ΤΗΣ ΣΤΕΛΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ*
Ανέκαθεν είχα κατά νου ότι για να παίρνουν οι άλλοι στα σοβαρά αυτό που κάνεις, θα πρέπει πρώτα εσύ ο ίδιος να αντιμετωπίζεις ό,τι κι αν κάνεις με σοβαρότητα. Η γενική αυτή διαπίστωση δεν θα μπορούσε να μη βρίσκει εφαρμογή στον χώρο εργασίας του κάθε ατόμου, το οποίο σέβεται τόσο τον εαυτό του όσο και το αντικείμενο με το οποίο ασχολείται, και κατ’ επέκταση τα άτομα τα οποία επηρεάζει. Ο χώρος της εκπαίδευσης όχι μόνο δεν διαφεύγει από την αρχή αυτή, αλλά είναι απαραίτητο να εγγράφεται στον πυρήνα της. Στην προσχολική εκπαίδευση, τα πράγματα είναι κάπως πιο δύσκολα καθώς η εικόνα είναι αντιφατική -ως προς το «είναι» και το «φαίνεσθαι» των πραγμάτων- και λειτουργεί ταυτοχρόνως σε πολλά επίπεδα.
Το «είναι» και το «φαίνεσθαι»
Από τη μια βρίσκονται οι συνάδελφοι της προδημοτικής οι οποίοι από ένα βασικό εγχειρίδιο (το Αναλυτικό Πρόγραμμα) και σε προβληματικές καθημερινές συνθήκες, καλούνται να επιστρατεύσουν τις γνώσεις, τη δημιουργικότητα, τη φαντασία και τον προσωπικό τους χρόνο για να δημιουργήσουν και να στηρίξουν αυτό που ονομάζεται προσχολική εκπαίδευση (μαθησιακό περιβάλλον και κατ’ ουσία παιδαγωγικό υλικό). Εάν η προεργασία/προετοιμασία αυτή θεωρείται δύσκολη υπόθεση τότε η εφαρμογή της σε συνθήκες ενός δύσκολου καθημερινού ωρολογίου προγράμματος και σε σχέση με έναν ιδιαίτερα απαιτητικό μαθησιακό πληθυσμό (μικτών ικανοτήτων και ηλικιακού εύρους), αυξάνει τον βαθμό δυσκολίας του εγχειρήματος με τους ρυθμούς γεωμετρικής προόδου.
Από την άλλη βρίσκεται η κοινή γνώμη που σε αρκετές της εκφάνσεις χαρακτηρίζεται από ημιμάθεια, συμπυκνώνοντας λανθασμένες εντυπώσεις, αποπροσανατολισμένες προσδοκίες και προσωπικές ατεκμηρίωτες πεποιθήσεις. Στο μοτίβο αυτό είτε επιβραβεύεται φανατικά ή καταδικάζεται κατηγορηματικά το έργο της εκπαιδευτικής κοινότητας, με τις όποιες διαπιστώσεις να ανάγονται σε αμετάβλητες και γενικευμένες θεωρίες. Πιο συγκεκριμένα θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει σε αυτό το κοινωνικό σύνολο διαφορετικούς τύπους λανθάνουσας αντιμετώπισης και αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου:
Εν πρώτοις συναντάμε όσους αξιολογούν την προσχολική εκπαίδευση -και κατ’ επέκταση τους εκπαιδευτικούς- ανάλογα με τον βαθμό στον οποίο αυτή ανταποκρίνεται στις δικές τους προσδοκίες του τύπου «εγώ θέλω το παιδί μου να διαβάζει και να γράφει πριν να πάει δημοτικό».
Επιπροσθέτως, υπάρχουν και αυτοί που βλέπουν στην δημόσια προσχολική εκπαίδευση την εύκολη λύση σε ένα κατά βάση σοβαρό καθημερινό τους πρόβλημα: ένας «χώρος στάθμευσης» των παιδιών τους, ο οποίος να εξυπηρετεί το ωράριο εργασίας τους, μέχρις ότου αυτά να φθάσουν σε ηλικία εισδοχής τους στο δημοτικό σχολείο, όπου –καθώς οι ίδιοι πιστεύουν- συμβαίνει το κατ’ ουσία παιδαγωγικό έργο (γράμματα, αριθμοί, ανάγνωση, γραφή κλπ). Μερίδα εξ αυτών –ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας- αφοριστικά αρνείται να αναγνωρίσει οποιοδήποτε παιδαγωγικό ρόλο στην δημόσια προσχολική εκπαίδευση και συρρικνώνοντας κάθε έργο της σε υπηρεσίες «baby sitting» και «entertaining services» αναμασώντας σχόλια του τύπου «τι κάνετε δηλαδή; Παίζετε!».
Η Θεωρία και η Πράξη
Καθώς το υπό εξέταση πλαίσιο το αποδεικνύει –και κατά κάποιο τρόπο το επιβάλλει-, η ανάγκη δράσης για γεφύρωση του πιο πάνω χάσματος είναι διπλή και οι εκφάνσεις αυτής αλληλοεξαρτώμενες: αφενός είναι απαραίτητη η ενδυνάμωση της ίδιας της εκπαίδευσης και αφετέρου είναι αναγκαίος ο θετικός επηρεασμός της κοινής γνώμης. Εάν δεχτούμε τη θέση ότι «η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την αμάθεια» -η ημιμάθεια συνοδεύεται από την αλαζονεία της κατοχής μιας κάποιας γνώσης, ενώ η αμάθεια αναγκαστικά παραμένει στην παραδοχή της έλλειψης γνώσεων- επαγωγικά καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ανάγκη ενίσχυσης του παράγοντα «γνώση» είναι η μόνη περίπτωση να συναντηθεί η κοινή γνώμη (φαίνεσθαι) με το παιδαγωγικό έργο της προδημοτικής εκπαίδευσης (είναι) στη βάση ενός ισχυρού θεωρητικού πλαισίου (θεωρία), το οποίο θα ενισχύσει το καθημερινό έργο (πράξη) του εκάστοτε μάχιμου εκπαιδευτικού.
Και εξηγούμαι: για να αλλάξουν προοδευτικά οι στάσεις και οι θέσεις όσων αδυνατούν να αναγνωρίσουν τόσο τον ρόλο όσο και τη σημασία της πρώτης σχολικής εκπαίδευσης είναι απαραίτητη η σύζευξη πρακτικής και θεωρίας. Στις πλείστες των περιπτώσεων, η προδημοτική εκπαίδευση έχει να επιδείξει έργο το οποίο δύναται να προκαλέσει ευχάριστη έκπληξη σε ανώτερες και ανώτατες εκπαιδευτικές βαθμίδες. Αυτό το οποίο μπορεί να στηρίξει και να αναδείξει την καθημερινή εκπαιδευτική πράξη, είναι το θεωρητικό υπόβαθρο κάθε δράσης, το οποίο βρίσκεται σε θέση να παρέχει στον δάσκαλο ένα οπλοστάσιο επιχειρημάτων ώστε να αντιμετωπίσει τη δυσπιστία, την αμφισβήτηση, τον αντίλογο και ενίοτε τα αφοριστικά σχόλια, έχοντας τη σιγουριά ενός ακαδημαϊκά μορφωμένου, θεωρητικά εξοπλισμένου, ερευνητικά μη εφησυχασμένου εκπαιδευτικού-επαγγελματία.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ο εκπαιδευτικός είναι σε θέση να σταθεί απέναντι στην πατροναριστική πρόκληση «Τι κάνετε; Απλά παίζετε» και να απαντήσει με γνώμονα το στάδιο ανάπτυξης και αναλόγως του ηλικιακού εύρους του μαθητικού του πληθυσμού, επιχειρηματολογώντας ως προς τον παιδαγωγικό ρόλο κάθε απόφασης και δράσης του σε σχέση με την ολόπλευρη (γνωστική/νοητική, κινητική, κοινωνική/προσωπική και συναισθηματική) ανάπτυξη του παιδιού. Στο ίδιο μοτίβο δίνεται και η απάντηση στην απαίτηση «θέλω το παιδί μου να γράφει και να διαβάζει πριν πάει δημοτικό», καθώς είναι μεγάλο το εύρος των δεξιοτήτων και νοητικών λειτουργιών που χρειάζεται να αναπτυχθούν και να καλλιεργηθούν με ζητούμενο την ομαλή μετάβαση του παιδιού στο δημοτικό, αφού πρώτα του έχει δοθεί ο απαιτούμενος χώρος και χρόνος να αναπτυχθεί αυτενεργώντας σε ένα ασφαλές και χαρούμενο μαθησιακό περιβάλλον.
