Η ενδιαφέρουσα υπόθεση της προσφυγής και δικαίωσης του Σόλωνα Ι. Χατζησολωμού, που άρχισε το 1998 με πρώτη ακύρωση της απόφασης το 2000
Πρωτοφανής για τα κυπριακά χρονικά της εκπαίδευσης αποτελεί η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 28 Απριλίου 2017 με την οποία ακύρωσε εκ νέου την αποφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας προαγωγή του Ευάγγελο Προδρόμου στη θέση Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης αναδρομικά από 1.9.1998 δικαιώνοντας τον Σόλωνα Ι. Χατζησολωμού.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΔΔΔ.: Η αιτούμενη θεραπεία Α στην παρούσα προσφυγή έχει, κατά λέξη, ως ακολούθως:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση η οποία δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 19.9.2014 (παράρτημα Α) και με την οποία επαναπροήγαγε, αντίθετα και/ ή παρά το δεδικασμένο, μετά από επανεξέταση, τον Ευάγγελο Προδρόμου στη θέση Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης αναδρομικά από 1.9.1998 αντί και/ή στη θέση του Αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος»
Η επίδικη προαγωγή έχει προϊστορία.
Εναντίον της αρχικής απόφασης προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους (Προδρόμου) ασκήθηκε επιτυχώς από τον αιτητή η προσφυγή Αρ. 924/1998 ΧΑΤΖΗΣΟΛΩΜΟΥ ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο στις 17.1.2000 ακύρωσε την απόφαση, λόγω έλλειψης αιτιολογίας, σε σχέση με την αύξηση των μονάδων που παραχωρήθηκαν στους υποψηφίους.
Στην επανεξέταση που ακολούθησε προήχθη και πάλιν το ενδιαφερόμενο μέρος. Ασκήθηκε νέα προσφυγή από τον αιτητή στο Ανώτατο Δικαστήριο, η υπ' αριθμό 111/2000 ΧΑΤΖΗΣΟΛΩΜΟΥ ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. Το Ανώτατο Δικαστήριο στις 18.6.2002 απέρριψε την προσφυγή του αιτητή λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, αλλά ανέφερε ότι η διενέργεια νέων συνεντεύξεων ήταν αντίθετη προς τις αρχές της νομολογίας. Εναντίον της εν λόγω απόφασης ασκήθηκε από τον αιτητή η Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3468 ΧΑΤΖΗΣΟΛΩΜΟΥ ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. Με απόφαση του Εφετείου στις 2.3.2005 ακυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση, αναφέροντας, ότι η καθ' ης η καθ' ης η αίτηση, με τη διενέργεια εκ μέρους της νέων συνεντεύξεων, στηρίχθηκε σε νέα δεδομένα, τα οποία δεν ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο.
Ακολούθησε νέα επανεξέταση και εκ νέου προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στην επίδικη θέση. Ο αιτητής άσκησε και πάλιν προσφυγή, ωστόσο η καθ' ης η αίτηση ανακάλεσε την προσβληθείσα απόφαση της και προέβη σε νέα επανεξέταση.
Στα πλαίσια της προηγηθείσας επανεξέτασης, η καθ' ης αίτηση προήγαγε εκ νέου το ενδιαφερόμενο μέρος. Και πάλιν ο αιτητής άσκησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, την υπ' αριθμό 1674/2008 ΧΑΤΖΗΣΟΛΩΜΟΥ ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, της οποίας, με απόφαση ημερομηνίας 24.11.2011 η κατάληξη ήταν και πάλιν ακυρωτική.
Η απόφαση για τη μη προσθήκη μονάδων για τους φακέλους με τη γενική και αόριστη δήλωση πως δεν δικαιολογείται από το περιεχόμενο τους δεν αρκεί.
Ελλείπει η εξήγηση, γιατί η ΕΕΥ αποφάσισε, κατ' αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 35Β (10)(β) του Νόμου, να δώσει 4 από τις 5 μονάδες σ' ένα κριτήριο, αυτό της εντύπωσης από την προφορική συνέντευξη και καμιά μονάδα για τα άλλα δυο θεσμοθετημένα κριτήρια. Είμαι, συναφώς, της γνώμης ότι η απόφαση της ΕΕΥ είναι αναιτιολόγητη. Το δικαστήριο στερείται της δυνατότητας να ακολουθήσει το συλλογισμό της επιτροπής, με συνέπεια ο δικαστικός έλεγχος να καθίσταται ανέφικτος.
