Σαράντα χρόνια μετά. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, αλλά πώς; Κάποιες φυγόκεντρες σκέψεις


 ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΒΟΥΤΟΥΡΗ*

Πολύ συχνά προσπίπτει στις αισθήσεις μας, η φράση «η ιστορία επαναλαμβάνεται», εκφωνημένη από πολιτικούς ρήτορες, ή παρέμβλητη σε δημοσιογραφικά κείμενα. Πρόκειται, χωρίς αμφιβολία, για έναν προσφιλή κοινό τόπο, ο οποίος (όπως συμβαίνει με όλες τις κοινοτοπίες) χρησιμοποιείται τις περισσότερες φορές αβασάνιστα, εν τη ρύμη του λόγου, προς επίρρωσιν κατά κανόνα κάποιου επιχειρήματος. Στις καλύτερες περιπτώσεις μνημειώνεται λογοτεχνικά, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τους πρώτους στίχους του Ερωτόκριτου:

Του κύκλου τα γυρίσματα  που ανεβοκατεβαίνου

και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου,

και του καιρού τ' αλλάματα που αναπαημό δεν έχου

Η πεποίθηση ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται είναι παλαιότατη και έλκει τις καταβολές της από θρησκευτικά, κοσμολογικά, και φιλοσοφικά δόγματα, τα οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αναπαράγουν την αρχετυπική ιδέα της ανακύκλησης· της περιοδικής δηλαδή επανάληψης των ίδιων γεγονότων.  Η ιδέα αυτή βρήκε στα νεότερα χρόνια την πιο αινιγματική και προκλητική συνάμα διατύπωσή της στη φιλοσοφική σκέψη του Φρειδερίκου Νίτσε, ανασημασιολογημένη ως δόγμα της «αιώνιας επιστροφής».

 Η Ιστορία -λοιπόν- επαναλαμβάνεται. Σύμφωνοι. Το μείζον ωστόσο ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: οι άνθρωποι, τα υποκείμενα της ιστορίας, έχουν περιθώρια αντενέργειας και αυτενέργειας σε αυτή την αέναη διαδικασία ή είναι απλώς κόκκοι άμμου στην κλεψύδρα του χρόνου; Συνειρμικά μου έρχεται  στο μυαλό το πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα του Irvin Yalom, «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», το σημείο όπου η ιδέα της αιώνιας επιστροφής αποτυπώνεται με την εξής εφιαλτική υπόθεση: «Φαντάσου το ακόλουθο διανοητικό πείραμα! Τι θα συνέβαινε αν κάποιος δαίμονας σου έλεγε ότι αυτή τη ζωή -όπως τη ζεις τώρα κι όπως την έχεις ζήσει στο παρελθόν- πρέπει να την ζήσεις ξανά, αμέτρητες φορές; [...] Φαντάσου την αιώνια κλεψύδρα της ύπαρξης ν’ αναποδογυρίζει ξανά και ξανά και ξανά. Και κάθε φορά αναποδογυρίζουμε κι εσύ κι εγώ, απλοί κόκκοι στη διαδικασία».

Αυτή είναι η πιο απαισιόδοξη εκδοχή και ερμηνεία του δόγματος, καθώς καθιστά τον άνθρωπο άθυρμα του χρόνου: καμιά πράξη δεν έχει νόημα και σκοπό εκτός από την αναμονή. Από την άλλη, ωστόσο, υφίσταται και η αντίθετη εκδοχή: ότι η ιστορία δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από τη βούληση των πρωταγωνιστών της. Η δύναμη της ανθρώπινης βούλησης (η Ψυχή, θα έλεγε κάποιος), είναι αυτή που ρυθμίζει την περιοδικότητα της επανάληψης και την ταχύτητα της ανακύκλησης, και  όχι κάποια εξωκοσμική νομοτέλεια.

Με οδηγό την τελευταία αισιόδοξη εκδοχή της ιδέας της ανακύκλησης προτείνω να διαβάσουμε τα δύο ποιήματα που ακολουθούν: το πρώτο η «Σαλαμίνα της Κύπρος» του Γ. Σεφέρη πολύ γνωστό από τη σχολική χρήση του, και το δεύτερο, μάλλον άγνωστο, ένα απόσπασμα από το έξοχο «Σκήνωμα» (1975) του Παντελή Μηχανικού.  Το ποίημα του Σεφέρη ξεκινά με μια μνεία του ήλιου («Κάποτε ο ήλιος του μεσημεριού...»), ενώ του Μηχανικού κλείνει με μιαν επίκληση στον ήλιο. Αντικείμενο αναφοράς και στα δύο είναι οι ψυχές. Το πρώτο απόσπασμα, από τη «Σαλαμίνα της Κύπρος», μεταφέρει τη φωνή του αγγέλου, ο οποίος περιγράφει στη βασίλισσα το τραγικό τέλος των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας («Νήσός τις έστι πρόσθε Σαλαμίνος τόπων», Πέρσαι 447). Και αυτά δύο μόλις χρόνια πριν ξεκινήσει ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας. Το ποίημα του Μηχανικού μπορεί να διαβαστεί και ως σάλπισμα: «Κ' η ψυχή / μάς αγναντεύει αθάνατη [...] Ήλιε μου ζέσταινέ την / Και δώσε της τη μεγάλη φωτιά/ να κάψη τα λουριά»:

Α.

Γ. Σεφέρης, από το ποίημα «Σαλαμίνα της Κύπρος»:

Δεν αργεί να καρπίσει τ' αστάχυ

δε χρειάζεται μακρύ καιρό

για να φουσκώσει της πίκρας το προσύμι,

δε χρειάζεται μακρύ καιρό

το κακό για να σηκώσει κεφάλι,

κι ο άρρωστος νους που αδειάζει

δε χρειάζεται μακρύ καιρό

για να γεμίσει με την τρέλα,

νήσός τις έστι...

Β.

Παντελής Μηχανικός, από το ποίημα «Σκήνωμα»:

Κι η ψυχή

 μάς αγναντεύει αθάνατη

[...]

Ήλιε μου, ζέσταινέ την.

Και δώσε της τη μεγάλη φωτιά

να κάψει τα λουριά και να ξηλώσει τις ράγες.

Και δώσε της, ήλιε μου, τη δυνατή φωτιά

να κάψει

μέσα στις μάσκες

το θάνατο

  *Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου




Share on Facebook


Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











143