Περί εμπιστοσύνης και υπευθυνότητας


ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΒΡΑΣΙΔΑ*  

Ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών τέθηκαν τα εφτά νομοσχέδια που στόχο έχουν την αναδιάρθρωση της Δημόσιας Υπηρεσίας και ανάμεσα σε αυτά, βρίσκεται και το νομοσχέδιο που αφορά το κρατικό μισθολόγιο και το μελλοντικό τρόπο παραχώρησης οποιονδήποτε αυξήσεων. Οι προθέσεις της κυβέρνησης, όπως προκύπτουν από την προτεινόμενη νομοθεσία,  προκαλούν σοβαρά ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν.

Παρόλο που οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, ειδικά στο νευραλγικό χώρο της Παιδείας, έχουν αποδείξει την υπευθυνότητα τους, με έκπληξη βλέπουμε να αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα, η ανάγκη αυστηρής νομοθετικής ρύθμισης του τρόπου και χρόνου παραχώρησης τυχόν μισθολογικών αναπροσαρμογών. Μια προσέγγιση που βάζει στο περιθώριο και παραβλέπει την στάση των εκπαιδευτικών ιδιαίτερα τα τελευταία πέντε χρόνια, με την μη πρόκληση κοινωνικών αναταραχών μετά από διαδοχικές σοβαρές μειώσεις μισθών, την αποδοχή προαγωγών χωρίς μισθολογική αναβάθμιση και τη λελογισμένη διεκδίκηση αποπαγοποίησης θέσεων. Αυτή η αμφισβήτηση της δυνατότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων να συμπεριφερθούν με υπευθυνότητα (δεν εξηγείται αλλιώς η επιθυμία ρύθμισης όλων των θεμάτων μισθολογίου μέσα από νομοθετικές ρυθμίσεις), αφενός προβληματίζει και απογοητεύει, αφετέρου δημιουργεί ερωτηματικά γιατί δε συνοδεύεται και από μια αντίστοιχη αμφισβήτηση της δυνατότητας των εκάστοτε κυβερνήσεων και πολιτικών δυνάμεων να συμπεριφερθούν υπεύθυνα!

Σύμφωνα με το σχετικό νομοσχέδιο, το περιθώριο για παραχώρηση αυξήσεων θα καθορίζεται από το ποσοστό μεταβολής του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Αν δηλαδή την προηγούμενη χρονιά υπάρχει αύξηση στο ΑΕΠ κατά 2% τότε αυτό το 2% είναι το μέγιστο ποσοστό αυξήσεων στους μισθούς που μπορεί να παραχωρηθεί. Μιλάμε για περιθώριο παραχώρησης αυξήσεων επειδή αυτό εξαρτάται από το κατά πόσον η εκάστοτε κυβέρνηση θα επιλέξει να αναλώσει αυτό το περιθώριο για νέες προσλήψεις στο Δημόσιο Τομέα ή για παραχώρηση αυξήσεων ή για ένα συνδυασμό αυτών των δύο. Γίνεται αντιληπτό ότι εδώ ακριβώς έγκειται το μεγαλύτερο πρόβλημα του προτεινόμενου νομοσχεδίου.

Η προϊστορία έδειξε ξεκάθαρα πως ειδικά σε προεκλογικές περιόδους (και όχι μόνο), οι προσλήψεις ατόμων στη Δημόσια Υπηρεσία αποτελούν σημαντικό «εργαλείο» για την εκάστοτε κυβέρνηση και όσες πολιτικές δυνάμεις έχουν τον τρόπο να «επηρεάσουν καταστάσεις». Επομένως, είναι σχεδόν σίγουρο πως τα οποιαδήποτε περιθώρια παρέχονται από τους θετικούς ρυθμούς της οικονομίας, θα εξαντλούνται σε νέες (και πολύ πιθανόν αχρείαστες) προσλήψεις και όχι για παραχώρηση οποιονδήποτε αυξήσεων στους υφιστάμενους δημόσιους υπαλλήλους. Εξάλλου η παραχώρηση αυξήσεων στον «προνομιούχο», «καλοβολεμένο», «υψηλά αμειβόμενο» κλπ κλπ. δημόσιο τομέα, δεν προσθέτει (μάλλον αφαιρεί) ψήφους σε μια προεκλογική περίοδο.

Ως παράταξη θεωρούμε πως αν η κυβέρνηση και τα κοινοβουλευτικά κόμματα εμμένουν στο να ψηφιστεί μια νομοθεσία που θα ρυθμίζει/ελέγχει όλες τις παραμέτρους του κρατικού μισθολογίου, τότε σε αυτή θα πρέπει να υπάρχει ρήτρα που να περιορίζει σε ποιο βαθμό δύναται η εκάστοτε κυβέρνηση να το αυξάνει μέσω νέων προσλήψεων. Ίσως ο σαφής καθορισμός της αναλογίας νέων προσλήψεων και μισθολογικών αναπροσαρμογών να είναι μια λύση που αξίζει μελέτης προτού προχωρήσει η έγκριση του επίμαχου νομοσχεδίου από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.

*Πρόεδρος Διδασκαλικής Κίνησης

ΠΑΔΕΔ Πρωτοπορία




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











133