Ο λόγος ακυρώσεως κρίνεται βάσιμος. Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ του αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. .».
Η επανεξέταση που ακολούθησε το αποτέλεσμα της πιο πάνω προσφυγής Αρ. 1674 οδήγησε και πάλιν, με νέα απόφαση της καθ' ης η αίτηση, στην προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου, η οποία απόφαση είναι η εδώ επίδικη.
Ο αιτητής, μέσω της γραπτής του αγόρευσης, προώθησε ως πρώτο λόγο ακύρωσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση σωρευτικά παραβιάζει το δικαστικό δεδικασμένο, ότι υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτού από την καθ' ης η αίτηση και ότι η απόφαση της καθ' ης η αίτηση είναι και πάλιν αναιτιολόγητη, διότι η καθ' ης η αίτηση στην παρούσα υπόθεση, ως αναφέρει ο αιτητής, «..όφειλε, τότε ή έστω τώρα να αιτιολογήσει την απόφαση της γιατί αποφάσισε να δώσει 4 από τις 5 μονάδες σε ένα μόνο κριτήριο, από της προφορικής συνέντευξης και καμία μονάδα στα άλλα δύο θεσμοθετημένα κριτήρια (περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων)» και «.ενώ υπάρχουν φυσιολογικά διαφορές στους φακέλους, δεν έπρεπε ισοπεδωτικά και χωρίς καμία αιτιολογία να προσδώσει μόνο μια μονάδα για όλους τους υποψηφίους». Η καθ' ης η αίτηση τελούσε, κατά τον αιτητή, υπό πλάνη όσον αφορά την εμβέλεια του παραχθέντος δεδικασμένου, θεωρώντας ότι αυτό αφορά μόνο στην μη αιτιολόγηση του γιατί δεν δόθηκε οποιαδήποτε μονάδα για το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, αλλά και πάλιν δεν αιτιολόγησε την απόφαση της να δώσει 4 από τις 5 μονάδες σε ένα μόνο κριτήριο, αυτό της προφορικής συνέντευξης.
Η πλευρά της καθ' ης η αίτηση, με τη δική της γραπτή αγόρευση, αντιτάσσει στον πιο πάνω ισχυρισμό, ότι αυτός δεν ευσταθεί, καθότι υπήρξε πλήρης συμμόρφωση της καθ' ης η αίτηση με το δεδικασμένο στην απόφαση στην προσφυγή αριθμός 1674 (supra), το οποίο συνίστατο, κατά την καθ' ης η αίτηση, μόνο στην μη αιτιολόγηση γιατί δεν δόθηκε οποιαδήποτε μονάδα για το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων. Όσον αφορά τις 4 μονάδες που δόθηκαν για το κριτήριο της προφορικής συνέντευξης υποστηρίζει, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, με την αναφορά του στην απόφαση του στην Προσφυγή αρ. 1674 (supra), ότι " ..Στο σημείο αυτό, θεωρώ ότι η αιτιολογία, η οποία έχει δοθεί από ΕΕΥ ως προς την παροχή μονάδων αναφορικά με την απόδοση στην προφορική συνέντευξη, είναι ικανοποιητική και σύμφωνη με το άρθρο 35 Β(10).», έκρινε την απόδοση 4 μονάδων για το κριτήριο της προφορικής συνέντευξης ως ορθή και, συνεπώς, δεν τίθεται θέμα παραβίασης του παραχθέντος δεδικασμένου.
