ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Όπως ανακοινώθηκε στις 25 Νοεμβρίου από τον αντιπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα των ΗΕ στην Κύπρο Έσπεν Άϊντα, oι ηγέτες των δυο κοινοτήτων αποφάσισαν, ύστερα από πρόταση του τουρκοκύπριου ηγέτη Mουσταφά Ακιντζί, το διορισμό μιας Τεχνικής Επιτροπής για την εκπαίδευση. Η απόφαση αυτή ήλθε εννιά μέρες μετά την επίθεση ελληνοκυπρίων μαθητών εναντίον τουρκοκυπρίων στη Λευκωσία το πρωί της 16ης Νοεμβρίου.
Στο άρθρο αυτό θα γίνει προσπάθεια να εξετασθεί η βάση πάνω στην οποία, και οι τρόποι με τους οποίους, πιθανό να προχωρήσει στο έργο της η Επιτροπή. Λογικά οι στόχοι της θα είναι βραχυπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι. Ο βραχυπρόθεσμος στόχος θα είναι να οικοδομήσει εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών των δυο κοινοτήτων, και ο μακροπρόθεσμος να θέσει τις βάσεις για δημιουργία μιας νέας αφήγησης η οποία θα βοηθήσει τους τουρκοκύπριους και τους ελληνοκύπριους να δουν τον εαυτό τους και τα μέλη της άλλης κοινότητας πολύ διαφορετικά από ό,τι τους έβλεπαν τα τελευταία σαράντα ή πενήντα χρόνια και να αλλάξουν ριζικά την αμοιβαία συμπεριφορά τους.
Η οικοδόμηση εμπιστοσύνης είναι ασφαλώς πολύ δύσκολο έργο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ιδιαίτερη δυσκολία, πιστεύω, θα υπάρχει σχετικά με τα επιχειρήματα που θα προτείνουν τα μέλη της Επιτροπής προς τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς και τους αρχηγούς των κομμάτων για να τα χρησιμοποιούν στην προσπάθειά τους να πείσουν τα παιδιά τους, τους μαθητές τους και τα μέλη τους ότι πρέπει να αλλάξουν στάση. Τι μπορούν να τους πουν για να τους πείσουν; Ότι οι σημερινοί πρώην αντίπαλοί τους άλλαξαν συμπεριφορά; Ότι έχουν τώρα ανοικτό μυαλό, ότι απέβαλαν τα στερεότυπα, ότι συμπεριφέρονται πλέον με ευγένεια και ευπρέπεια ως καλοί πολίτες; Ασφαλώς δεν μπορούν να τους λεν τέτοια επιχειρήματα , αφού η όλη εκστρατεία αφορμάται από ένα επεισόδιο επίθεσης. Η άλλη επιλογή βέβαια είναι να προτείνουν αναθεώρηση των βιβλίων Ιστορίας της Κύπρου και εισαγωγή μαθήματος για την ομοσπονδία. Αυτά όμως εντάσσονται στα μακροπρόθεσμα μέτρα.
Κατά την άποψή μου, η σύσταση της Επιτροπής είναι βεβιασμένη και πρόωρη. Απόδειξη ότι είναι βεβιασμένη είναι το γεγονός ότι αφορμήθηκε από γενίκευση μιας πράξης δεκαπέντε μεμονωμένων και συστηματικά παρανομούντων μαθητών, όπως αποδεικνύεται από τη δημοσιευόμενη στις σημερινές εφημερίδες ανακοίνωση του Μαθητικού Συμβουλίου του εμπλεκομένου σχολείου. Το ότι είναι βεβιασμένη αποδεικνύεται επίσης και από το απλό γεγονός ότι επιλέγηκε ένα αρνητικό γεγονός ως αφόρμηση. Η όλη προσπάθεια θα είχε πολύ μεγαλύτερες ελπίδες επιτυχίας, αν η σύσταση της Επιτροπής ξεκινούσε από μια πράξη θετική, για παράδειγμα, από μια επωφελή και για τις δυο κοινότητες συνεργασία που θα πρόβαλλε και θα υπογράμμιζε την επιθυμία και τη βούληση των δυο κοινοτήτων να εργασθούν έμπρακτα για το αμοιβαίο όφελος. Αυτό θα δημιουργούσε μια θετική δυναμική που θα μπορούσε να βοηθήσει. Τέτοιες πράξεις υπήρξαν στο παρελθόν, από ό,τι θυμούμαι, αλλά δεν αξιοποιήθηκαν.
Η απόφαση είναι επίσης πρόωρη, αφού αναθέτει στην Επιτροπή, έστω και αν ονομάστηκε τεχνική, να συμβάλει, με τα μέτρα που θα προτείνει, στην καλλιέργεια πνεύματος συνεργασίας και ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ των δυο κοινοτήτων Αυτό σημαίνει ότι ουσιαστικά καλείται να συμβάλει στη διαμόρφωση της νέας αφήγησης που είναι απαραίτητη για την ειρηνική συμβίωση των δυο κοινοτήτων. Υπάρχει δηλαδή στο μυαλό πολλών, όπως και στο μυαλό του κ Ακιντζί που πρότεινε αυτή την Επιτροπή, η παραδοχή ότι μπορεί να δημιουργηθεί και να επικρατήσει στην Κύπρο μια τέτοια αφήγηση, πριν οι διακοινοτικές συνομιλίες καταλήξουν σε κάποια αποδεκτή και για τις δυο κοινότητες λύση. Κάτι τέτοιο όμως, να αλλάξει δηλαδή απλώς με λόγια η κυρίαρχη αφήγηση, είναι αδύνατο, όπως διαπιστώθηκε παγκοσμίως από επιστημονικές έρευνες. Συγκεκριμένα, οι N.Fairclough και R.WodaK(1997), Critical discourse analysis,σ.276)υποστηρίζουν ότι απαραίτητο στοιχείο για την επιτυχή γέννηση μιας αφήγησης είναι το ‘πλαίσιο της δυνατότητας’(context of possibility).Αφήγηση δεν παράγεται χωρίς πλαίσιο και δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή, αν δεν ληφθεί υπόψη το πλαίσιο». Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αναμένουμε ότι θα γεννηθεί αυτή η πολύ σημαντική για το μέλλον των δυο κοινοτήτων και ολόκληρης της χώρας αφήγηση, αν δεν υπάρξει κάτι ουσιαστικό και χειροπιαστό που να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη των δυο κοινοτήτων βλέπουν την πραγματικότητα , δηλαδή αν οι δυο πλευρές δεν καταλήξουν σε μια τελική συμφωνία. Το παράδειγμα της συμφιλίωσης των Γερμανών και των Γάλλων είναι διαφωτιστικό. Η αφήγηση δημιουργήθηκε μετά το τέλος του πολέμου, όχι πριν απ’αυτό. Δεν μπορεί να στηριχθεί η αφήγηση απλώς και μόνο σε λόγια και δημοσιεύματα ή σε προπαγάνδα στα σχολεία. Για να γίνει πειστική διαφώτιση πρέπει οι διαφωτιστές και οι διαφωτιζόμενοι να ξέρουν ποια είναι η πραγματικότητα πάνω στην οποία θα βασισθεί η λύση, και συγκεκριμένα, αν αυτή θα είναι «η πραγματικότητα όπως έχει διαμορφωθεί επί του εδάφους», όπως επιμένουν οι ηγέτες της Τουρκίας και των Τ/Κ εδώ και σαρανταένα χρόνια, ή η πραγματικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης και εθνικής αξιοπρέπειας.
*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου