Περί …. νοοτροπιών και μεταρρυθμίσεων


ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΒΑΛΑΝΙΔΗ*

Πολλές φορές επικεντρωνόμαστε στο περιεχόμενο των μαθημάτων και όχι στις γνωστικές δεξιότητες. Επικεντρωνόμαστε στην απομνημόνευση και όχι στην κριτική ανάλυση του περιεχομένου. Επικεντρωνόμαστε στο να πετύχουν οι μαθητές και οι φοιτητές μας σε μία ή περισσότερες εξετάσεις, αλλά δεν εξασφαλίζουμε ότι θα είναι και επιτυχημένοι στην κοινωνία. Η επιτυχία σε προκατασκευασμένα διαγωνίσματα και εξετάσεις δε σημαίνει κατ’ ανάγκην επιτυχία στη ζωή τους. Αυτό που έπρεπε να μας ενδιαφέρει είναι να οπλίσουμε τους αυριανούς πολίτες με όσα θα τους είναι χρήσιμα σε ένα περιβάλλον που μετασχηματίζεται με απρόσμενους ρυθμούς. Με αυτόν τον προσανατολισμό, ένας πολύ συγκεκριμένος στόχος της εκπαίδευσης είναι η πολύπλευρη ανάπτυξη του ατόμου και η ικανότητά του να συμμετέχει σε δημοκρατικές διαδικασίες και να εμπλέκεται γνωστικά στη λήψη αποφάσεων για τον ίδιο και την κοινωνία, με αξιοποίηση των κριτικών του δεξιοτήτων, που το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να καλλιεργεί.

Πολλές φορές με τις εξετάσεις επιδιώκουμε απλή αναμετάδοση πληροφοριών. Στη φυσική ή τα μαθηματικά, για παράδειγμα, ζητούμε να μας λύσουν ένα πρόβλημα. Και μπορεί πολλές φορές να λύνουν το πρόβλημα αλγοριθμικά, αλλά να μην έχουν σωστή κατανόηση του αντίστοιχου περιεχομένου. Δυστυχώς αγνοούμε τις πραγματικότητες, αγνοούμε τις επιδόσεις μας όταν συμμετέχουμε σε διεθνείς εξετάσεις ή τις κρύβουμε. Αγνοούμε τις συστάσεις της ΟΥΝΕΣΚΟ, αγνοούμε τα δεδομένα και πηγαίνουμε από τη μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην άλλη μετακινούμενοι προς τα πίσω, με αποτέλεσμα την υπονόμευση του μέλλοντος του τόπου μας, χάριν των ολίγων… μεταρρυθμιστών.

Κατ’ αρχήν, δεν αποδέχομαι ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι θέμα ενός κόμματος ή κομματική πολιτική. Και σαφώς δεν αποδέχομαι ότι η προηγούμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ήταν υπόθεση ενός ανθρώπου που ήταν ο τότε Υπουργός Παιδείας ή εκείνων που τον συμβούλευαν ως από καθέδρας σοφοί. Ποιοι όμως από αυτούς ανέλαβαν ευθαρσώς ευθύνη για τις επιτυχίες και κυρίως τις ευδιάκριτες και συγκεκριμένες αποτυχίες, και εντάσεις της παραπαίουσας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και την απορύθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος; Πώς δικαιολογούνται οι τότε πιστώσεις των προϋπολογισμών και η εκταμίευση εκατομμυρίων για πολυδάπανες δράσεις, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα ή και με αρνητικό αντίκτυπο στην κυπριακή κοινωνία;

Σήμερα και με την οικονομική κρίση, θα έπρεπε ο απλός πολίτης, ο ενεργός πολίτης, ο εκπαιδευτικός, ο πανεπιστημιακός, να αναρωτηθεί: πόσα μας στοίχισε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση; Πόσα μας στοίχισαν τα λεγόμενα εθνικά επίπεδα; Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Ποιοι και πώς έγιναν σαφώς πλουσιότεροι και διαθέτουν ήδη και οικογενειακές/φιλικές εταιρείες/επιχειρήσεις;

