ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Από την πρόσφατη διαφωνία μεταξύ του ΥΠΠ και των Γ.Α. της ΟΕΛΜΕΚ σχετικά με τον καταλληλότερο τρόπο κατάρτισης των μελλοντικών διευθυντών σχολείων ήλθε στην επιφάνεια ένα ενδιαφέρον θέμα φιλοσοφίας της εκπαίδευσης σχετικά με τον ενδεδειγμένο τρόπο κατάρτισης των διευθυντών και επομένως και τα βασικά χαρακτηριστικά που αυτοί πρέπει να έχουν στην Κύπρο. Το ΥΠΠ προτείνει την εκπαίδευση των υποψηφίων διευθυντών στην ιδρυθησόμενη Ακαδημία Σχολικής Διοίκησης, ενώ οι Γ.Α. της ΟΕΛΜΕΚ απορρίπτουν αυτή την πρόταση και ζητούν την κατάρτιση των υποψηφίων στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, μετά την προαγωγή τους. Δεν είναι γνωστό κατά πόσο το ΥΠΠ στηρίζει την πρότασή του για την Ακαδημία Σχολικής Διοίκησης σε προτίμησή του για μια συγκεκριμένη εκπαιδευτική φιλοσοφία και ένα συγκεκριμένο τύπο διευθυντή. Οι Γ.Α. της ΟΕΛΜΕΚ πάντως κατηγορούν το ΥΠΠ ότι με την πρόταση αυτή «είναι προφανές ότι εξυπηρετεί συμφέροντα» «ακαδημαικών αλλά και πανεπιστημιακών ιδρυμάτων»(Paideia-news,24 Δεκ. 2004). .
Είναι πραγματικά ατυχές γιατί ένα τόσο σοβαρό θέμα συζητείται χωρίς αναφορά ούτε στη διαφορετική εκπαιδευτική φιλοσοφία που βρίσκεται πίσω από τους δυο τύπους κατάρτισης διευθυντών που προτείνονται ούτε στα ιστορικά παραδείγματα διευθυντών που διακρίθηκαν στην Κύπρο και στο εξωτερικό , ώστε να διαφωτισθούν οι γονείς και η κοινή γνώμη και να συμμετάσχουν στη συζήτηση, αν το επιθυμούν.
Η μεγαλύτερη γενιά στην Κύπρο που γνώρισε πετυχεμένους και πραγματικά μεγάλους γυμνασιάρχες όπως τους Κ. Σπυριδάκι και Φ.Πετρίδη στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, τον Π. Πασχαλίδη στο Γυμνάσιο Πάφου και τον Κ. Χατζηιωάννου στο Γυμνάσιο Αμμοχώστου, ξέρει πως αυτοί είχαν ως κύρια χαρακτηριστικά την άρτια επιστημονική κατάρτιση, τη βαθιά πνευματικότητα, τον ορθολογισμό και τα άλλα ιδανικά του Διαφωτισμού(πίστη στην πρόοδο και στον εκσυγχρονισμό) , την προσήλωση στη γενική παιδεία και την υψηλή κουλτούρα, και την ικανότητα άρθρωσης τεκμηριωμένου λόγου με τον οποίο επικοινωνούσαν με επάρκεια όχι μόνο με τους μαθητές και τους συναδέλφους τους αλλά και με την κοινότητα η οποία στήριζε ηθικά και οικονομικά το σχολείο τους (τα σχολεία ήταν κοινοτικά) και μπροστά στην οποία κατέθεταν στο τέλος κάθε σχολικού έτους τη λογοδοσία τους. Ξέρει επίσης πως ο τύπος αυτός γυμνασιάρχη είχε ως πρότυπα τους διευθυντές των μεγάλων κλασικών σχολείων της Γερμανίας και των Public Schools της Αγγλίας όπως τον Thomas Arnold, τον John Percival, τον Joseph Drury και πολλούς άλλους, οι οποίοι έμειναν στην παγκόσμια ιστορία της εκπαίδευσης όχι μόνο για τα υψηλά μαθησιακά αποτελέσματα των σχολείων τους αλλά και για τη λαμπρή εκπαιδευτική παράδοση που δημιούργησαν σε θέματα διοίκησης σχολείου και στο ήθος που καλλιέργησαν στους μαθητές τους. Ο Ν. Καζαντζάκης στο ταξιδιωτικό του «Αγγλία» πλέκει το εγκώμιο αυτού του ήθους. Οι διευθυντές των σχολείων αυτών, όπως και ο Κ. Σπυριδάκις και οι άλλοι Κύπριοι γυμνασιάρχες, δεν φοίτησαν σε σχολεία σχολικής διοίκησης για να γίνουν διευθυντές. Την εποχή τους εθεωρείτο επαρκής μόρφωση η γενική τους παιδεία, η επιστημονική τους κατάρτιση, το ήθος , και οι εμπειρίες που αποκτούσαν από την εργασία τους στο σχολείο και την εμπλοκή τους στα κοινά.
