Περί συνδικαλιστικού ήθους και ύφους...


ΤΗΣ ΒΑΛΕΝΤΙΝΑΣ ΣΑΛΤΕ*

Η κατασκευασμένη πρόσφατη σύγκρουση στην ΟΕΛΜΕΚ, πίσω από την οποία μπορεί κανείς να υποψιαστεί κίνητρα άλλα από αυτά που σχετίζονται με την κατανομή των ωρών στο νέο Ωρολόγιο Πρόγραμμα, αποκαλύπτει, πέραν των διαφορετικών προσεγγίσεΑων σε θέματα που αφορούν στο σχολείο που ο καθένας οραματίζεται, διάφορες άλλες πτυχές της συνδικαλιστικής συμπεριφοράς Κινήσεων και ατόμων που βρίσκονται στην ηγετική πυραμίδα της ΟΕΛΜΕΚ. Μία ενδιαφέρουσα πτυχή είναι και ο σεβασμός (ή μη) του Καταστατικού της Οργάνωσης, η νομότυπη δηλαδή συμπεριφορά ατόμων και Κινήσεων στο πλαίσιο των κοινώς αποδεκτών αρμοδιοτήτων τους. Μία άλλη, συναφής με την πρώτη, είναι η επίγνωση (ή μη) των θεσμοθετημένων ορίων συνδικαλιστικής συμπεριφοράς, σε σχέση με τη λειτουργία των Κινήσεων, αλλά κυρίως σε σχέση με τους πολιτειακούς θεσμούς, ώστε η ΟΕΛΜΕΚ, στο πλαίσιο του ρόλου που της αναλογεί στο διάλογο για την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση, να διατηρεί ή όχι την αξιοπιστία και το κύρος που απαιτείται από μια σοβαρή Οργάνωση Εκπαιδευτικών, για να μπορεί (ή να αδυνατεί) να διεκδικεί το δίκαιο για τα μέλη της και να πείθει πως κίνητρό της είναι το γνήσιο ενδιαφέρον της για το δημόσιο σχολείο και όχι άλλες σκοπιμότητες. Μια τρίτη πτυχή είναι η ποιότητα (η μη) του δημόσιου λόγου που έχει αναπτυχθεί από συγκεκριμένα στελέχη Κινήσεων, που, με πρόσχημα τις προτάσεις και αποφάσεις του Υπουργείου Παιδείας για το ΩΠ, έχουν αναγάγει τους εαυτούς τους σε «ήρωες – προστάτες των Εκπαιδευτικών», ή, ακόμη, εξαπολύουν ατεκμηρίωτες και προσβλητικές λεκτικές επιθέσεις προς τους «αντιπάλους», με στόχο να κερδίσουν τις εντυπώσεις.

Δεν προτίθεμαι να σχολιάσω τις απόψεις που έχουν εκφραστεί από τους Συνδέσμους ειδικοτήτων, εφόσον εύλογα ο κάθε Σύνδεσμος και ως οφείλει να πράξει απέναντι στα μέλη του, προβάλλει την αξία των δικών του μαθημάτων για τη μόρφωση των νέων και την αναγκαιότητα ενίσχυσης της παρουσίας τους στο ΩΠ. Παρατηρώ, απλώς, με λύπη ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, η προβολή αυτή έγινε με παράλληλη προσβολή της αξίας των μαθημάτων άλλων Ειδικοτήτων. Και αυτό σίγουρα δεν μας τιμά ως Εκπαιδευτικούς.