Όσον αφορά την παιδεία μπορούν να γίνουν πολλά πράγματα χωρίς οικονομική επιβάρυνση. Επίσης οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, κατά τη δική μου άποψη, δε γίνονται σε κλειστές αίθουσες με τη σοφία των ολίγων. Αυτοί οι οποίοι μπορούν να κάνουν πραγματική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι οι εκπαιδευτικοί. Νοουμένου ότι θα τους δοθούν οι δυνατότητες, η επιμόρφωση, τα κίνητρα, για να απελευθερωθούν οι ανθρώπινες δυνάμεις τους και το πλούσιο δυναμικό όλων των λειτουργών της εκπαίδευσης και τον ταυτόχρονο στιγματισμό/αποκλεισμό όσων είναι ή συμπεριφέρονται ως μισθοφόροι της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων.

Επίσης το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού δεν μπορεί να μεριμνά μόνο για τη δημόσια εκπαίδευση ή τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα ή/και πανεπιστήμια. Είναι Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και για τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια και πανεπιστήμια, και όχι απλή εποπτική και γραφειοκρατική αρχή. Η μεθοδολογία όμως που εφαρμόζεται είναι προσαρμοσμένη στη δημόσια εκπαίδευση, η οποία δέχεται τις πλούσιες επιχορηγήσεις, ενώ η ιδιωτική εκπαίδευση βρίσκεται σε δυσμενή θέση.

Όσον αφορά, για παράδειγμα την έρευνα, τα κονδύλια που διατίθενται, γιατί διατίθενται μόνο στη δημόσια εκπαίδευση; Λαμβάνοντας υπόψη ότι, ως κράτος, έχουμε χαμηλή απορροφητικότητα κονδυλίων από την ευρωπαϊκή ένωση, εύκολα διαπιστώνεται ότι  η ερευνητική προσπάθεια θα έπρεπε να διαχέεται σε κάθε δυνατή κατεύθυνση, ανεξάρτητα από τις ιδιότητες των κρατικών ή ιδιωτικών ιδρυμάτων. Το κράτος (και οι προεκτάσεις του) «είναι αρκετά παχύσαρκο» διαπίστωσε και διακήρυξε πρόσφατα ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η παχυσαρκία όμως του κράτους και η συντήρησή του έχει σημαντικές επιπτώσεις σε άλλους ιδιωτικούς φορείς, που δεν είναι σε θέση να διαθέτουν τα ογκώδη κρατικά κονδύλια που στηρίζουν το δημόσιο τομέα, χωρίς όμως ισοδύναμα/ισάξια αποτελέσματα.  Είναι αυτονόητο ότι τα ερευνητικά κονδύλια και τα κίνητρα θα έπρεπε να διοχετεύονται προς κάθε κατεύθυνση, συνυπολογίζοντας ικανότητες και αποτελεσματικότητα, και όχι στη βάση της διάκρισης δημόσιος και ιδιωτικός φορέας.  

Είναι επίσης ηλίου φαεινότερο ότι, λόγω μη προγραμματισμού, κάνουμε δαπάνες οι οποίες στο μέλλον θα μας φέρουν σε αδιέξοδο. Για παράδειγμα, η καλύτερη βιβλιοθήκη σήμερα στην Κύπρο είναι η βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κύπρου, λόγω σημαντικής κρατικής χορηγίας και στήριξης. Γιατί όμως φιλοδοξούμε ότι για το Ανοικτό Πανεπιστήμιο, το ΤΕΠΑΚ, ή ακόμα το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο θα πρέπει να διαθέσουμε αντίστοιχα τεράστια κονδύλια, για να έχουν μια ισάξια βιβλιοθήκη; Γιατί δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν από την ίδια πολυδάπανη επένδυση; Γιατί όχι ακόμα και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια του τόπου μας δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν από την ίδια επένδυση, ακόμα και με δική τους σχετική επιβάρυνση; Τα ηλεκτρονικά μέσα και οι νέες τεχνολογίες επιτρέπουν την πρόσβαση σε όλους τους φοιτητές, ακόμα και σε φοιτητές των ιδιωτικών πανεπιστημίων και σε απλούς πολίτες. Πόσο αντέχει αυτός ο τόπος, για να διαθέτει αυτά τα τεράστια ποσά, για να δημιουργεί αυτόνομες βιβλιοθήκες σε κάθε πανεπιστήμιο; Αναπόφευκτα πρέπει να εξεταστεί το μέγεθος της δαπάνης και πώς αξιοποιείται. Γιατί ακολουθούμε πολιτικές που οδηγούν τον τόπο σε οικονομικά αδιέξοδα και μνημόνια; Γιατί θα πρέπει τις ίδιες εκδόσεις, τα ίδια περιοδικά να τα αγοράζουν δέκα πανεπιστήμια και δεν μπορεί να γίνει ένα είδος συνεργασίας ούτως, ώστε να υπάρχει ηλεκτρονική πρόσβαση, η εξ αποστάσεως πρόσβαση, την οποία δεν αξιοποιούμε; Θεωρώ ότι έπρεπε σε μια νέα σύγχρονη βιβλιοθήκη να συμμετέχουν όλα τα ακαδημαϊκά ιδρύματα, το καθένα με τη συνεισφορά του και αυτή η βιβλιοθήκη να είναι πρότυπη, όχι μόνο για την Κύπρο, αλλά ίσως και διεθνώς.

Οφείλω επίσης να υπογραμμίσω με έμφαση την υποβάθμιση, ή τη σχεδόν διαγραφή, της Κρατικής Κυπριακής Βιβλιοθήκης από την κρατική μέριμνα και υποστήριξη, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση ή τον εκμηδενισμό του σημαντικού κοινωνικού, μορφωτικού και πολλαπλού συντονιστικού ρόλου της που θυσιάζεται στο βωμό άγνωστων σκοπιμοτήτων ή, το λιγότερο, είναι απόρροια ετσιθελισμών και παντελούς απουσίας προγραμματισμού και οράματος.

Δεν υπάρχει στρατηγικός και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός. Στα πανεπιστήμιά μας δημιουργούμε τμήματα και σχολές τα οποία στο μέλλον ίσως να υποχρεωθούμε να κλείσουμε, όπως γίνεται και στην Ελλάδα. Γιατί, για παράδειγμα, θα έπρεπε να έχει τα ίδια τμήματα το ΤΕΠΑΚ και το Πανεπιστήμιο Κύπρου; Αυτό σημαίνει διπλά εργαστήρια, διπλά μέλη ΔΕΠ, διπλά έξοδα. Δε είμαι εναντίον του ΤΕΠΑΚ ή του Πανεπιστημίου Κύπρου ή για το ότι η Λεμεσός έπρεπε να αποκτήσει πανεπιστήμιο. Εξέτασε κανείς τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των ιδρυμάτων αυτών στην παρούσα μορφή τους; Ποιες είναι οι ενέργειες που γίνονται για τη μετατροπή της Κύπρου σε περιφερειακό εκπαιδευτικό κέντρο; Εκτός από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, τα οποία προσελκύουν και ξένους φοιτητές, τα κρατικά πανεπιστήμια απευθύνονται κυρίως στον περιορισμένο κυπριακό πληθυσμό. Θα έπρεπε να μετρήσουμε αριθμούς, να υπολογίσουμε δαπάνες, έσοδα και δυνατότητες και να πάρουμε ορθές αποφάσεις για το μέλλον μιας ημικατεχόμενης πατρίδας.

*Kαθηγητής του Πανεπιστημίου Frederick και συντονιστής του Εξ Αποστάσεως Μεταπτυχιακού «Αναλυτικά Προγράμματα και Διδασκαλία».




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










160