Πολιτικός ρεαλισμός και η περίπτωση της Κύπρου


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

Οι συζητήσεις που γίνονται τον τελευταίο μήνα γύρω από το νομοσχέδιο περί εκποιήσεων και οι κατηγορίες που εκτοξεύονται εναντίον της Κυβέρνησης ότι δεν αντιστάθηκε όσον έπρεπε στις πιέσεις της Τρόικα θυμίζουν πολύ τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν το 2004 και εξακολουθούν ακόμα να επαναλαμβάνονται εναντίον του Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου ότι δεν διαπραγματεύθηκε στο Μπούργκενστοκ όσον έπρεπε και δεν επέμενε, ενώ θα μπορούσε να το επιτύχει, στη βελτίωση των όρων του σχεδίου Ανάν, ώστε αυτό να γίνει αποδεκτό. Θα μπορούσε ακόμα να πει κάποιος ότι οι κατηγορίες αυτές θυμίζουν και τις κατηγορίες εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ το Φεβρουάριο του 1959, ότι δεν αντιστάθηκε όσον έπρεπε στους Αγγλοτούρκους στις συνομιλίες  του Λονδίνου για να βελτιώσει τους όρους της Συνθήκης,  ώστε αυτή  να γίνει λιγότερο επαχθής.

Όπως και τότε, έτσι και σήμερα οι κατήγοροι είναι οπαδοί του πολιτικού ρεαλισμού, της πολιτικής φιλοσοφίας δηλαδή που υποστηρίζει την άποψη ότι οι σχέσεις μεταξύ των κρατών είναι συγκρουσιακές, γιατί στηρίζονται στα συμφέροντά τους και ,επομένως, δεν πρέπει ποτέ μια χώρα να ακολουθεί την «πολιτική του καλού παιδιού» και να δέχεται αμαχητί τις απαιτήσεις της άλλης πλευράς, αλλά πρέπει να αντιστέκεται και «να κτυπά το χέρι στο τραπέζι», αν χρειαστεί.

Η πολιτική αυτή είναι σωστή στη θεωρία,  έχει όμως τρία σοβαρά μειονεκτήματα, πρώτο, δεν μας συμβουλεύει μέχρι ποιου σημείου μπορούμε  να τραβήξουμε το σχοινί, δεύτερο, παρέχει συχνά τη δυνατότητα στους υπεύθυνους μιας κακής κατάστασης να μετασχηματίζουν την ουσία του θέματος και να μετατρέπονται από υπόλογοι σε τιμητές και κατηγόρους, και , τρίτο, δεν μας συνιστά να μην την εφαρμόζουμε στις περιπτώσεις που δεν φροντίσαμε ως κράτος και ως κυβέρνηση να μην είμαστε η αδύνατη πλευρά, γιατί, όπως είναι φυσικό, στις περιπτώσεις άνισων αντιπάλων, ο ισχυρότερος εκβιάζει. Αυτό το διαπίστωσε πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια ο πρώτος ιστορικός που κατανόησε αυτή την πολιτική, όπως την είδε να εφαρμόζεται στην πράξη στον Πελοποννησιακό πόλεμο, ο Θουκυδίδης. «Όπως είναι σήμερα τα πράγματα», έγραψε στην Ιστορία του, «θέμα δικαίου τίθεται μόνο όταν οι αντίπαλοι είναι ισοδύναμοι, στις άλλες περιπτώσεις οι ισχυροί κάνουν ό,τι μπορούν και οι αδύνατοι υποφέρουν ό,τι πρέπει». Δεν υπάρχει κανένας άλλος μοχλός σ’ αυτού του είδους τη σχέση παρά μόνο η στυγνή δύναμη. Ούτε ηθική, ούτε δίκαιο, ούτε καλοσύνη, ούτε ανθρωπιά. Μόνο η δύναμη του ισχυρού.

Τι έγινε  στη Ζυρίχη και στο Λονδίνο; Οι Άγγλοι είχαν συμφωνήσει σε όλα με την Τουρκική πλευρά και οι όροι της συμφωνίας δεν μπορούσαν να αλλάξουν, όσο κι αν πίεζε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Τι έγινε στο Μπούργκενστοκ; Το σχέδιο Ανάν ήταν έτοιμο ύστερα από επανειλημμένες συσκέψεις Άγγλων, Αμερικανών και Τούρκων και τίποτε δεν μπορούσε να το αλλάξει. Δεν υπήρχε καμιά δύναμη που να τους αναγκάσει να το αλλάξουν. Τι γίνεται σήμερα με την Τρόικα; Οι όροι καθορίστηκαν με βάση τους υπολογισμούς για την οικονομική κατάσταση (ενεργητικό και  «κόκκινα» δάνεια )των τραπεζών των δύο εκθέσεων της Black Rock και της PIMCO από  το  2012. Με βάση αυτούς τους υπολογισμούς αποφασίσθηκε το κούρεμα, το ύψος του, το ύψος του δανείου που θα παραχωρείτο στην Κύπρο, καθώς και ο χρόνος εκταμίευσης και το ύψος κάθε  δόσης. Οι πιστωτές πιστεύουν πως μόνο μ’ αυτούς τους όρους διασφαλίζουν την επιστροφή των χρημάτων τους. Ποιος θα τους αναγκάσει να αλλάξουν γνώμη και με ποιο μοχλό πίεσης;

Τι μπορούν λοιπόν να κάνουν οι αδύνατοι στις περιπτώσεις αυτές; Απλώς να δεχθούν τον εκβιασμό της άλλης πλευράς; Ασφαλώς όχι. Υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα να μη δεχτούν, αλλά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είναι διορατικοί και υπεύθυνοι ,ώστε να φροντίζουν να λαμβάνουν δραστικά μέτρα έγκαιρα για ενίσχυση της στρατιωτικής τους δύναμης, όπως έκανε, για παράδειγμα, η Ελλάδα μετά τη στρατιωτική συντριβή το 1922, με την οργάνωση της στρατιάς του Έβρου από το Στρατηγό Θ. Πάγκαλο πριν μπει σε συνομιλίες στη Λωζάνη με την Τουρκία, ή για ενίσχυση της οικονομικής τους δύναμης, όπως έκανε η Γερμανία μετά την ήττα της στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μοιράζοντας τα οικονομικά βάρη μεταξύ όλων των Γερμανών της Δυτικής Γερμανίας.

Τι έκαναν η Κυβέρνηση και η Βουλή της Κύπρου μετά την τουρκική εισβολή; Άφησαν τους κατοίκους της βόρειας και κεντρικής Κύπρου να υποστούν το οικονομικό πλήγμα της προσφυγιάς, απλώς γιατί έτυχε οι Τούρκοι να μπουν από εκεί, και στους άλλους όλους επέτρεψαν να πλουτίσουν με τον πολλαπλασιασμό της αξίας της γης τους σε μια νύχτα. Τι έγινε μετά την οικονομική κατάρρευση του 2013; Άφησαν τους μετόχους και πελάτες της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου να χάσουν τις οικονομίες μιας ζωής και τους άλλους να χαίρονται τα λεφτά τους και να ευλογούν την καλή τους τύχη. Αυτό δεν είναι δικαιοσύνη και μ’ αυτές τις προϋποθέσεις δεν γίνεται αγώνας. Αυτό προκάλεσε και τη μεγάλη οργή μιας μεγάλης μερίδας του λαού μας, και αυτό εξηγεί γιατί προσφεύγουν σήμερα στην Τουρκοκυπριακή διοίκηση για να πουλήσουν τα κτήματά τους. Όπως είπε και πάλι ο Θουκυδίδης, ο φιλόσοφος του πολιτικού ρεαλισμού, «η οργή το κόσμου, φαίνεται, προκαλείται περισσότερο από τη νομική αδικία παρά από εκείνη που προέρχεται από μια βίαιη ενέργεια. Και τούτο γιατί στην πρώτη περίπτωση νιώθει ότι εξαπατάται από κάποιο ίσο, ενώ στη δεύτερη ότι εξαναγκάζεται από κάποιο ισχυρότερο».

Αν θέλουμε να μπορούμε να χτυπούμε το χέρι πάνω στο τραπέζι, πρέπει πρώτα να ψηφίσουμε για μια πολιτική πραγματικής ίσης κατανομής των βαρών και ύστερα για μια μακροπρόθεσμη και συνετή οικονομική πολιτική  που θα διατηρεί το κράτος ισχυρό ,ώστε να μη  μεταπίπτει από τη μια συμφορά στη άλλη και να μπορεί να αντιστέκεται και να λέει όχι. Με ένα διάτρητο κρατικό προϋπολογισμό δεν μπορούμε να αντισταθούμε στον εκβιασμό. Όλοι αυτοί που φωνάζουν πρέπει πρώτα να λογοδοτήσουν, γιατί από λαικισμό απέφυγαν μέχρι σήμερα να λάβουν τέτοια μέτρα.

Υπάρχει βέβαια και μια άλλη δυνατότητα. Να αφήσουμε το χρόνο να περνά χωρίς να λαμβάνουμε μέτρα και να νομίζουμε ότι κάνουμε αγώνα, όπως έκανε η Κυβέρνηση Χριστόφια το 2012 με αποτέλεσμα να αφήσει τη Λαϊκή Τράπεζα να απορροφήσει 9 δισεκατομμύρια από τον ΕLA και να οδηγήσει την οικονομία της χώρας σε πλήρη κατάρρευση. Είναι το ίδιο με το να αφήνει κανείς τη γάγγραινα στο πόδι του να προχωρά, γιατί δε θέλει να του το κόψουν και στο τέλος να πεθαίνει από τη γάγγραινα.

*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











143