Στον αντίποδα της «αντιμαχόμενης σχέσης θεωρίας και πράξης» (ένα θέμα το οποίο απασχολεί συχνά τις συζητήσεις των εκπαιδευτικών με αφορμή τα ΝΑΠ) είναι αναγκαίο να σταθεί ένας πολύπλευρος τύπος δασκάλου: ο δάσκαλος που ερευνά, ο δάσκαλος που μαθαίνει, ο δάσκαλος που εξελίσσεται ως άνθρωπος και επαγγελματίας, ο δάσκαλος που έχει την αυτοπεποίθηση την οποία του προσφέρει το θεωρητικό υπόβαθρο και η ακαδημαϊκή έρευνα, ώστε να στηρίξει επιχειρηματολογώντας και νοηματοδοτώντας το καθημερινό του έργο.
Η σύζευξη
Είναι προφανές ότι για να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η προσχολική εκπαίδευση σε σχέση με το «πώς» του «φαίνεσθαι» θα πρέπει να ενισχυθεί νοηματικά, θεωρητικά και ερευνητικά ως προς το «γιατί» του «είναι» της. Καταλήγουμε έτσι και πάλι στο σημείο εκκίνησης της παρούσας συζήτησης καθώς συμπερασματικά και επαγωγικά οδηγούμαστε στη σοβαρότητα με την οποία ο εκπαιδευτικός καλείται να αντιμετωπίσει το έργο του απαντώντας στους όρους «επαγγελματισμός», «έρευνα», «δράση», «μάθηση».
Η «Επαγγελματική Μάθηση», ένας θεσμός του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ο οποίος στηρίζεται από τον Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, θέτοντας στο κέντρο της προτεραιότητάς των δύο φορέων τον ίδιο τον εκπαιδευτικό και τις ανάγκες του, είναι ανάγκη να παραμείνει εκτός «συνδικαλιστικών μέτρων πίεσης». Ο θεσμός της Επαγγελματικής Μάθησης γεφυρώνοντας το χάσμα της θεωρίας και της πράξης, δημιουργεί μια αμφίδρομη δυναμική σύζευξη ανάμεσα στις δύο αυτές διαλεκτικές αντιθέσεις, λειτουργώντας ως ασπίδα προστασίας του παιδαγωγικού έργου, μέσο εξέλιξης του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού και εργαλείο βελτίωσης της εκπαιδευτικής πράξης.
Καταληκτικά, εάν το «είναι» μπορεί να στηριχθεί στις στέρεες δομές της θεωρίας και της επιστημονικής πρακτικής, τότε το «φαίνεσθαι» στέκεται αδύναμο και ανεπαρκές στο να προσφέρει μια πειστική και ολοκληρωμένη απόδοση της πραγματικότητας.
*Εκπαιδευτικός Προδημοτικής Εκπαίδευσης
Κάτοχος:
-Μεταπτυχιακού τίτλου στις Θεατρικές Σπουδές με ειδίκευση σε Υποκριτική και Σκηνοθεσία (MAGISTERARTIUM, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου 2016),
-Διπλώματος Υποκριτικής (Δραματική Σχολή Βλαδίμηρος Καυκαρίδης 2006)
- Πτυχίου στην Εκπαίδευση (Πτυχίο Επιστημών της Αγωγής, Πανεπιστήμιο Κύπρου: Προδημοτική Εκπαίδευση, 2001).