Δε θα επεκταθώ επίσης σε επεξηγήσεις για τη συμπεριφορά του κ. Ιερείδη, ο οποίος δε σέβεται τους συναδέλφους του που τον υπέδειξαν τον Ιούνιο του 2014, για να αναλάβει τη Γραμματεία της ΟΕΛΜΕΚ για ένα χρόνο ως εκπρόσωπος της Νέας Κίνησης, συνεπώς και ως φωνή και ψήφος των θέσεων που αποφασίζονται μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες στη ΝΚ. Οι συγκεκριμένες ενέργειες του κ. Ιερείδη καταγράφονται σε δημοσιοποιημένη επιστολή της Νέας Κίνησης μαζί με την ομόφωνη απόφαση του Κεντρικού Συντονιστικού της να παυθεί από εκπρόσωπος της στο ΚΔΣ και τη Γραμματεία της ΟΕΛΜΕΚ. Εξάλλου, πιστεύω πως ο κάθε ελεύθερα και δημοκρατικά σκεπτόμενος άνθρωπος μπορεί να κρίνει το συνδικαλιστικό ήθος ενός εκπροσώπου στα σώματα της ΟΕΛΜΕΚ ο οποίος αναιρεί τις δεσμεύσεις του - και μάλιστα σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο για το δημόσιο σχολείο - αψηφώντας τις συλλογικές αποφάσεις της Κίνησής του και λειτουργώντας αυθαίρετα ωσάν να βρίσκεται στο συγκεκριμένο αξίωμα κατόπιν δικής του προσωπικής εκλογικής νίκης. Όσο για τη νομιμότητα της απόφασης της Νέας Κίνησης, αυτή καταδεικνύεται στη γνωμάτευση του Νομικού Συμβούλου και μπορεί να γίνει κατανοητή από όποιον θέλει αμερόληπτα να διαβάσει το Καταστατικό της ΟΕΛΜΕΚ. Αυτός που παραβιάζει το Καταστατικό στην προκειμένη περίπτωση είναι ο κ. Ιερείδης, με την άρνησή του να συμμορφωθεί στις πρόνοιες του Καταστατικού σεβόμενος συν τω χρόνω τις ομόφωνες αποφάσεις της ΝΚ και, συνεπώς, να παραιτηθεί.

Το ζήτημα δεν αφορά βεβαίως μόνο στα εσωτερικά της Κίνησης. Αφορά και στην ίδια τη λειτουργία των συλλογικών οργάνων της ΟΕΛΜΕΚ, που καλούνται να αποφασίσουν εάν επιθυμούν μια συνδικαλιστική Οργάνωση που να στηρίζεται σε συλλογικές αρχές και θέσεις καθορισμένες μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες ή σε προσωπικές φιλοδοξίες και ευκαιριακές συμμαχίες, στην απουσία μάλιστα κοινών αρχών. Είναι, βεβαίως, κατανοητό γιατί οι Κινήσεις Προοδευτική, ΔΗΚΙ και Νέα Πνοή, ανεξαρτήτως του αν στην ουσία διαφωνούν με τις θέσεις που εκφράζει ο κ. Ιερείδης, τον στηρίζουν στην αντιδεοντολογική του συμπεριφορά και προβαίνουν από κοινού σε αντικαταστατικές ενέργειες, κατηγορώντας μάλιστα τη Νέα Κίνηση για δήθεν «πραξικοπήματα» και «οχλαγωγία». (Παρεμπιπτόντως, άλλοι οχλαγωγούσαν και φωνασκούσαν στην εν λόγω συνεδρίαση αντιδρώντας στην τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία των εκπροσώπων της Νέας Κίνησης, ότι ενήργησε νομότυπα βάσει του Καταστατικού της ΟΕΛΜΕΚ. Εξάλλου, η διαχρονική πορεία του καθενός από εμάς, έχει δώσει δείγματα γραφής για το ποιοι απλώς φωνασκούν και ποιοι επιχειρηματολογούν...). Η στήριξη των τριών Κινήσεων προς τον αποστάτη Ιερείδη είναι κατανοητή ως ενέργεια πολιτικής συμπεριφοράς, αλλά κατακριτέα ως ένδειξη συγκεκριμένου συνδικαλιστικού «ήθους». Αυτή τη φορά, στην προσπάθεια κατάληψης της ηγεσίας της ΟΕΛΜΕΚ, δεν χρειάστηκε καν να τηρηθούν τα προσχήματα, αφού οι διαφωνίες με την πρόταση Ιερείδη εκφράστηκαν πολλάκις δημόσια από στελέχη των τριών Κινήσεων, ακόμη και από αυτούς που τον έχουν θέσει υπό την προστασία τους, υποδαυλίζοντας τις αντιδράσεις του. Συνεπώς, η αντίδραση των εκπροσώπων της Προοδευτικής, της ΔΗΚΙ και της Νέας Πνοής στην παρουσία των εκπροσώπων της Νέας Κίνησης στο ΚΔΣ στις 14/5/2015 είναι προφανές ότι δεν αφορούσε στη νομιμότητα της σύστασης του ΚΔΣ την οποία επικαλούνταν, αλλά στη νομή της εξουσίας στην ΟΕΛΜΕΚ. Εξάλλου, εάν, κατά τη γνώμη τους, το Καταστατικό προνοεί κάτι διαφορετικό από αυτό που ισχυρίζεται η Νέα Κίνηση, γιατί δεν αποδέχτηκαν τη συναινετική πρόταση του προέδρου της ΟΕΛΜΕΚ να ζητηθεί από την Οργάνωση γνωμάτευση από Νομικούς Συμβούλους και από τον Έφορο Συντεχνιών; Μήπως πιστεύουν ότι θα καταφέρουν να πείσουν τους Εκπαιδευτικούς – αυτούς που διδάσκουν τις αρχές της δημοκρατίας και την αξία των νόμων – ότι η όποια ηγεσία της συνδικαλιστικής τους Οργάνωσης δικαιούται να παραβιάζει κατά βούληση το Καταστατικό της, για να επιβάλλει άλλες πλειοψηφίες στην ηγεσία της ΟΕΛΜΕΚ από αυτές που αποφάσισε μέσα από εκλογικές διαδικασίες ο κλάδος, αλλά και για να επιβάλλει τους δικούς της νόμους στη σχέση της ΟΕΛΜΕΚ με το κράτος; Ποιος έχει διαπράξει, συνεπώς, «πραξικόπημα» στην ΟΕΛΜΕΚ; Η Νέα Κίνηση, ή μήπως η παρασκηνιακά συμφωνημένη συμμαχία Ιερείδη, Προοδευτικής, ΔΗΚΙ και Νέας Πνοής, για να ανατρέψουν την ηγεσία της ΟΕΛΜΕΚ που έχει εκλεγεί μέσα από διαφανείς διαδικασίες;

Και για να αντιληφθούμε την περαιτέρω σημασία του σεβασμού και της τήρησης νομότυπων διαδικασιών, ερωτώ τα εξής: Ποια αξιοπιστία μπορεί να έχει μια Οργάνωση, όταν, με την επικράτηση της ευκαιριακής πλειοψηφίας στο ΚΔΣ της ΟΕΛΜΕΚ (Προοδευτική, ΔΗΚΙ, Νέα Πνοή, Ιερείδης), απεστάλη αντικαταστατικά υπογεγραμμένη από αναρμόδια πρόσωπα επιστολή προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Ποια συνδικαλιστική σοβαρότητα αποδεικνύει μια «ηγεσία» που απέστειλε την πρωτοφανούς προσβλητικού ύφους και ήθους επιστολή προς τον Υπουργό Παιδείας, υπερβαίνοντας τα εσκαμμένα του κόσμιου πλαισίου μέσα στο οποίο μπορεί να λειτουργεί η σχέση ανάμεσα σε μια Συνδικαλιστική Οργάνωση και το Υπουργείο Παιδείας και προκαλώντας την άμεση αντίδραση του τελευταίου; Μήπως θεωρείται υπεύθυνη συνδικαλιστική στάση να καλλιεργείται στον κλάδο ηθελημένα η αντίληψη ότι  το ΥΠΠ δε δικαιούται να εφαρμόσει το ΩΠ, εάν δεν το αποδεχτεί η ΟΕΛΜΕΚ; Ή η αντίληψη ότι είναι αρμοδιότητα της ΟΕΛΜΕΚ να «μοιράζει ώρες» στους διάφορους κλάδους; Πρόκειται περί ανευθυνότητας, περί άγνοιας των διαδικασιών ή περί σκοπιμότητας προς άγραν ψήφων ; Αγνοούν ή αποκρύπτουν κάποιοι ότι ευθύνη του ΥΠΠ είναι η κατάθεση και η εφαρμογή προτάσεων και ότι ευθύνη της ΟΕΛΜΕΚ είναι η προστασία του εργασιακού καθεστώτος των Εκπαιδευτικών, ότι το ΥΠΠ και ο Υπουργός προσωπικά είναι ο καθ’ύλην αρμόδιος σε ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής και συνεπώς δικαιούται να εφαρμόσει τις αποφάσεις του κράτους, ενώ η ΟΕΛΜΕΚ δικαιούται να καταγράψει και να υποβάλει εισηγήσεις, να διαφωνήσει και να αντιδράσει, κατόπιν αποφάσεων που λαμβάνονται μέσα από συγκεκριμένες θεσμοθετημένες διαδικασίες; Πόσο επικίνδυνο είναι για τους συναδέλφους που απειλούνται να οδηγηθούν στην ανεργία, όταν η ΟΕΛΜΕΚ με επιπόλαιες ενέργειες συγκρουσιακού χαρακτήρα ωθεί το ΥΠΠ να κλείσει τις πόρτες του διαλόγου, μέσα από τις οποίες θα μπορούσαν να είχαν δοθεί συνετές λύσεις για τους απειλούμενους κλάδους και για την υιοθέτηση ενός βελτιωμένου ΩΠ;

Συνεπώς, ποια συνδικαλιστική ηγεσία μπορούμε να εμπιστευτούμε; Μια ηγεσία που λειτουργεί σύμφωνα με τις νομικά κατοχυρωμένες καταστατικές πρόνοιες, που σέβεται τους θεσμούς και τις δημοκρατικές αρχές, ώστε να γίνεται σεβαστή και να επιτυγχάνει τους στόχους της για την προστασία των Εκπαιδευτικών και του δημόσιου σχολείου ή μια ηγεσία που αυθαιρετεί, από άγνοια ή σκοπιμότητα, σύροντας τον κλάδο σε αδιέξοδες συγκρούσεις και περιπέτειες, που θα επισύρουν την οργή της κοινωνίας εις βάρος μας, εφόσον εισερχόμαστε σε περίοδο εξετάσεων για τους μαθητές; Πού βρίσκεται η συνδικαλιστική υπευθυνότητα σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο για το δημόσιο σχολείο, με το ΥΠΠ να δηλώνει αποφασισμένο να προχωρήσει στην εφαρμογή του νέου ΩΠ, ως αναγκαιότητα και απαίτηση της κοινωνίας; Έχουμε πειστεί ότι δεν υπάρχει περιθώριο διαλόγου με το ΥΠΠ για προστασία των συναδέλφων μας και βλέπουμε ως μόνη διέξοδο τη λήψη μέτρων που θυματοποιούν τους μαθητές και τη σύγκρουση; Μήπως το συνδικαλιστικό ήθος εξαντλείται στους παλληκαρισμούς, το «αντάρτικο», τη συνεχή αλλαγή πλεύσης, την προσβολή των θεσμών ή μήπως αγνοούμε ότι τέτοιου είδους ενέργειες αποδυναμώνουν τα πραγματικά συνδικαλιστικά όπλα που διαθέτουμε ως Επιστήμονες; Μήπως εθελοτυφλούμε παραγνωρίζοντας το αυτονόητο ότι η Οργάνωση θα επανακτήσει το κύρος της και θα μπορέσει να προστατεύσει το εργασιακό καθεστώς των Εκπαιδευτικών μόνο μέσα από την απόδειξη της σοβαρότητας και της υπευθυνότητάς της ηγεσίας της; Κι αυτό προφανώς απαιτεί από όλους σεβασμό των νόμιμων διαδικασιών στα εσωτερικά της Οργάνωσης, αλλά και προσήλωση σε αρχές δημοκρατικού διαλόγου για τη διεκδίκηση των θέσεών μας. Απαιτεί κατανόηση των πραγματικών αναγκών των μαθητών και της κοινωνίας. Απαιτεί πειθώ, η οποία επιτυγχάνεται μέσα από τεκμηριωμένες θέσεις που έχουν ως γνώμονα την έγνοια για το μέλλον του δημόσιου σχολείου και των μαθητών μας. Απαιτεί διεκδικητική στάση για σεβασμό των θέσεων της Οργάνωσης με παράλληλη επίδειξη σεβασμού απέναντι στο συνομιλητή – εργοδότη, μια συμπεριφορά που αρμόζει σε Επιστήμονες και Παιδαγωγούς.

Εν τέλει, με δεδομένη την κρίση των καιρών και τη δυσμενή θέση στην οποία βρίσκεται το δημόσιο σχολείο, αλλά και την απαξίωση του έργου των Εκπαιδευτικών από την κοινωνία, θέλουμε μια Οργάνωση που απλώς να φωνασκεί και να συγκρούεται ή μια ΟΕΛΜΕΚ που να επιχειρηματολογεί τεκμηριωμένα και να πείθει ;

* Αντιπρόεδρος Νέας Κίνησης Καθηγητών




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











179