Ψευδοκράτος, προσφυγιά, ανθρώπινες ιστορίες


ΤΗΣ ΠΕΤΡΟΥΛΛΑΣ ΤΖΩΡΤΖΗ*

Μία μεγάλη σημαία του ψευδοκράτους, φωταγωγημένη, μάλιστα, η οποία αναβοσβήνει προκλητικά έτσι για να μας υπενθυμίζει ότι το νησί μας τελεί ακόμη υπό κατοχή. Μας το έχουν μοιράσει δια της βίας, βάζοντας τους δικούς τους όρους σ’ ένα παράνομο κράτος. Οδηγώντας, λοιπόν κανείς στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας, αυτή η «σημαία» είναι η πρώτη που σε «υποδέχεται» και σου προκαλεί συναισθήματα θυμού. Μοιάζει σαν ένα ξένο στοιχείο πάνω στα σωθικά του Πενταδαχτύλου, τον οποίο «αυτοί» έχουν μετατρέψει σε ορυχείο και του τρυπούν τα σωθικά του τόσο ανάλγητα. Κι όμως το κράτος μας είναι ένα, ενιαίο και αδιαίρετο, όπως ακριβώς το αποδεικνύει η μοναδική και νόμιμη παγκοσμίως σημαία μας, η σημαία της πατρίδας μας.

Δεν έχεις ζήσει την εισβολή και δεν ξέρεις τι σημαίνει προσφυγιά. Βιώνεις, όμως, τις συνέπειες και τα σημάδια της που παραμένουν ανεξίτηλα, αν και έχουν περάσει 43 ολάκερα χρόνια. Γραμμή κατάπαυσης του πυρός, οδοφράγματα, κατεχόμενα χωριά, πόλεις-φαντάσματα, βουβές εκκλησίες και μοναστήρια, αγνοούμενοι, εγκλωβισμένοι… η γη των προγόνων μας, η οποία υπομένει καρτερικά εμάς τους μικρότερους, γιατί οι παππούδες μας έχουν πεθάνει στην προσφυγιά, με το όνειρο της επιστροφής να παραμένει ανεκπλήρωτο. Πρόλαβαν, όμως, να μας εξιστορήσουν τα γεγονότα … σαν να μας έλεγαν ένα παραμύθι, τραγικό παραμύθι…

14 Αυγούστου 1974. Β’ φάση της τουρκικής εισβολής. Η Αμμόχωστος  και τα χωριά της, η Μόρφου και η Καρπασία πέφτουν στα χέρια των Τούρκων. Μεγάλο μέρος της Αμμοχώστου παραμένει μέχρι και σήμερα ίδιο με τότε, καθιστώντας την Αμμόχωστο ως την πόλη-φάντασμα του νησιού μας και μια πόλη-σύμβολο παγκοσμίως που περιμένει την απελευθέρωσή της. Μοιάζει σαν να σταμάτησε η ίδια τον χρόνο και υπομένει καρτερικά τους νόμιμους κατοίκους της να της δώσουν και πάλι ζωή, έτσι όπως ακριβώς πριν από 43 χρόνια, με τα πιάτα στο τραπέζι, με τα ρούχα μέσα στο ερμάρι, με τα στολίδια πάνω στα έπιπλα. Οι τρύπες πάνω στους τοίχους των εγκαταλελειμμένων ξενοδοχείων δίπλα στις χρυσοστόλιστες αμμουδιές μαρτυρούν την τόσο άδικη βεβήλωση και καταστροφή που υπέστη το νησί μας από τις βολές των τουρκικών όπλων. Την ίδια ώρα άγνωστες και ανθρώπινες ιστορίες έρχονται στο φως για το πώς οι κάτοικοι διασώθηκαν μεταξύ τους βοηθώντας ο ένας τον άλλο, κληρονομώντας μας ωστόσο το μεγάλο χρέος να τις εξιστορήσουμε και στις επόμενες γενιές.

Το σκηνικό αυτής της τραγικής μέρας περιγράφει χαρακτηριστικά μια κάτοικος από την Αγκαστίνα. «Ηταν Τετάρτη 14 Αυγούστου 1974, πρώτη μέρα της β’ φάσης της τουρκικής εισβολής. Ο ήλιος πρόφθασε να ρίξει τις χρυσοκέντητες ακτίνες του στον Μεσαορίτικο κάμπο και το βούισμα των τουρκικών βομβαρδιστικών αεροπλάνων μάς σήκωσε από τα κρεβάτια μας κατατρομαγμένους. Τα κλάματα των παιδιών γέμισαν τις γειτονιές. Όλοι δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Τρέχαμε δεξιά κι αριστερά για να βρούμε κάποιο καταφύγιο για να γλυτώσουμε από τη νέα συμφορά που άρχιζε για δεύτερη φορά στο νησί μας» (Κατίνα Χατζή Μερακλή).

Ο Χρίστος Τζωρτζής Βιολάρης, από το χωριό Άσσια, οδηγός λεωφορείου, βρισκόταν στο χωριό του Άσσια με την οικογένειά του. Ο ίδιος περιγράφει: «Το πρωί της 14ης Αυγούστου άρχισαν να έρχονται στην Άσσια πολλά άτομα από τα γύρω χωριά για να βρουν καταφύγιο. Ήλθαν από τον Μαραθόβουνο, Αγκαστίνα, Νέο Χωριό, Κυθρέα. Μερικές οικογένειες σταμάτησαν και κάθισαν κάτω από τους ευκαλύπτους κοντά στο γιοφύρι. Η μεγάλη κόρη μου, η Άννα, πήγε και τους είπε να έλθουν στο σπίτι μας να τους φιλοξενήσουμε. Γύρω στο μεσημέρι μαζί με ένα κάτοικο από το Νέο Χωριό μπήκαμε στο αγροτικό μου λεωφορείο και πήγαμε στο κατάστημα για να ψωνίσουμε. Μόλις τελειώσαμε ήρθε κάποια πληροφορία ότι οι Τούρκοι πιθανόν να έρχονται να καταλάβουν την Άσσια. Γύρω στις 2.15 μ.μ περίπου ακούστηκαν πυροβολισμοί από τον βορρά και τη δύση, οι οποίοι συνεχώς ακούγονταν πιο κοντά μας. Όσοι είχαν δικά τους αυτοκίνητα έφυγαν, οι υπόλοιποι έμειναν σπίτι μας για να τους πάρω εγώ με το λεωφορείο… Μόλις περάσαμε την εκκλησία του Άη Γιώρκη στην κούρβα αντιληφθήκαμε ότι πίσω μας ερχόντουσαν τανκς. Ανέβηκε πολύς κόσμος. Στο μεταξύ τα τανκς άρχισαν να μας φθάνουν. Φτάσαμε στη διασταύρωση. Εκεί ήταν σταματημένο ένα τανκ. Περάσαμε από δίπλα του, αλλά εν μας έκαναν τίποτα. Τραβήξαμε για τη Βατυλή».  Διαβάζοντας κι άλλες μαρτυρίες ο οδηγός του λεωφορείου αψήφησε τανκς και πυροβολισμούς από τα τουρκικά αεροπλάνα και όλοι οι επιβάτες του λεωφορείου, κυρίως γυναίκες και παιδιά, διασώθηκαν και κατέληξαν στο Δασάκι της Άχνας κι απ’ εκεί στην Ξυλοτύμπου και Ορμήδεια, όπου εκεί παρέμειναν σε πρόχειρους προσφυγικούς καταυλισμούς.

«Κάτω απ’ το δικό του δέντρο αυτός, η γυναίκα του κι ο αδερφός του στρώσανε τις κουβέρτες και κρύψανε τα λιγοστά τρόφιμα. Πεινούσανε, μα έπρεπε να περιμένουν. Οι ώρες ήταν δύσκολες, τα τρόφιμα ήταν λιγοστά, τα χρήματα ακόμα πιο λίγα. Όσοι είχανε σταματήσει για μια ανάσα σ’ αυτό το χωριό, στεκόντουσαν στην άκρη του αμαξωτού ψάχνοντας για κάποιον δικό τους. Πιο πολλές οι μανάδες που βαστώντας την ψυχή στα δόντια αναζητούσανε να βρουν τον γιο τους: Σε ποιο τάγμα είστε; Από πού έρχεστε; Μήπως είδες τον Κωστάκη; Μήπως είδες τον Νίκο… τον Ιωσήφ;» (Ανδρέας Ονουφρίου)

«Μια ατέλειωτη ουρά από αυτοκίνητα, φορτηγά, ταξί, γεμάτα ανθρώπους. Μονάχα ανθρώπους. Άλλοι με τις πιτζάμες. Άλλοι με τις φανέλες. Παιδιά αγουροξυπνημένα με τον ύπνο βαρύ στα βλέφαρα. Ανθρώπους αμίλητους. Χωρίς ίχνος έκφρασης… Χωρίς αποσκευές. Να φύγουν να μη λερώσουν, να μην εξευτελίσουν ίχνος ανθρώπινης αξιοπρέπειας». (Νάγια Ρούσου)

«Ονομάζεσαι; Αντρούλα Πέτρου. Ετών; Είκοσι δύο. Ο άντρας σου; Αγνοούμενος… Εδώ βάλε την υπογραφή σου. Λοιπόν Αντρούλα, θα πας πλάι στην αποθήκη (του Ερυθρού Σταυρού) να πάρεις τα τρόφιμα που δικαιούσαι! Μια γριά χωρική αγωνιά, ορμηνεύει τον άντρα της: Κοίτα να μη χάσουμε την ταυτότητά μας! Αν τη χάσουμε, πώς θα ξέρουν να μας θάψουν; Λίγο πιο πέρα ένας Κερυνειώτης έστησε μια μικροσκοπική παράγκα σαν περίπτερο, για να ψήνει σουβλάκια, έβαψε την παράγκα θαλασσιά και μ’ ένα πινέλο πασκίζει να ζωγραφίσει καράβια και γλάρους. Στην οροφή ψηλά, με μεγάλα μαύρα γράμματα η επιγραφή: Ο πρόσφυγας, Άγιος Επίκτητος, Κερύνεια. Μόλις βρήκε δουλειά ο άντρας μου στο λεωφορείο κάποιου χωριανού, βάλαμε μπροστά να χτίσουμε το δικό μας σπίτι. … έμειναν μονάχα οι υδραυλικές εγκαταστάσεις, στις 15 Αυγούστου θα ήταν έτοιμο να μετακομίσουμε! Δεν προλάβαμε! Ήρθαν οι Τούρκοι. (Λίνα Σολομωνίδου)

Το σπίτι τους βρισκόταν στα «σύνορα». Ο Γλαύκος και η Δανάη. Ένα χρόνο μακριά από το σπίτι τους. Το νοστάλγησαν. Την αυλή, τις βεράντες, τα δωμάτια και τη μεγάλη ταράτσα. Ξημέρωσε Κυριακή. Τι έκπληξη, Θεέ μου. Στο δωμάτιό τους ένας μεγάλος χαρταετός. Χαρούμενα και τα δύο ανέβηκαν στην ταράτσα. Ο αέρας πρωινός-δροσερός φυσούσε προς τον Νότο. Και νάτος κιόλας ο χαρταετός όμορφος-καμαρωτός να πετά κι όλο να τραβά κατά τον Βορρά. Ξαφνικά, λίγο πιο κάτω, κατά το Βορρά, λίγο πιο πέρα από τη «γραμμή», από μια άλλη ταράτσα αντίκρυ, δύο άλλα παιδιά κουνούσαν τα χέρια χαρούμενα. Δύο ταράτσες, τέσσερα παιδιά, μια «γραμμή» ανάμεσά τους κι ένας χαρταετός. Την άλλη μέρα ο χαρταετός έγραφε: «ΕΙΡΗΝΗ, ΑΓΑΠΗ». Αν τέτοιους χαρταετούς, σκέφτηκε η Μάνα, αφήσουμε όλοι να πετάξουν, τότε θα σβήσουν από μόνες τους οι «γραμμές», τότε θα λιώσουν τα σύρματα. Δε θ’ αντέξουν κάτω από τέτοια αγάπη… Σαν εκείνα τα σύρματα και τις καγκελόπορτες εκεί στο Πολυτεχνείο, πάνω στα οποία γράφτηκαν με αίμα τα συνθήματα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία». Αυτά τα τόσο σημαντικά αγαθά που όποιος λαός τα έχει, του διασφαλίζουν την αξιοπρέπειά του. Ίσως οι νέοι και τα παιδιά να κατορθώσουν αυτό που δεν έχουν καταφέρει ακόμη οι μεγάλοι…  ίσως…

*Οι πιο πάνω μαρτυρίες από την τουρκική εισβολή είναι καταγεγραμμένες στο βιβλίο του Κώστα Χρ. Τζωρτζή (Άσσια, επιστροφή, Λευκωσία, 2002). Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από τα κείμενα «Οι ώρες του χαμού» του Αντρέα Ονουφρίου, «Το ξεσπίτωμα, της Νάγιας Ρούσου, Βιώματα – Κύπρος 1974 της Λίνας Σ. Σολομωνίδου, τα οποία βρίσκονται δημοσιευμένα στο Κυπριακό Ανθολόγιο για τα παιδιά του δημοτικού, Μέρος Β΄. Χρησιμοποιήθηκε απόσπασμα από το κείμενο «Χαρούμενοι χαρταετοί» της Μαρίας Πυλιώτου, από το Ανθολόγιο Λογοτεχνικών κειμένων, Στο σκολειό του κόσμου.

*Εκπαιδευτικός Δημοτικής Εκπαίδευσης




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1150