Προϋποθέσεις για σωστή Αξιολόγηση και αναθεώρηση των Νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων (ΝΑΠ)


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

Στις 17 Ιανουαρίου 2014 δημοσιεύτηκε πρόσκληση από τους τρεις διευθυντές εκπαίδευσης (Δημοτικής, Μέσης Γενικής ,και Μέσης Τεχνικής) ημερ. 15 Ιανουαρίου 2014 προς τα μέλη των Ομάδων Εργασίας που εκπόνησαν τα Αναλυτικά Προγράμματα του 2010 για συνάντηση με τα διορισθέντα από τον Υπουργό Παιδείας μέλη της Επιστημονικής Επιτροπής για τον Εκσυγχρονισμό του Εκπαιδευτικού Συστήματος. Παρόλο που στην πρόσκληση δεν αναγραφόταν το θέμα της συνάντησης, εικάζω ότι ο σκοπός ήταν να ζητηθεί από τα μέλη των Ομάδων να εξηγήσουν το θεωρητικό υπόβαθρο, δηλαδή τη διαδικασία με την οποία εργάσθηκαν και προ παντός τις συγκεκριμένες αντιλήψεις για τη γνώση και τη μάθηση που είχαν υπόψη τους όταν εκπονούσαν τα προγράμματα. Και τούτο, γιατί είναι παραδεκτό ότι το θεωρητικό υπόβαθρο για τη γνώση και τη μάθηση για κάθε γνωστικό αντικείμενο χωριστά είναι το πρώτο που αναζητά κανείς όταν θέλει να μελετήσει αναλυτικά προγράμματα και να σχηματίσει μια υπεύθυνη άποψη γι αυτά.  Με άλλα λόγια, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για αξιολόγηση και αναθεώρησή τους.

 

Αυτή την αναζήτηση έκανα και εγώ όταν αποφάσισα να σχηματίσω γνώμη για τα ΝΑΠ. Στην αρχή υπέθεσα ότι η απαραίτητη λεπτομερής φιλοσοφία του εγχειρήματος περιεχόταν στη μελέτη της Επιτροπής Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων (ΕΔΑΠ) «Αναλυτικό Πρόγραμμα. Πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης»,  Δεκ. 2008. Πραγματικά, από  ό,τι φαίνεται στη σελ. 21, όπου αναφέρεται ότι «όλες οι έννοιες που χρησιμοποιήθηκαν στο κεφάλαιο αυτό… μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ενιαίο τρόπο από τις επιτροπές κατάρτισης των προγραμμάτων σπουδών», η μελέτη αυτή προοριζόταν γι αυτό το σκοπό. Ωστόσο, ύστερα από  προσεκτική μελέτη  συνειδητοποίησα ότι περιέχει μόνο παιδαγωγικές και διδακτικές αρχές («οι σκοποί στο επίπεδο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, θεμελιώδεις παιδαγωγικές αρχές (μαθητοκεντρική διδασκαλία, αντιμετώπιση των μαθητών ως μοναδικά πρόσωπα (sic), ως μέλη (sic) της σχολικής κοινότητας, σεβασμός των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, σχολείο χωρίς άγχος, σχολείο για παιδιά και νέους), αρχές οργάνωσης και εφαρμογής των αναλυτικών προγραμμάτων»).  Γι αυτό έκρινα ότι το κείμενο αυτό δεν μπορούσε από μόνο του να αποτελέσει επαρκή οδηγό για σύνταξη αναλυτικών προγραμμάτων και προπαντός για επιλογή, μέσα από τον τεράστιο όγκο της υπάρχουσας γνώσης, της κατάλληλης για τα αναλυτικά προγράμματα στην Κύπρο σήμερα, και απευθύνθηκα στην εδρεύουσα στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων με την ελπίδα να μάθω πώς ακριβώς δούλεψαν οι Ομάδες. Η εξήγηση που μου δόθηκε ήταν ότι δεν χρειάζονταν γραπτές οδηγίες, επειδή υπήρχε συνεχής επαφή μεταξύ της ΕΔΑΠ και των διάφορων ομάδων εργασίας που εργάζονταν για τη σύνταξη των Αναλυτικών Προγραμμάτων.

Αυτή ωστόσο η πληροφορία στη συνέχεια διαψεύσθηκε. Στις 31 Δεκεμβρίου 2013 δημοσιεύτηκε στο Paideia – news  άρθρο του προέδρου της επιστημονικής επιτροπής για το νέο Πρόγραμμα Σπουδών της Λογοτεχνίας καθηγητή του Πανεπιστημίου Κύπρου Παντελή Βουτουρή στο οποίο αναφερόταν ότι στην παραγωγή του διδακτικού υλικού «ελάχιστη (έως μηδενική) συμβολή είχε η Επιτροπή Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων». Στις 29 Αυγ. 2013 επίσης δημοσιεύτηκε στην ίδια ηλεκτρονική εφημερίδα επιστολή του Συνδέσμου Ελλήνων Κυπρίων Φιλολόγων (ΣΕΚΦ) προς τον Υπουργό Παιδείας με την οποία ζητήθηκε επέμβασή του για να αλλάξει η διδακτική ύλη του μαθήματος Νεοελληνική Γλώσσα με το επιχείρημα ότι δεν περιλαμβάνει τις απαραίτητες διδακτικές οδηγίες, επειδή, όταν αποφασιζόταν και συντασσόταν η σχετική ύλη, «δεν υπήρξε η δέουσα συνεργασία μεταξύ της επιστημονικής επιτροπής για τη Νεοελληνική Γλώσσα και εκείνης για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία». Με άλλα λόγια, υπάρχει ισχυρισμός ότι εκτός από την απουσία επαρκούς θεωρητικής βάσης, δεν υπήρχε επαρκής συνεργασία ούτε μεταξύ ΕΔΑΠ και επιστημονικών επιτροπών ούτε μεταξύ επιστημονικών επιτροπών της ίδιας καν ειδικότητας (φιλολογικής).

Κάτι άλλο που προκαλεί εντύπωση είναι το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί κλήθηκαν να εφαρμόσουν αυτά τα προγράμματα στην τάξη χωρίς προηγουμένως  να έχουν μυηθεί επαρκώς στη γενική φιλοσοφία και τις ειδικές αντιλήψεις για τη γνώση και τη μάθηση που διέπουν τα νέα αναλυτικά προγράμματα των διαφόρων γνωστικών αντικειμένων. Η απλή ενημέρωση των μάχιμων εκπαιδευτικών για μια – δυο μέρες στην αρχή του σχολικού χρόνου δεν είναι βέβαια αρκετή για την αναγκαία εισαγωγή στη φιλοσοφία των νέων αναλυτικών προγραμμάτων, πολύ περισσότερο γιατί αυτοί καλούνται να μετακινηθούν όχι απλώς από μια μέθοδο σε άλλη αλλά από μια φιλοσοφία σε μια άλλη πολύ διαφορετική. Θα έπρεπε, επομένως, τουλάχιστον να τους δοθούν ο χρόνος και οι δυνατότητες να κατανοήσουν τη νέα φιλοσοφία.

Η δύσκολη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί σήμερα στις τάξεις των σχολείων μας λόγω αυτής της έλλειψης επαρκούς προετοιμασίας περιγράφεται πολύ κατατοπιστικά στην εμπειρική έρευνα των τριών ακαδημαϊκών του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου Στ. Κοντοβούρκη, Στ. Φιλίππου και Ε. Θεοδώρου που δημοσιεύτηκε στον Τιμητικό Τόμο Κωνσταντίνου Παπαναστασίου (2013; 291-317).Καλό θα ήταν οι υπεύθυνοι να διαβάσουν αυτή τη μελέτη.

Το συμπέρασμα από όλα αυτά, πιστεύω, είναι ότι χρειάζεται να γίνει πολλή δουλειά ακόμα για να μπορέσουν τα Νέα Αναλυτικά Προγράμματα να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά στα σχολεία για το καλό των μαθητών.

*Πρώην Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











409