ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΨΑΛΤΗ*
Παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον την συζήτηση που αναπτύσσεται αυτές τις μέρες γύρω από τις προτάσεις της Επιστημονικής Επιτροπής (ΕΕ) του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού (ΥΠΠ) για το Ωρολόγιο Πρόγραμμα, το Σύστημα Διορισμών και το Πρόγραμμα Επιμόρφωσης των Εκπαιδευτικών στη Δημόσια Εκπαίδευση.
Δυστυχώς αυτή η συζήτηση απέχει πολύ από ένα νηφάλιο διάλογο, ο οποίος θα έπρεπε να αναπτυχθεί ανάμεσα στους εμπλεκόμενους στα της παιδείας, αφού όχι σπάνια εκτρέπεται σε αλληλοκατηγορίες και αφορισμούς. Πέρα από αυτό το όχι ενδεδειγμένο ύφος, το άλλο χαρακτηριστικό αυτής της συζήτησης είναι η εστίασή γύρω από τα θέματα του ωρολογίου προγράμματος και των διορισμών και η παντελής απουσία οποιουδήποτε προβληματισμού για τα θέματα της επιμόρφωσης και της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών
Αυτό, μέχρι σε ένα βαθμό, είναι κατανοητό, αφού τα δύο πρώτα θέματα άπτονται του βασικού ανθρώπινου δικαιώματος της εργασίας και, ασφαλώς, κανένας υπεύθυνος πολίτης αυτού του τόπου θα ήταν ευτυχής αν, από την μια, νέοι επιστήμονες οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη δημόσια εκπαίδευση για χρόνια απολέσουν την επαγγελματική τους απασχόληση, ή από την άλλη, επιστήμονες που αναμένουν διορισμό για χρόνια δουν τα όνειρά τους να ματαιώνονται, πιθανότητα οριστικά.
Για τα μέλη της ΕΕ του ΥΠΠ, οι οποίοι αποτελούν και τους συντάκτες αυτών των προτάσεων, φαίνεται πως οι πιο πάνω ευαισθησίες και έγνοιες τέθηκαν σε δεύτερη μοίρα υπέρ αυτού που επικαλούνται ως εκσυγχρονισμό του Κυπριακού εκπαιδευτικού συστήματος. Ποιος όμως εκσυγχρονισμός θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι προάγεται με αυτές τις προτάσεις όταν με τη μεγαλύτερη ευκολία, στην καλύτερη περίπτωση, εισάγουμε στην Κύπρο ακατέργαστα ξενόφερτα συστήματα χωρίς να τα προσαρμόζουμε στα τοπικά δεδομένα και, στη χειρότερη, βαφτίζουμε οτιδήποτε εισάγουμε στην παιδεία σαν μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμό;
Απτό παράδειγμα, το Ενιαίο Λύκειο του οποίου το ουσιαστικό περιεχόμενο ουδέποτε έγινε σοβαρή προσπάθεια να εφαρμοστεί ενώ στη συνέχεια «εκσυγχρονίστηκε» σαν «Ενιαίο Λύκειο» και, αφού ταλαιπώρησε μαθητές και εκπαιδευτικούς για μια δεκαπενταετία, ακόμα και εκείνοι που το εμπνεύστηκαν, συμφώνησαν μαζί με όλους τους άλλους ότι δεν εξυπηρετεί τις σύγχρονες απαιτήσεις της Κυπριακής Κοινωνίας; Και πιο συγκεκριμένα, σε τι είδους μεταρρύθμιση αναφερόμαστε όταν:
Στα πιο πάνω ερωτήματα πιστεύω πως θα απαντήσουν αρνητικά όχι μόνο οι συνάδελφοι που επηρεάζονται αρνητικά από τις προτάσεις της ΕΕ του ΥΠΠ αλλά και επιστήμονες που έχουν ως κύριο αντικείμενό τους τη μελέτη των εκπαιδευτικών και παιδαγωγικών συστημάτων, όπως και Κύπριοι πολίτες, οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου διαπιστώνουν πως η «δωρεάν» παιδεία για την οποία φορολογούνται και τα εκατομμύρια που δαπανούν για τα φροντιστήρια των παιδιών τους δεν είναι ικανά για να ανακόψουν την κατρακύλα στα αποτελέσματα των Παγκύπριων Εξετάσεων;
Και εύλογα προκύπτει η απορία: αφού, αφενός, οι πιο πάνω προτάσεις φαίνεται να μην ικανοποιούν την τεράστια πλειοψηφία των εκπαιδευτικών και, αφετέρου, το ΥΠΠ αποποιείται την ιδιοκτησία τους αποδίδοντάς την στην ΕΕ, τότε γιατί η πρωτόγνωρη σπουδή να εφαρμοστούν αυτές από την ερχόμενη σχολική χρονιά; Για να μην αναφερθώ και στο τραγελαφικό της υπόθεσης, ακόμα και μέλος της ΕΕ που εκπόνησε και υπέγραψε αυτές τις προτάσεις να ζητά σήμερα την τροποποίησή τους!!! Το ερώτημα βέβαια απευθύνεται στους καθ’ ύλην αρμόδιους και δεν θα αποτολμήσω να το απαντήσω εγώ.