Ο άλλος τύπος διευθυντή διαμορφώθηκε στις ΗΠΑ με πρότυπο τον manager των επιχειρήσεων, δίνοντας δηλαδή έμφαση στην καλλιέργεια των δεξιοτήτων που χρειάζονται για καλύτερη αξιοποίηση των πόρων (ανθρώπινων και υλικών) του σχολείου και την όσο το δυνατό μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, και μεταφέρθηκε στην Κύπρο τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια από ακαδημαϊκούς που σπούδασαν σε αμερικανικά πανεπιστήμια. Αυτός ο τύπος διευθυντή αγκαλιάστηκε πολύ γρήγορα από μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών, κυρίως της δημοτικής εκπαιδεύσεως. Έτσι εξηγείται ο μεγάλος αριθμός πανεπιστημιακών (ιδιωτικών και δημοσίων) τμημάτων και άλλων σχολών και ινστιτούτων που ιδρύθηκαν για να προσφέρουν μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Σχολική Διοίκηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και πολλοί αδιόριστοι εκπαιδευτικοί προτίμησαν να παρακολουθήσουν πρόγραμμα διοίκησης σχολείου παρά διεύρυνσης και εμβάθυνσης στο γνωστικό τους αντικείμενο ή στη γλώσσα ή στα βασικά παιδαγωγικά θέματα (Φιλοσοφία της Εκπαίδευσης, Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Ιστορία της Εκπαίδευσης), παρόλο που θα πετύγχαναν τον κύριο στόχο τους(απόκτηση δυο επιπλέον πιστωτικών μονάδων που θα επιτάχυναν το διορισμό τους) και με την παρακολούθηση και αυτών των προγραμμάτων, και παρόλο που δυσκολεύονταν πολύ να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα σχολικής διοίκησης λόγω του ότι δεν είχαν τις αναγκαίες εμπειρίες. Όλα αυτά τα χρόνια κανένας δεν φάνηκε να δίνει σημασία σ’ αυτή την αλλαγή του τρόπου κατάρτισης των διευθυντών σχολείων στην Κύπρο ούτε να διερωτάται αν ο τύπος αυτός του διευθυντή , που σχεδιάστηκε για μια χώρα όπου ο διευθυντής χρειάζεται να έχει γνώσεις μάνατζερ γιατί έχει μεγάλη αυτονομία και χρειάζεται να διαχειρισθεί ακόμα και ξεχωριστό προϋπολογισμό σχολείου, είναι ο καταλληλότερος για τα κυπριακά σχολεία, ακόμα και για τα μικρά δημοτικά σχολεία των 50 και 100 μαθητών.
Πιστεύω πως είναι καιρός το ΥΠΠ να ασχοληθεί σοβαρά με την εξέλιξη αυτή και να θέσει προς συζήτηση το θέμα των εφοδίων που χρειάζονται οι διευθυντές στην Κύπρο σήμερα και του τρόπου κατάρτισής τους. Επιπλέον, θα πρέπει να ανακοινώσει στις εκπαιδευτικές οργανώσεις,στους εκπαιδευτικούς και στους γονείς ποια είναι η δική του φιλοσοφία στο θέμα αυτό.
*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου