λυτρωτικό, που καταργώντας τον χρόνο, την ίδια την ιστορία, εναγκαλίζεται τον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο, ευαγγελίζεται τη φυλετική καθαρότητα, την απολύτρωση από τον βαρβαρισμό των μετρίων, των σκάρτων. Το σάπιο, το μαραμένο, πρέπει να οδεύσει στη Σπαρτιατική Καιάδα, να βάλει μπροστά ξανά ο τροχός της ύπαρξης, να ξανανθίσει, να οικοδομηθεί εξ υπαρχής ο κόσμος ευγονικά – γιατί η ανθρωπότητα πάσχει από μια ασθένεια καθηλωτική συντριπτική, θανάσιμη. Το πεπρωμένο της ανθρωπότητας, μέσα στην εξέλιξη της ιστορίας, είναι η επικράτηση του ευγενούς, του μεγαλειώδους, και η απόρριψη του μιάσματος – του εβραίου, του γύφτου, του φυλετικά κατώτερου – στην άβυσσο της ανυπαρξίας. Μόνον έτσι θ’ ανατείλει η αλήθεια και τότε, τότε θα γίνει πραγματικότητα το πλατωνικό ιδεώδες του στατισμού, διότι το Ιδεώδες, η Αλήθεια, η Τελειότητα, δεν επιδέχονται μεταβολών, είναι απλώς η τελεολογική επίτευξη της ιστορικής πλήρωσης.

Έτσι, ο Βουτουρής, θέτοντας τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, καταγράφει, με γλαφυρότητα και γλώσσα αποδομητικά ρέουσα, ανιχνευτικά, μικροσκοπικά, με ακαδημαϊκό οίστρο, αυτές τις ιδέες της σκληρότητας, οι οποίες ανακυκλώνονται στις απαρχές του εικοστού αιώνα. Σοσιαλδημοκράτες, μαρξιστές, παγγερμανιστές – σχεδόν όλες οι ιδεολογικές ομάδες συγκλίνουν στις ιδέες της σκληρότητας, τη φιλοσοφία της δύναμης, το δίκαιο του πολέμου, το φυσικό δικαίωμα του ισχυρού να προελαύνει εκπολιτίζοντας τους βαρβάρους.

Για του λόγου το αληθές, ο Πέτρος Βλαστός, «σε ένα κείμενο επιτομή της φυλετικής θεωρίας του», που στηρίζεται στον ανθρωπολογικό νεοδαρβινισμό, γράφει:

«Ό,τι γεννιέται σάπιο κι αδύνατο, να μη ζη. Να μη σώζουμε με τη φιλανθρωπία όσους αφάνισε η αρρώστια κι η κακομοιριά και που δεν έχουν ελπίδα να γειάνουνε ποτέ. Θ’ αδικηθούνε μερικοί, μα θα ωφεληθεί δίχως άλλο η φύτρα. Αν ο άνθρωπος δεν είτανε κοινωνικό ζώο, τ’ απορριξίματα και οι σακάτηδες θα πεθαίνανε σίγουρα. Εμείς τους βοηθούμε να ζήσουνε για να πολλαπλασιάζουνε τους αδύνατους, τους αρρωστιάρηδες και τους μισερούς» σ. (15).

Και ο «ιδεολογικά κυκλοθυμικός Καζαντζάκης», όπως τόσο εύστοχα τον χαρακτηρίζει Βουτουρής; Αναβαπτισμένος στην παραφροσύνη της νιτσεϊκής παρανάγνωσης, διάπυρος, νεαρός ακόμα, διατείνεται:

«Όσοι γέροι και κουρασμένοι, όσοι εχτελέσανε πια τον προορισμό τους και δώκανε στη σκέψη και στη δράση ό,τι μπορούσανε να δώσουν, καλό είναι να εξαφανίζουνται. Αφήνουν έτσι τη θέση τους σε άλλα έθνη, νέα και ζωντανά, που ακόμα δεν καταβάλανε τη συνδρομή της στην Πρόοδο, που κι αυτοί θα εξαφανιστούν ευτύς ως εχτελέσουν τον προορισμό τους … Όταν το έθνος είναι ζωντανό, γεμάτο μέλλον και ορμή, αναγκαστικά θέλει να ξαπλώσει, να καταχτήσει, να καταστρέψει όσο μπορεί τα γύρω του έθνη και με τον θάνατό τους να μεγαλώσει τη ζωή του. Ευτύς ως αρχίσουν να επικρατούν κοσμοπολιτικές ιδέες, φιλανθρωπίες, ανεχτικότητες, χριστιανισμοί, τούτο αλάθευτο σύμπτωμα κουρασμού και θανάτου» (σ. 126). Το απόσπασμα παρατίθεται στο κεφάλαιο «Πόλεμος ή ειρήνη;», στο οποίο αναδεικνύεται η πρόσληψη περί της εξευγενιστικής και αναγεννητικής ιδιότητας του πολέμου, κι ωστόσο άμα το σκεφτούμε, ο καζαντζακικός αφορισμός θα μπορούσε κάλλιστα να προέρχεται από ένα προπαρασκευαστικό ναζιστικό κείμενο, αποθεωτικό του βιολογισμού, της βούλησης για κατάκτηση του ζωτικού χώρου, της αναγκαιότητας του πολέμου για να εγκαθιδρυθεί η σταθεροποιητική δύναμη της τάξης και της αρχέγονης ιεραρχίας.

Θέσεις σαν κι αυτές παρατίθενται με σχολαστική ακρίβεια από τον Βουτουρή, αναλύονται υπομονετικά. Σπουδαίοι στοχαστές της εποχής, λογοτέχνες, συγγραφείς, φιλόσοφοι, παρελαύνουν μέσα από τα φλογερά τους κείμενα. Ένα αιώνα μετά, τα κείμενα αυτά προκαλούν τρόμο και δέος, ωστόσο οφείλουμε να θυμόμαστε πως αυτές οι ιδέες, ενθυλακωμένες σ’ ένα ευρύτερο σύστημα, δεν υπήρξαν ποτέ αιρετικές, υπό την έννοια πως η ελληνική λογιοσύνη δεν εξέφραζε οτιδήποτε ρηξικέλευθο –  ακολουθούσε δογματικά, τα διανοητικά ρεύματα και τον φιλοσοφικό φονταμενταλισμό μιας μεταβατικής περιόδου. Ο διανοητής ανήκει στην εποχή του, η σκέψη του μορφοποιείται από τα συγκείμενα, τους στυλοβάτες της κοσμοθέασής του. Τα κείμενα τους αποτελούν εμπρόθετες πράξεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα μέσα στο πλέγμα των συμβάσεων μιας ιστορικής εποχής. Η ελληνική λογιοσύνη ακολουθεί παθιασμένα τα ρεύματα της ρομαντικής ιστοριογραφίας, για να συναντήσει τον γερμανικό ιδεαλισμό στις πολιτικο-οντολογικές του παραφυάδες, ο οποίος κατακλύζει ορμητικά τη δυτικοευρωπαϊκή διανόηση. Ο ιδεαλιστικός κρατισμός (ή ύπαρξη δηλαδή μιας υπερατομικής βούλησης που κατοπτρίζεται στη βούληση μιας οργανικής έμψυχης οντότητας που ενσαρκώνει το Είναι, το Κράτος), η αποκαλυπτική μαγεία του νιτσεϊσμού ανορθολογισμού, και ο φιλοσοφικός προφητισμός, καταλήγουν αναπόφευκτα στον απολυταρχισμό κι εν τέλει στον εθνικοσοσιαλισμό. Όμως, εμείς, σήμερα, κατέχουμε ένα θλιβερό προνόμιο –  γνωρίζουμε «το μέλλον». Ξέρουμε τι ακολούθησε. Ο βρόγχος του θανάτου κρέμεται πάνω από την Ευρώπη, ο υπάνθρωπος οφείλει να εξαφανιστεί για να προκύψει η καθαρόαιμη φυλή, κι ας γίνει με τον πόλεμο ή το Ολοκαύτωμα.

Ερωτήματα αναφύονται αβίαστα. Σε ποιο βαθμό μπορούμε να αποδώσουμε ευθύνη (τι είδους ευθύνη;) σε διανοητές, λόγιους, φιλοσόφους, πεζογράφους ποιητές, για αυτές τις ιδέες της σκληρότητας, οι οποίες συναρθρώνονται, τη δεδομένη εποχή, γύρω από τις κανονιστικές αρχές, τους οραματισμούς, τις πραγματολογικές συνάφειες, τις αισθητικές αντιλήψεις, τις υψηλότερες δηλαδή εκφάνσεις του ανθρωπίνου πνεύματος;  Γι’ αυτό ακριβώς απαιτείται η προσοχή του ιστορικού των ιδεών όταν προβαίνει στην ιδεολογική ανατομία και τη χαρτογράφηση των πνευματικών κινημάτων μιας εποχής.

Αυτό ακριβώς κάνει ο Βουτουρής: θέτει εξ υπαρχής το μεθοδολογικό ερμηνευτικό ζήτημα, συνιστώντας ψυχραιμία, ηρεμία, αποτίμηση δίχως εξάρσεις: εμείς, από την πανοπτική μας θέαση, από το απώτατο μέλλον, οφείλουμε ν’ αναγνωρίσουμε πως οι ιδεολογικές και πνευματικές αναζητήσεις προσδιορίζονται από τους χωροχρονικούς ορίζοντες, συνεπώς καταγράφουμε την περιπέτεια των ιδεών έντιμα, με αξιολογική ουδετερότητα, αποστασιοποίηση, αποτυπώνουμε όπως σε μια φωτογραφία, ως ταξιδευτές μέσα στον χρόνο, τις ποικίλες παραστάσεις μιας εποχής. «Είναι φανερό», γράφει ο Βουτουρής «ότι η παράβλεψη των ιδιαιτεροτήτων της εποχής και η προσπάθεια τελεολογικής ερμηνείας των ιδεολογικών φαινομένων με βάση ετεροχρονισμένα ανελαστικά κριτήρια και σημερινά στερεότυπα δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε παρανοήσεις» (σ. 24).  Έτσι θα πρέπει να ασκούμε την κρίση μας με νηφαλιότητα, την αμεροληψία μας, να είμαστε δεκτικοί, καταδεκτικοί, να μην καταφεύγουμε σε αφοριστικές γενικεύσεις που εν τέλει παραποιούν το ιστοριογραφικό εγχείρημα.

Αναγνωρίζοντας τον πλουραλισμό που κομίζει η μεταβλητότητα του ιστορισμού (ακόμα και οι ερμηνευτικές μέθοδοι, οι κατηγορίες μας, οι έννοιές μας, είναι στερεοτυπικά καθορισμένες), ο ιστορικός των ιδεών οφείλει να θέτει υποθετικά ερωτήματα. Η φύση της αντικειμενικής αλήθειας, η εγκυρότητα του οικουμενισμού, οι ιδεώδεις αξίες, αιώνιες και ταυτόσημες, δεν παύουν να μας  απασχολούν, έστω κι αν εδράζονται σ’ ένα ‘λογικό σφάλμα’, στην ιδέα ότι υπάρχει μια κρυστάλλινη σφαίρα ανεπηρέαστη από τον κόσμο της μεταβολής, όπου οι ισορροπίες είναι εγγυημένες από λογικούς δεσμούς. Ένα υποθετικό ερώτημα, φιλοσοφικής βαρύτητας, το οποίο μας καλεί σε ενδοσκόπηση είναι το εξής: τι θα πράτταμε εμείς αν ήμασταν στη θέση τους; Αν ζούσαμε στην Ελλάδα της εποχής εκείνης; Έγκυρη απάντηση δυστυχώς δεν μπορεί να υπάρξει, γιατί θα πρέπει να ξαναζωντανέψουμε την εποχή εκείνη, να επανασυνδεθούμε γνωσιοθεωτητικά, και να τη ζήσουμε στον πληρέστατο δυνατό βαθμό αναστοχαστικά – σχεδόν, δηλαδή, βιωματικά. Το υποθετικό ερώτημα όμως δεν μπορεί να διαγραφεί από τον χάρτη της νόησης μας.

Ας συλλογιστούμε πως αυτές οι ιδέες που διαχέονταν αδιάκοπα ως επιδημία στους διανοητικούς νευρώνες της Ευρώπης ενσωματώθηκαν στην επιτομή του ναζισμού, στο συμπίλημα του Χίτλερ «Ο Αγών μου» – χιλιάδες στοχαστές, λόγιοι, πανεπιστημιακοί, εργάστηκαν (ας θυμηθούμε την περιβόητη Εταιρεία της Θούλης), έσπειραν τον σπόρο, ώσπου να ωριμάσει αυτός ο σαθρός ανθρωποκτόνος καρπός – πώς να το αψηφήσουμε αυτό το γεγονός; Συνεπώς, ακολουθεί το εξής θεμελιώδες ερώτημα – ποια είναι η ατομική ευθύνη του στοχαστή, του λογοτέχνη, του καλλιτέχνη, σε εποχές τρομακτικών παλινδρομήσεων, σε πεδία ναρκοθετημένα από δηλητηριώδη ιδεολογήματα; Μήπως, μέσα στην αέναη μεταβλητότητα των πραγμάτων (η οποία κατατείνει στο συμπέρασμα πως δεν υφίσταται καμία δεδομένη αντικειμενική πραγματικότητα), στη γραμμική ή κυκλική εξέλιξη της ιστορίας, υπάρχει κάτι το συνεχές (εκτός από τον καθαυτό πυρήνα της ιστορίας, τον θνητό άνθρωπο), απρόσβλητο από τις συγκυριακές συνθήκες; Η μελέτη του Βουτουρή, επειδή ακριβώς προκαλεί το θυμικό μας, διαταράσσοντας ίσως τις ηθικές μας ευαισθησίες, ιδιαίτερα όταν παρουσιάζει ιερές μορφές της ελληνικής λογιοσύνης (από τον Παλαμά έως τον Καζαντζάκη) να ενστερνίζονται τις ιδέες που κυοφορούσαν τον εθνικοσοσιαλισμό, αναδεικνύει κατά τρόπο άμεσο τη διανοητική δυσχέρεια για μια αυθεντική οικείωση της ιστορικής συνείδησης. Το οντολογικό ζήτημα του ιστορικισμού ως εργαλείο αποκωδικοποίησης του παρελθόντος παραμένει – παρά την αισιοδοξία του σύγχρονου μελετητή –  έωλο. Και ο λόγος είναι φαινομενικά απλός, παρότι δυσεπίλυτος: Ο «ερμηνευτικός κανόνας», κυρίως προϊόν του εικοστού αιώνα, υπόκειται στον ίδιο τον ιστορικό σχετικισμό που τον παρήγαγε. Άρα υπόκειται στον ίδιο τον νόμο που πρεσβεύει, στην αυτοκαταστροφή και τη διαδοχή του από μια καινούρια ερμηνευτική διδασκαλία.

Το επίτευγμα του Παντελή Βουτουρή είναι σπουδαίο και πολυδιάστατο. Όχι μόνο για τη συνεισφορά του στην ελληνική ιστοριογραφία των ιδεών, με την εξαντλητική παράθεση των πηγών και τον κριτικό σχολιασμό τους, αλλά επίσης γιατί αφαίρεσε τα προσωπεία, αποκαθήλωσε τον μύθο, ξήλωσε τα οράματα, λύτρωσε εμάς αλλά και τους πρωταγωνιστές του από την αλλοτρίωση της ψευδαίσθησης για έναν κόσμο ιδεώδη, εξευγενισμένο, καθαρτικό, ειδικά όταν τα θεμέλια της σκέψης είναι σαθρά παραδοξολογήματα.

*Καθηγητής

Πανεπιστήμιο Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1018