ΤΗΣ ΛΙΑΝΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*
Με χαροποιεί ιδιαίτερα η παρρησία με την οποία καταθέσατε πως «οι εθνικές και θρησκευτικές ταυτότητες και συνειδήσεις ούτε ακυρώνονται ούτε διαγράφονται ούτε παραγράφονται ούτε και διατάσσονται». Αυτό σεβαστέ κύριε Θεμιστοκλέους θα ήθελα να το τονίσετε (όπως και σε αντίστοιχη Θέση σας στην Επιτροπής Παιδείας το 2006 που έχω ερευνητικά καταγράψει) σε Φορείς που γνωματεύουν αφελώς στο όνομα μιας «εντόπιας ουδετεροθρησκίας». Ερευνητικά, την έχω εντοπίσει μόνο στο Γαλλικό εκπαιδευτικό μοντέλο (ιστορικά Πολιτικός Φιλελευθερισμός) και πολύ μεταγενέστερα κατά τα τέλη του 20ού στο Αλβανικό εκπαιδευτικό σύστημα. Στον Πολιτικό Φιλελευθερισμό τα θρησκευτικά -και όχι μόνο- δικαιώματα του ατόμου, υπερέχουν των δικαιωμάτων του συνόλου: η ατομοκρατία.
Στο όνομα λοιπόν των καταβολών του Πολιτικού Φιλελευθερισμού, αιτείται η αποπροσωποποίηση της ταυτότητας και της συνείδησης ήδη ταυτοποιημένων Ελλήνων και Ορθοδόξων συνάμα (όπου στοιχείο ταυτοποίησης το Πιστοποιητικό Γεννήσεως) στο όνομα μιας δήθεν δικαιωματικής «Ουδετερότητας» ως ιδεολογίας.
Για αυτό να ανησυχείτε.
Μην ανησυχείτε τη φυσικοποίηση της ιδεολογίας των αφηγήσεων. Θεωρώ πως το άρθρο του κλασικού της Ιστορίας της Κυπριακής Εκπαίδευσης, σεβαστού Καθηγητή Περσιάνη- γιατί θα ήταν αχαριστία ως αφέλεια μια μη τέτοια παραδοχή ως «ο κλασικός»,πρώτον, δεν στοχεύει στην υπερ-ανάλυση (σε όλη του την πορεία ο Καθηγητής κατάθεσε πολλές τέτοιες υπερ-αναλύσεις)και το κυριότερο δεν στοχεύει στην παραδοχή τηςφυσικοποίησης των τριώναφηγήσεων που συστηματοποιεί. Όσον αφορά στις αφηγήσεις γενικά, OBruner ( 1991 ) μιλά για τον αφηγηματικό τρόπο σκέψης (narrative of thinking), ως το είδος σκέψης-προοργανωτή εμπειριών. Οι εμπειρίες όμως δεν είναι γενικεύσιμο μέγεθος, ούτε κανοναρχούνται από τη στατικότητα. Η φύση, το πλαίσιο, η δομή, η λειτουργία και η αναμενόμενη μετα-λειτουργία των αφηγήσεων απασχολεί ανθρωπολόγους, ψυχολόγους, κειμενογλωσσολόγους , αφηγηματολόγους (Ματσαγγούρας, 2001) και ειδικούς στην Ποιοτική έρευνα Ανάλυσης Περιεχομένου. Τα είδη λόγου, ως κατηγορίες κειμένων, αποτελούν –κι αυτό είναι ερευνητική παραδοχή- κοινωνικές κατασκευές (Δομισμός) που όπως σωστά έχετε διαπιστώσει εξυπηρετούν διαφορετικές κοινωνικές λειτουργίες οι οποίες όμως συγκειμενικά είναι αναστρέψιμες, γιατί ακριβώς υπάρχει μια εξελικτικά δυναμική σχέση πομπού και δέκτη.
Διακριτό εξ άλλου είναι το στοιχείο της ανατροπής της φυσικοποίησηςπου εκδηλώνεται ως προβληματισμόςτου αρθρογράφου στην «Τρίτη» του αφήγηση. Σας παραπέμπω στο δικό μου δημοσιευμένο σχόλιο στον Περσιάνη: «Οι δύο συν μία αφηγήσεις: (1) Εθνικός Αλυτρωτισμός. Αφήγηση πρώτη. Σε επίπεδο Αναλυτικών Προγραμμάτων για τον εικοστό αιώνα, άτυπα συστηματοποιείται με το Νόμο 6 του 1905 τουλάχιστο για τη Μέση Εκπαίδευση. (2) Αφήγηση δεύτερη: Συναισθηματική ματαίωση (ποτέ όμως ιδεολογική αποφόρτιση) ως το εκ του συγκειμένου παράγωγο των αντικειμενικών καταστάσεων. Η τρίτη αφήγηση που σοφά συστηματοποιείτε ως διακριτή, με φοβίζει κι εμένα, κύριε Καθηγητά. Δεν ξέρω αν η αρχή της αιτιοκρατίας μπορεί να τη συστηματοποιήσει ως «Περίοδο Ισοστασίας» όπως πολλοί θέλουν να την βλέπουν ως τέτοια: όμως, τα δύο μέρη ( Ε/Κ και Τ/Κ) που απαρτίζουν την επιφάνεια μπορεί μεν να «ισορροπούν» στο ίδιο υλικό - η «ισορροπία» όμως τούτη είναι άρριζη με όλες της τις συνεπαγωγές. Ιστορικά τα Μέρη δεν είναι σύμφυτα».
Έχετε λοιπόν απόλυτο δίκιο κύριε Θεμιστοκλέους, πως, οι εθνικές και θρησκευτικές ταυτότητες και συνειδήσεις ούτε ακυρώνονται ούτε διαγράφονται ούτε παραγράφονται ούτε και διατάσσονται γιατί απλά ο δέκτης της αφήγησης, είναι ο καταλύτης της ισοστασίας.
Παραπομπές: