ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ*
Στα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας κάθε χώρας κωδικοποιούνται οι κυρίαρχες ιστοριογραφικές τάσεις, αυτές δηλαδή που πολιτογραφούνται ως επίσημες και προβάλλονται ως η μοναδική ιστορική πραγματικότητα στις επόμενες γενεές.
Είναι επίσης γεγονός ότι στον τομέα της έρευνας του σχολικού βιβλίου παρατηρείται η διαπίστωση ότι η ενασχόληση με τα σχολικά εγχειρίδια των ιδεολογικών μαθημάτων συνιστά μεταξύ άλλων, εργαλείο ελέγχου της εξουσίας που τα παράγει και τα προωθεί για κατανάλωση.
Μία άλλη παράμετρος που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι το Κυπριακό Σύνταγμα του 1959 δεν προνοούσε την ύπαρξη ενός Υπουργείου Παιδείας, αλλά προέβλεπε ανάμεσα στα άλλα διαιρετικά στοιχεία που το χαρακτήριζαν την ίδρυση δύο ξεχωριστών Κοινοτικών Συνελεύσεων, της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης και της Τουρκικής, οι οποίες θα διαχειρίζονταν τα εκπαιδευτικά ζητήματα των αντίστοιχων κυπριακών κοινοτήτων. Παρόλο που οι δύο αυτές Κοινοτικές Συνελεύσεις χρηματοδοτούνταν από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας λειτουργούσαν εντελώς αυτόνομα. Πρόεδρος της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης διορίστηκε ο Κωνσταντίνος Σπυριδάκης Γυμνασιάρχης του Παγκυπρίου Γυμνασίου, Λευκωσίας, ενώ της Τουρκικής, ο τότε δικηγόρος Ρ Ντενκτάς, μετέπειτα ηγέτης της Τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Η εκπαιδευτική ένωση των δύο Κοινοτικών Συνελεύσεων καθώς και η τάση εξάρτησης από τις ιδεολογικές επιλογές της Αθήνας και της Άγκυρας εντάθηκαν μετά το 1963-1964 οπόταν η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση αποφάσισε «την πλήρη ταύτιση της κυπριακής εκπαίδευσης με της Ελλάδας». Η Τουρκική Κοινοτική Συνέλευση ακολούθησε και αυτή με τη σειρά της πιστά την Ελληνική σε όλες τις προσπάθειες για την ένωση με το αντίστοιχο εθνικό Κέντρο της Τουρκίας.
Η πολιτική αυτή όξυνση επήλθε μετά το 1964 οπόταν η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας έπαψε να χρηματοδοτεί την Τουρκική Κοινοτική Συνέλευση, διευρύνοντας έτσι το βαθμό εξάρτησης της από την Άγκυρα. Η οριστική λήξη μεταξύ των δύο Κοινοτήτων ολοκληρώθηκε στις 31.03.1965 οπόταν η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση κήρυξε τη λήξη των εργασιών της για να ιδρυθεί την επομένη το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου, το οποίο ανέλαβε όλες τις μέχρι τότε αρμοδιότητές της.
Όλα αυτά ήταν απότοκο της αναθεώρησης του Κυπριακού Συντάγματος από την επίσημη ελληνοκυπριακή πλευρά και της κατάθεσης των 13 σημείων του 1963. Επιπτώσεις από την απόσχιση μετέπειτα των Τουρκοκυπρίων από την Κυβέρνηση, είχε ο Κυπριακός Στρατός με τη δημιουργία της Εθνικής Φρουράς, η Δημόσια Υπηρεσία, το Υπουργικό Συμβούλιο, η Βουλή των Αντιπροσώπων κλπ.
Ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει η εκπαίδευση σε μία μελλοντική λύση του κυπριακού προβλήματος είναι σημαντικός και καταλυτικός.
Είναι μέσα στα πλαίσια αυτά λοιπόν, μίας προοπτικής επίλυσης του Κυπριακού που καλείται το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο ως προς τη διαμόρφωση ενός κλίματος επανένωσης, αλληλοκατανόησης και εξομάλυνσης των κοινωνικών σχέσεων των δύο Κοινοτήτων. Η ελληνοκυπριακή εκπαίδευση και ιστορικά εγχειρίδια θα πρέπει να αποτελέσουν ένα εργαλείο που θα μπορεί να βοηθήσουν στην ελαχιστοποίηση των «αιώνιων» προστριβών και την καλλιέργεια μίσους Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Προσδοκώντας σε μία προοπτική λύσης του Κυπριακού χωρίς παραχάραξη της ιστορίας και βλέποντας τα όποια «θετικά» στοιχεία από τις συνεχείς επαφές του Προέδρου Αναστασιάδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Έρογλου πρέπει να οικοδομήσουμε στον όρο εμπιστοσύνη.
Παρακαταθήκη προς τις νέες γενεές της Κυπριακής Κοινωνίας η ανοικοδόμηση ενός μεγαλεπήβολου οράματος, μίας ελπίδας και μίας νέας κουλτούρας για ένα καλύτερο και ειρηνικό μέλλον για όλους τους κατοίκους της!
Η αντίδραση που δημιουργείται από κάποια μερίδα της ελληνοκυπριακής κοινωνίας με την διαπίστωση της δικής μας υποθετικής αθωότητας καθώς και με την πεποίθηση ότι συνεχώς υφαίνονται εις βάρος μας πλεκτάνες και συνωμοσίες ως επίσης και ο καταλογισμός ευθυνών σε τρίτους και σε ξένες δυνάμεις ήταν και συνεχίζει δυστυχώς να είναι, κάκιστος τρόπος αντιμετώπισης και κατανόησης της ωμής πραγματικότητας.
Χρειάζεται να αξιολογηθούν συνισταμένες και παράμετροι που θα μπορούσαν να καθορίσουν ένα βιώσιμο και ασφαλές μέλλον των δύο Κοινοτήτων στην κοινή πατρίδα τους. Χρειάζονται πολίτες με όραμα και διορατικοί πολιτικοί οι οποίοι και θα μπορούσαν να βλέπουν μόνο μπροστά. Χωρίς όμως ποτέ να παραβλέπουν τα λάθη και τις παραλείψεις του παρελθόντος τα οποία και οδήγησαν στην τραγική κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η μαρτυρική πατρίδα μας να μπορούν να υπερβούν τους ίδιους τους εαυτούς τους.
Θα πρέπει να ξεπεραστεί το φαινόμενο της αδυναμίας της ορθολογικής αποσαφήνισης των στρατηγικών στόχων. Σίγουρα τα τραγικά γεγονότα του προδοτικού πραξικοπήματος και της βάρβαρης τουρκικής εισβολής του 1974 έχουν καθορίσει πλέον και έχουν σημαδέψει τη μελλοντική συνυπαρξιακή σχέση μεταξύ των δύο πλευρών. Οι Συμφωνίες Κορυφής επίσης θεμελιώνουν την οριοθέτηση των παραχωρήσεων και των συμβάσεων. Το ερώτημα είναι αν θέλουμε ενωμένοι και από κοινού πλέον ν’ αντιμετωπίσουμε τις νέες καταστάσεις και προκλήσεις του μέλλοντος ή εντελώς ξεχωριστά και απομονωμένοι να αναπολούμε το όποιο παρελθόν το οποίο δυστυχώς δεν κατορθώσαμε να το διαφυλάξουμε και να το αναδομήσουμε μέσα από συνθήκες ομαλής συμβίωσης και συνύπαρξης.
Η μη κατανόηση του Κυπριακού προβλήματος με τις σημερινές του παραμέτρους και διαστάσεις που προσλαμβάνει τα τελευταία 40 χρόνια, με τις καθημερινές αλλαγές σε πολυδιάστατο επίπεδο είναι μια ματαιοπονία. Με το ν’ αποφεύγουμε ν’ αντιμετωπίσουμε και να κατανοήσουμε την πραγματικότητα τότε δε θα μπορούσαμε ποτέ μας ν’ αντιμετωπίσουμε και ν’ αντιπαλέψουμε το γεγονός αυτό.
Η κυπριακή κοινωνία ψάχνει εναγωνιωδώς για διορατικούς, οραματιστές Κύπριους πολιτικούς που θα προσπαθήσουν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και τα συμφέροντα της φυλής τους, ηγέτες που θα προσπαθήσουν να εξυπηρετήσουν τις κοινές ανησυχίες, τους φόβους και τις διακινδυνεύσεις και των δύο πλευρών. Θα πρέπει να υπάρξει μία αμοιβαία αλληλοκατανόηση και συναντίληψη για ικανοποίηση και εξυπηρέτηση του γενικού καλού, του κοινού οφέλους. Δεν χρειάζονται πλέον νικητές και ηττημένοι. Φθάνει πια να έχουμε τον πόνο και το δάκρυ, την προσφυγιά και την αδικία.
Μέσα στα πλαίσια ωρίμανσης και σοφίας ας βρούμε τους συνδέσμους φιλίας που θα μπορούσαν να μας ενώνουν παρά να μας αφήνουν στη δύνη της διαχρονικότητας και της οριστικής διχοτόμησης.
Άλλωστε η ιστορική αλήθεια όσο πικρή και άδικη φαντάζει, μας διδάσκει να φτιάχνουμε και να ανοικοδομούμε ένα ευοίωνο μέλλον χωρίς ν’ αναπολούμε και να κοιτάμε το όποιο παρελθόν. Η ανευθυνότητα και η ευθυνοφοβία πρέπει να εκλείψουν επιτέλους.
Τέλος αναφορικά με το πολυσυζητημένο θέμα της Ομοσπονδίας που τίθεται καθημερινά ενώπιον της κυπριακής κοινωνίας (τόσο της ελληνοκυπριακής όσο και της τουρκοκυπριακής) έπειτα και από τις συμφωνίες κορυφής Μακαρίου-Ντενκτάς 1977 και Κυπριανού-Ντενκτάς 1979,αποτελεί αναπόφευκτα πλέον το ορόσημο στη σημερινή πολιτική πραγματικότητα. Η απομυθοποίηση και η κατανόηση του γενικού όρου της Ομοσπονδίας συνίσταται σε τρεις απλές παραμέτρους, οι οποίες είναι ουσιαστικές για μία διαχρονική βιωσιμότητα μίας πολιτείας.
Ο πρώτος όρος είναι ένα βαθμός αμοιβαίας συμπάθειας μεταξύ των πληθυσμών.
Ο δεύτερος είναι ένας βαθμός αμοιβαίας ανάγκης, συμμετοχής, συνδημιουργίας και
Ο τρίτος είναι ότι δεν θα υπάρχει δυνατότητα η μία ομάδα να επικρατεί της άλλης.
*Οικονομολόγος-Κοινωνιολόγος