Ωστόσο, θα μπορούσα να κάνω κάποιες εισηγήσεις, οι οποίες, ενδεχομένως, θα συνεισέφεραν σε ένα προβληματισμό γύρω από τα προβλήματα του Κυπριακού Εκπαιδευτικού Συστήματος για να οδηγηθούμε μέσα από ένα νηφάλιο και γόνιμο διάλογο σε ένα στρατηγικό σχεδιασμό για μια ολιστική αντιμετώπιση της αρνητικής εικόνας που υπάρχει σήμερα για την παιδεία του τόπου. Για να γίνει αυτό το ΥΠΠ θα πρέπει πρώτα να αναλάβει την ιδιοκτησία των πιο πάνω προτάσεων και, αφού τις αποσύρει, να καλέσει όλους τους εμπλεκόμενους σε μια δημόσια διαβούλευση για τον καταρτισμό του απαιτούμενου οδικού χάρτη προτεραιοτήτων.
Αυτός ο οδικός χάρτης βέβαια δεν μπορεί να έχει άλλες προτεραιότητες από τα αλληλένδετα θέματα του συστήματος, αξιολόγησης, επιμόρφωσης και επιλογής των εκπαιδευτικών, τα οποία και θα έπρεπε να είχαν τεθεί στην κορυφή των αλλαγών που επιδιώχθηκαν μέσα από τη δεκαετή προσπάθεια μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Έστω και τώρα όμως, μπορεί να τροχοδρομηθεί αυτή η πορεία με στόχο να αποκτήσει η παιδεία του τόπου μια νέα ηγεσία σε όλα τα επίπεδα, από τη σχολική μονάδα μέχρι το ΥΠΠ. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αρχίσουμε να ελπίζουμε πως σταδιακά θα αρχίσει η παιδεία μας να πηγαίνει μπροστά.
Η εισαγωγή αμφίβολης αξίας αλλαγών και η υιοθεσία νέων νομοθεσιών δεν οδηγούν από μόνες τους σε βελτιώσεις. Αυτό που πρώτιστα απαιτείται είναι αλλαγή νοοτροπίας και κουλτούρας. Και για να παραθέσω ένα ενδεικτικό παράδειγμα που καταδεικνύει τι εννοώ, αναφέρω την, ίσως ακραία, περίπτωση της υφιστάμενης νομοθεσίας για τους διορισμούς, η οποία, ενώ όλοι συμφωνούμε πως χρειάζεται εκσυγχρονισμό, ταυτόχρονα γνωρίζουμε πως σε καμιά περίπτωση έχουν εφαρμοστεί πλήρως οι ασφαλιστικές της δικλείδες που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την απομάκρυνση των ακατάλληλων εκπαιδευτικών από τα σχολεία . Το ίδιο ισχύει και για το σύστημα αξιολόγησης και προαγωγής των εκπαιδευτικών ενώ ταυτόχρονα γνωρίζουμε όλοι πως στην αρχική εκπαίδευση των καθηγητών Μέσης απουσιάζει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου η παιδαγωγική κατάρτιση.
Αυτών λεχθέντων, δεν διαφωνώ καθόλου ότι υπάρχει πρόβλημα γλωσσικής επάρκειας των μαθητών μας, αλλά ταυτόχρονα δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι το πρόβλημα θα αντιμετωπιστεί με την ποσοτική προσέγγιση. Εκείνο για το οποίο είμαι εντελώς σίγουρος είναι πως θα ζημιώσει ανεπανόρθωτα και θα φτωχύνει η ΠΑΙΔΕΙΑ μας (με την ευρύτερη έννοια που της αποδίδεται στην Ελληνική γλώσσα) αν, στην καλύτερη περίπτωση, υποβαθμιστούν, η στη χειρότερη, εξαφανιστούν τα ανθρωπιστικά μαθήματα από το εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Καταλήγοντας, στη δημόσια διαβούλευση που πρότεινα πιο πάνω, αν γίνει ποτέ, εισηγούμαι να μελετηθούν και οι πιο κάτω ρηξικέλευθες προτάσεις, αν επιθυμία μας είναι πράγματι ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού μας συστήματος και όχι ο εντυπωσιασμός και η προχειρότητα.
Βέβαια αντιλαμβάνομαι πως για να προωθηθούν οι πιο πάνω ιδέες, πέρα από την απαραίτητη επεξεργασία των επί μέρους λεπτομερειών, απαιτούνται σοβαρός σχεδιασμός, μακροχρόνιος προγραμματισμός και αύξηση των δαπανών για την παιδεία, που εύκολα μπορεί να αντιταχθεί πως μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης αυτό φαντάζει εξωπραγματικό σήμερα, ιδιαίτερα όταν λάβουμε υπόψη το γεγονός πως σε ποσοστό (%) πάνω στο ΑΕΠ οι δαπάνες της Κύπρου είναι οι δεύτερες καλύτερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όμως, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι:
ΗΠΑΙΔΕΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ.
*Διδάκτωρ Επαγγελματικών Σπουδών στην Εκπαιδευτική Διοίκηση