Εξέτασα τα πιο πάνω με προσοχή. Κρίνω, ότι η πιο πάνω θέση του αιτητή είναι η ορθή. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην Προσφυγή αρ. 1674 (supra) ναι μεν ανάφερε, ότι η αιτιολογία για την παροχή μονάδων (και όχι συγκεκριμένα του αριθμού των μονάδων που αποδόθηκαν) από την καθ' ης η αίτηση αναφορικά με την απόδοση στην προφορική συνέντευξη είναι ικανοποιητική (βλ. ανωτέρω απόσπασμα από την εν λόγω δικαστική απόφαση), έψεξε, όμως, και έκρινε ως αναιτιολόγητη, την έλλειψη εξήγησης από την καθ' ης η αίτηση να δώσει 4 από τις 5 μονάδες σ' ένα κριτήριο, αυτό της εντύπωσης από την προφορική συνέντευξη και καμιά μονάδα για τα άλλα δυο θεσμοθετημένα κριτήρια. Έψεξε, δηλαδή το Ανώτατο Δικαστήριο σαφώς και την έλλειψη εξήγησης για τον καταμερισμό των μονάδων, κατά την προηγούμενη επανεξέταση, δηλαδή 4 μονάδες για την προφορική συνέντευξη και καμία για τα άλλα θεσμοθετημένα κριτήρια. Επαναλαμβάνω το σχετικό απόσπασμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση του (ανωτέρω):
«Ελλείπει η εξήγηση, γιατί η ΕΕΥ αποφάσισε, κατ' αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 35Β (10)(β) του Νόμου, να δώσει 4 από τις 5 μονάδες σ' ένα κριτήριο, αυτό της εντύπωσης από την προφορική συνέντευξη και καμιά μονάδα για τα άλλα δυο θεσμοθετημένα κριτήρια. Είμαι, συναφώς, της γνώμης ότι η απόφαση της ΕΕΥ είναι αναιτιολόγητη. Το δικαστήριο στερείται της δυνατότητας να ακολουθήσει το συλλογισμό της επιτροπής, με συνέπεια ο δικαστικός έλεγχος να καθίσταται ανέφικτος»
Την ορθότητα του πιο πάνω συμπεράσματος αναφορικά με την εμβέλεια του δεδικασμένου στην Προσφυγή αρ. 1674 (supra), ενισχύουν και οι νομολογιακές παραπομπές που αναφέρθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο και προηγήθηκαν της εν λόγω δικαστικής κρίσεως, μεταξύ αυτών και στην απόφαση στην Προσφυγή αρ. 733/97 Αντωνιάδου ν. Δημοκρατία (ανωτέρω), στην οποία αναφέρθηκε και η απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 859/1996 Νικολαϊδης ν. Κυπριακή Δημοκρατία, ότι «...Δεν είναι δηλαδή αρκετή η αιτιολόγηση των μονάδων που δόθηκαν στους υποψηφίους για τα συγκεκριμένα κριτήρια. Θα πρέπει να αιτιολογείται και ο καταμερισμός". (Νικολαϊδης, Δ., σελ.7. Η απόφαση αυτή εφεσιβλήθηκε με την Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2618, η οποία έφεση απορρίφθηκε στις 6.4.99).».
Από τα πρακτικά της εδώ προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει με σαφήνεια, ότι η καθ' ης η αίτηση, αυτή τη φορά, αποφάσισε (και πάλιν, ουσιαστικά με τις ίδιες αναφορές όπως στην προηγούμενη ακυρωθείσα απόφαση) να κατανέμει μέχρι τέσσερεις (4) μονάδες για την προφορική συνέντευξη και επιπλέον αποφάσισε να αποδώσει και μία (1) μονάδα σε όλους τους υποψηφίους για το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων. Παρ' όλες τις σχετικά μακροσκελείς αναφορές, ελλείπει, όμως, και πάλιν, κατά την κρίση μου, η σαφής εξήγηση, ο συλλογισμός για τον καταμερισμό του συγκεκριμένου αριθμού μονάδων προς απόδοση στους υποψηφίους στα εν λόγω κριτήρια, σε συσχετισμό δηλαδή μεταξύ τους. Γιατί τέσσερεις και όχι τρεις, λ.χ. μονάδες για την προφορική συνέντευξη; Γιατί μία μονάδα και όχι δύο για το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων; Η έλλειψη αυτής της εξήγησης, οδηγεί και πάλιν νομοτελειακά την επίδικη απόφαση σε ακύρωση, λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας, αλλά και μη συμμόρφωσης με το παραχθέν περί τούτου δεδικασμένο (βλ. ανωτέρω κρίση μου περί τούτου).
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται για τον πιο πάνω λόγο.
Ενόψει του πιο πάνω αποτελέσματος, παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων ακύρωσης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με 1200 Ευρώ έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ' ης η αίτηση.
*Αυτούσια η απόφαση στον πιο κάτω σύνδεσμο