Προβληματισμοί πάνω στον Ανασχεδιασμό διδακτέας ύλης για την Ιστορία της Γ΄ Γυμνασίου 2013-2014


ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ*

Από τον Οκτώβριο του 2013, ένας νέος προγραμματισμός (Εγκύκλιοι ΥΠΠ, ημ. 17.10.13) αλλάζει τα μέχρι τώρα δεδομένα της διδακτικής και της μεθοδολογίας του συγκεκριμένου μαθήματος στην γ΄ γυμνασίου. Τη χρονιά που διανύουμε, με βάση το αναλυτικό πρόγραμμα, οι μαθητές της τάξης αυτής θα έπρεπε να διδαχθούν την περίοδο από τη Λατινοκρατία (1204) (Ι. Δημητρούκας - Θ. Ιωάννου, Μεσαιωνική και Νεότερη Ιστορία, Β΄ Γυμνασίου, ΥΕΠΘ, ΠΙ, ΟΕΔΒ, Αθήνα) μέχρι και το Συνέδριο της Βιέννης (1815) (Ε. Λούβη - Δ. Χρ. Ξιφαράς, Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία, Γ΄ Γυμνασίου, ΥΕΠΘ, ΠΙ, ΟΕΔΒ, Αθήνα). Με τα νέα δεδομένα, οι μαθητές θα πρέπει να έχουν καλύψει, πέρα από την περίοδο αυτή (1204-1815), και τα χρόνια που έπονται μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (μια περίοδο, δηλαδή, πάνω από δύο αιώνες, 1815-1945), ενώ για την ιστορία της Κύπρου, να καλυφθεί η περίοδος μέχρι και το 2004, μέχρι δηλαδή την ένταξη του νησιού στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η μακραίωνη αυτή ιστορική περίοδος δεν δημιουργεί ωστόσο, κατά την άποψή μου, τη σοβαρότερη δυσκολία, όσο ο κατακερματισμός της σε διδακτικές περιόδους της μίας ώρας σε κάθε ενότητα –αυτό ισχύει στην πλειοψηφία του ανασχεδιασμού, εκτός από έξι διδακτικές ενότητες (σε σύνολο εικοσιτεσσάρων). Η βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε ο εν λόγω ανασχεδιασμός θεωρώ ότι όχι μόνο δεν συνάδει με τη φιλοσοφία των Αναλυτικών Προγραμμάτων, αλλά αντιστρατεύεται και τη σύγχρονη διδακτική της ιστορίας ως σχολικού μαθήματος. Πώς συμβαίνει αυτό;

Από τη δεκαετία του 1960 και μετά, η διδακτική της ιστορίας αναγνωρίζει και υιοθετεί στη μεθοδολογία της εργαλεία κατανόησης, ανάλυσης, ερμηνείας και ανασύστασης του παρελθόντος από τους μαθητές μέσα από τη χρήση των πρωτογενών και δευτερογενών πηγών. Επικεντρώνει τον προσανατολισμό της στη δημιουργική εμπλοκή των μαθητών μέσα από βιωματικές μεθόδους σύνθεσης της ιστορίας. Η επικρατούσα για πολλά χρόνια άποψη ότι η διδασκαλία του ιστορικού μαθήματος εξαντλείται σε μία αναδιήγηση του παρελθόντος, ότι είναι μία καθόλα απλή θεώρηση της γεγονοτολογίας, εστιαζόμενη μόνο στην πολιτική και στρατιωτική ιστορία ενός τόπου, έχει παρέλθει από τον προηγούμενο αιώνα. Η μεθοδολογία της σύγχρονης διδακτικής της ιστορίας παλεύει να καταστήσει κτήμα των μαθητών πως αυτό που ονομάζουμε ιστορία είναι μία σύνθεση από πολλά γεγονότα που αλληλοδιαπλέκονται, κάποτε αλληλοσυγκρούονται και, σίγουρα, αλληλοεπηρεάζονται. Το παρελθόν δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ιδωθείμονοδιάστατα, σε μία ευθεία γραμμή, έστω κι αν αυτή η γραμμή είναι η γραμμή του χρόνου. Αντ’ αυτού, οι μαθητές πρέπει να ανακαλύψουν τι κρύβεται πίσω από τα γεγονότα, δηλαδή να σκάβουν διαρκώς το ‘’γιατί’’. Μόνο μέσω αυτού του ερωτήματος προσεγγίζουν ολιστικά και σφαιρικά μία ιστορική περίοδο καλλιεργώντας, βέβαια, ως αποτέλεσμα και την κριτική τους σκέψη.

