ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Στην «Κριτική Επισκόπηση του Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συστήματος από τον ΟΟΣΑ», που δημοσιεύθηκε το 1995 , αναφέρονται (παρ.13) τα εξής :
«Παρατηρούμε μια ανησυχητική έλλειψη εμπιστοσύνης σε πολλά επίπεδα. Έτσι, π.χ., οι μαθητές /σπουδαστές ισχυρίζονται ότι σε μια πιο αυστηρή και τακτική αξιολόγηση θα καθυποταχθούν στην πολιτική προκατάληψη των δασκάλων / καθηγητών τους. Οι δάσκαλοι/καθηγητές ισχυρίζονται ότι η εξάλειψη της επετηρίδας, που βασίζεται στην αρχαιότητα της εγγραφής, θα θέσει το διορισμό των καθηγητών στο έλεος του πελατειακού συστήματος. Οι πεποιθήσεις αυτές δημιουργούν σοβαρά εμπόδια ως προς την εξέλιξη του συστήματος σε αρκετά σημεία-κλειδιά.Θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν χρησιμοποιώντας μεθόδους παρόμοιες με αυτές που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί και από άλλα κράτη, όπως ‘obudsmen’,που δέχονται τα παράπονα πολιτών σχετικά με μια άδικη αξιολόγηση, πρακτική διορισμών από μια δημόσια επιτροπή (βλ.Κύπρος) ή χρησιμοποίηση εξωτερικών κριτών ή εξεταστών. (βλ. Ηνωμένο Βασίλειο).
Είναι γνωστό ότι παρόμοιες με τις πιο πάνω αντιλήψεις των ελλαδιτών μαθητών και εκπαιδευτικών διατυπώνονται καθημερινά και εδώ στην Κύπρο, ιδιαίτερα κάθε φορά που υποβάλλεται πρόταση από το ΥΠΠ για κατάργηση του καταλόγου διορισίμων και εισαγωγή εξετάσεων ως βασικής συνιστώσας της προτεινόμενης διαδικασίας διορισμών. Γι αυτό και δεν με εξέπληξε το σχόλιο εκπαιδευτικού κάτω από το άρθρο μου που δημοσιεύθηκε στο Paideia-news το Σάββατο 23 Μαίου με τίτλο ‘Ο εκσυγχρονισμός ως κυρίαρχη ρητορεία στην εκπαίδευση της Κύπρου’. Ο εκπαιδευτικός σχολίαζε μια πληροφορία που έδινα στο άρθρο μου ότι, αντίθετα με την Κύπρο και την Ελλάδα, όπου θεωρούμε ότι η εισροή και, συγκεκριμένα, ο εκσυγχρονισμός των αναλυτικών και ωρολογίων προγραμμάτων και των σχολικών εγχειριδίων ,θεωρείται από μόνος του ως ικανοποιητικό βήμα για επίτευξη καλύτερων μαθησιακών αποτελεσμάτων, στην Αγγλία εμπιστεύονται μόνο την εκροή, δηλαδή τα αποτελέσματα των εξετάσεων, για να πεισθούν ότι επήλθε βελτίωση.
Σύμφωνα με τις απόψεις του εκπαιδευτικού- σχολιαστή α)όλες οι εξετάσεις, εκτός όταν υπάρχει μαζικός αριθμός υποψηφίων, είναι απλό καμουφλάρισμα και νομιμοποίηση για την πρόσληψη των φίλα προς το κόμμα προσκειμένων, β) υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το πτυχίο του βαθμολογητή να είναι πλαστό και αγορασμένο ή να διορίστηκε επειδή ανήκει σε κάποιο κόμμα, και γ) στην Κύπρο είναι πολύ δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι κάποιος εκπαιδευτικός διακρίθηκε με την αξία του, αφού οι μισοί έχουν είτε ένα γνωστό είτε ένα συγγενή στο υπουργείο ή στα επαρχιακά γραφεία ή στη Βουλή.
Δεν ξέρω πόσοι εκπαιδευτικοί συμμερίζονται αυτές τις αντιλήψεις, πιστεύω ωστόσο πως δεν δικαιολογείται λογικά μια τόσο μεγάλη έλλειψη εμπιστοσύνης. Στο υπόλοιπο μέρος του άρθρου θα προσπαθήσω να παρουσιάσω μερικά λογικά επιχειρήματα που μπορούν να στηρίξουν την άποψή μου.