Ερχόμενη στα καθ’ ημάς, με τον ισχύοντα ανασχεδιασμό είναι φανερό ότι επιστρέφουμε στη διδασκαλία μιας συγκεκριμένης ύλης μέσα από ένα συγκεκριμένο διδακτικό εγχειρίδιο. Επιστρέφουμε στη λογική της διδασκαλίας του σχολικού βιβλίου και όχι της ιστορίας. Μιας ύλης που στριμώχνεται εξουθενωτικά, τόσο για τους μαθητές όσο και για τους καθηγητές, σε μονόωρα μαθήματα. Υπ’ αυτό το πρίσμα, ‘’ακυρώνεται’’ το δίωρο για εκείνους τους διδάσκοντες που το είχαν εξαρχής στο πρόγραμμά τους, καθότι είναι ανοικονόμητο να παραδίδονται δύο κεφάλαια σε ένα δίωρο, αλλά και ανεδαφικό να αναμένουμε αυτά τα κεφάλαια να έχουν διαβαστεί από τους μαθητές ως ύλη την επόμενη φορά. Σε μία μόνο, λοιπόν, διδακτική περίοδο είναι φύσει αδύνατον να εμβαθύνει ο καθηγητής, όπως αρμόζει σε ένα μάθημα ιστορίας, δεδομένων και των όσων εξέθεσα παραπάνω. Αυτό που του απομένει να κάνει είναι είτε να προχωρήσει σε μία ‘’σκληρή’’ επιλογή των στόχων του, καταφεύγοντας επί τροχάδην στις ‘’περιληπτικές παρουσιάσεις’’, είτε, στην καλύτερη περίπτωση, να βγει σε κάποια σημεία εκτός ανασχεδιασμού –όπου κρίνει ο ίδιος ή από κοινού με τους υπόλοιπους διδάσκοντες του μαθήματος– παίρνοντας το ρίσκο να μην καλυφθεί η διδακτέα ύλη στο σύνολό της στο τέλος της σχολικής χρονιάς.

Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, περιορίζονται στην ουσία τους οι σύγχρονες μέθοδοι διδακτικής και μεθοδολογίας της ιστορίας, όπως η εμβάθυνση στη μελέτη και στην αξιολόγηση των πηγών, η ποικιλία στη χρήση πρωτογενών και δευτερογενών πηγών, η μουσειακή αγωγή, η δυνατότητα πρόσληψης και σύνθεσης του ιστορικού παρελθόντος μέσα από διαθεματικές και διεπιστημονικές προσεγγίσεις (για παράδειγμα, με τη συνδρομή των εικαστικών τεχνών, της λογοτεχνίας, των φυσικομαθηματικών επιστημών, της γεωγραφίας, της τεχνολογίας, της μηχανικής κ.ά.). Επιπλέον, δεν υπηρετείται ο στόχος της επικαιροποίησης, μέσω της οποίας οι μαθητές κρίνεται απαραίτητο να συνειδητοποιήσουν τη σημασία του εκάστοτε γεγονότος για τη σημερινή πραγματικότητα.

Αλλά και ό,τι αφορά τις σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας, όπως είναι η ομαδοσυνεργατική μάθηση ή η διερεύνηση με χρήση π.χ. των ηλεκτρονικών υπολογιστών, του διαδικτύου και, γενικότερα, των τεχνολογικών μέσων, περιορίζεται σθεναρά η δυνατότητα εισαγωγής τους στη μαθησιακή διαδικασία, λόγω της μείωσης του διδακτικού χρόνου. Παράλληλα, δεν προβλέπεται ουσιαστικός χρόνος για καθοδήγηση και στήριξη των μαθητών στην εκπόνηση -έστω μικρών- συνθετικών εργασιών σε θέματα ή μεθόδους που περιλαμβάνονται στο αναλυτικό πρόγραμμα, όπως για παράδειγμα είναι η προφορική ιστορία. Αν, τέλος, στο σημείο αυτό προστεθεί και η ‘’ατυχία’’ της έλλειψης μιας εξοπλισμένης αίθουσας ιστορίας –μη προβλεπόμενης εντούτοις για το γυμνάσιο– τότε είναι δύσκολο κατά πολύ για τον διδάσκοντα να υπερβεί τις αδυναμίες του συστήματος.

Το κείμενο αυτό δεν επιδιώκει να θίξει στρατηγικές ή να επικρίνει πρωτοβουλίες της ηγεσίας του Υπουργείου. Εξάλλου, πολύ συχνά η κριτική που εγκλωβίζεται σε στενά ιδεολογικά (ή άλλα) πλαίσια πυροδοτεί ατέρμονες και ανούσιες συζητήσεις, οι οποίες δεν επιτυγχάνουν τίποτε άλλο, παρά ν’ απομακρύνουν το θέμα από την ουσία του. Εκφράζεται όμως η ελπίδα, μα και η ευχή, ότι την επόμενη χρονιά θα δοθεί η δέουσα προσοχή, ώστε, αν μη τι άλλο, οι πιο πάνω προβληματισμοί -οι οποίοι, θέλω να πιστεύω, δεν είναι μόνο της υπογράφουσας- να ληφθούν υπόψη σε έναν ανασχεδιασμό του ισχύοντος προγραμματισμού.

*Φιλόλογος




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










120