Ένα πρώτο επιχείρημα είναι ,πιστεύω , η αναφορά στα ποικίλα μέτρα που λαμβάνει η κυπριακή πολιτεία στην προσπάθειά της να προστατεύσει τους πολίτες της από διάφορες μορφές πιθανής αδικίας. Θα αρχίσω από τους τρόπους που αναφέρει η αναφερθείσα ήδη Έκθεση του ΟΟΣΑ. Η Έκθεση προτείνει ως θεραπευτικά μέτρα για απάμβλυνση της μεγάλης δυσπιστίας των ελλαδιτών εκπαιδευτικών, πρώτα τις ανεξάρτητες επιτροπές διορισμών (ΕΕΥ και ΕΔΥ) και , δεύτερο, το θεσμό του Obudsman, δηλαδή του Επιτρόπου Διοικήσεως, που λειτουργούν στην Κύπρο. Άλλα μέτρα που έχουν λάβει η Εκτελεστική και Νομοθετική Εξουσία της Κύπρου είναι, από ό,τι ξέρω, η ψήφιση του νόμου για το ρουσφέτι, και οι νόμοι για διαφάνεια, ασυμβίβαστο και σύγκρουση συμφερόντων. Ειδικά για την εκπαίδευση υπάρχει η διάταξη για την ανάγκη υποβολής πιστοποιημένων τίτλων σπουδών και η δυνατότητα αναφοράς στο ίδιο το εκδώσαν τον τίτλο πανεπιστήμιο για επιβεβαίωση της γνησιότητας του τίτλου. Για τις Παγκύπριες Εξετάσεις υπάρχουν οι ασφαλιστικές δικλίδες της απομόνωσης καθ’όλη τη νύκτα των θεματοθετών, της αναβαθμολόγησης των γραπτών, όταν υπάρχει μεγάλη διαφορά βαθμολογίας μεταξύ των δυο βαθμολογητών, και της απαγόρευσης διόρθωσης από τους βαθμολογητές των γραπτών των δικών τους μαθητών. Αλλά και πέραν των νόμων και των κανονισμών που αναφέρθηκαν, υπάρχει ο αυστηρός έλεγχος κάθε δημόσιας απόφασης και ενέργειας από την κοινή γνώμη(έξωθεν καλή μαρτυρία) και τα ΜΜΕ.
Απ’εκεί και πέρα υπάρχουν δυο ακόμα λογικά επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ τoυ περιορισμού της δυσπιστίας, πρώτα, η αξιοποίηση της κοινής λογικής και, δεύτερο, η αδήριτη ανάγκη να ζήσει κανείς και να λειτουργήσει μέσα στην κοινωνία φυσιολογικά. Έτσι, για παράδειγμα, η λογική υπαγορεύει πως η παραδοχή του σχολιαστή εκπαιδευτικού, που δεν λέγεται μεν ρητά αλλά υπονοείται, ότι επειδή έχει κάποιος ένα γνωστό ή συγγενή στο υπουργείο ή στα επαρχιακά γραφεία ή στη βουλή , σημαίνει ότι οπωσδήποτε θα ευνοηθεί, δεν στέκει λογικά, γιατί αυτό προϋποθέτει πως εκείνος θα θέλει και θα έχει τη δυνατότητα να τους ευνοήσει (να τους διορίσει, να τους προαγάγει). Επίσης, όλοι ξέρουμε ότι κυκλοφορούν γύρω μας φήμες για πολλές συνωμοσίες, για παράδειγμα, ότι οι κοσμοκράτορες μας ψεκάζουν για να μην μπορούμε να αντιδράσουμε στα σχέδιά τους, ή ότι υπάρχει σε εφαρμογή σχέδιο δραστικής μείωσης του παγκόσμιου πληθυσμού μέσω της εξαφάνισης των πιο αδύνατων λαών , αλλά και δεκάδες άλλες. Είναι θέμα κοινής λογικής να κρίνει κανείς πόσο αληθινές ή όχι είναι αυτές οι φήμες. Πέρα όμως απ ‘αυτά, υπάρχει και η ανάγκη να ζήσει κανείς όσο μπορεί πιο φυσιολογικά. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται οπωσδήποτε κάποιος βαθμός εμπιστοσύνης. Για παράδειγμα, κανείς δεν είναι βέβαιος ότι ο οδηγός απέναντί του δεν θα χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και δεν θα πέσει πάνω του να τον σκοτώσει ή ότι ο πεζός που έρχεται δεν είναι ζωσμένος με εκρηκτικά για να τον ανατινάξει ή με μαχαίρι για να τον ληστέψει, και όμως κυκλοφορούμε στους δρόμους με αυτοκίνητα ή πεζοί άνετα, γιατί τρέφουμε κάποιο βαθμό εμπιστοσύνης προς τους άλλους. Το να υποπτεύεται κάποιος ότι ο επιθεωρητής ή ο βαθμολογητής του έχει πλαστό πτυχίο ή οφείλει την προαγωγή του σε ένα γνωστό ή συγγενή ή σε ένα κόμμα, σε τίποτε δεν βοηθά. Το ίδιο μπορούν να σκέφτονται και οι άλλοι γι αυτόν. Δεν μπορεί αυτός να είναι ο μόνος που πήρε το πτυχίο ή τη θέση ή την προαγωγή με την αξία του. Τέλος, πιστεύω πως θα ήταν φρόνιμο καθένας που σκέφτεται μ’ αυτό τον τρόπο να αναλογισθεί πόση ζημιά κάνει στον εαυτό του αλλά και στην κοινωνία. Ουσιαστικά εκμηδενίζει αδικαιολόγητα κάθε ελπίδα ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής, δημιουργίας κοινωνικού κεφαλαίου και λειτουργίας της κοινωνικής αλληλεγγύης.
*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου