Σκέψεις από την άλλη άκρη της Ευρώπης


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ*

Από τη δεκαετία του ‘90 και μετά, παρατηρείται διεθνώς στον τομέα της μαθηματικής παιδείας μια μετατόπιση του ερευνητικού ενδιαφέροντος από θέματα ψυχομετρικής φύσης (π.χ. κατασκευή δοκιμίων για μέτρηση των επιδόσεων των παιδιών) σε ζητήματα κοινωνικοπολιτισμικού και κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, η σύγχρονη έρευνα στη μαθηματική παιδεία – στο εξωτερικό τουλάχιστον – έχει κάνει προ πολλού στροφή στη μελέτη κοινωνικών και πολιτικών εννοιών (όπως, για παράδειγμα, οι εξουσιαστικές δομές ή η κοινωνική κατασκευή της σχολικής επιτυχίας/αποτυχίας) και στη σύνδεσή τους με το σχολικό μάθημα των μαθηματικών.

Ο τομέας της μαθηματικής παιδείας είναι πολιτικός τομέας. Τι εννοώ μ’ αυτό; Τα σχολικά μαθηματικά υπηρέτησαν και υπηρετούν εδώ και χρόνια ως φύλακες ελέγχου εισδοχής σε πολλά άλλα πεδία. Πληθώρα ερευνών, κυρίως από το χώρο της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, τονίζει ότι υπάρχουν πολύ μεγάλες αποκλίσεις ανάμεσα στις μαθηματικές επιδόσεις των λευκών αγοριών μεσαίας κοινωνικής τάξης (κυρίαρχη ομάδα) και παιδιών από περιθωριοποιημένες ομάδες, όπως για παράδειγμα τα κορίτσια, τα παιδιά με εθνοτικό υπόβαθρο άλλο απ’ αυτό της κυρίαρχης ομάδας (π.χ. μετανάστες), τα παιδιά των οποίων η σεξουαλικότητα κατασκευάζεται εκτός της ετεροφυλίας, τα παιδιά των οποίων η γλώσσα του σπιτιού είναι διαφορετική απ’ αυτή του σχολείου, τα παιδιά με μαθησιακά, συναισθηματικά, ή κιναισθητικά προβλήματα και τα παιδιά από οικογένειες χαμηλού κοινωνικοοικονομικού στάτους. Οι περιθωριοποιημένες αυτές ομάδες συχνά αποδίδουν χαμηλότερα από την κυρίαρχη ομάδα ως αποτέλεσμα μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας και χαμηλών προσδοκιών από τους εκπαιδευτικούς τους. Ακολούθως, χωρίς πρόσβαση στη μαθηματική γνώση ή κατάκτησή της σε επαρκές επίπεδο,  θεωρούνται αυτόματα ότι μειονεκτούν και συχνά γίνονται, λόγω των επιδόσεών τους, θύματα ρατσισμού, σεξισμού, και άλλων μορφών διακρίσεων και κοινωνικού αποκλεισμού.

Ήδη, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70, ο Αμερικανός κοινωνιολόγος της εκπαίδευσης Michael Apple γράφει πως τα σχολεία υπάρχουν μέσα από τη σχέση τους με άλλους, πιο ισχυρούς οργανισμούς, οι οποίοι συνδυαστικά λειτουργούν με τέτοιους τρόπους ώστε να παράγουν, να αναπαράγουν, και να επιβάλλουν δομικές κοινωνικές ανισότητες. Αυτό που μαθαίνουμε στο μάθημα των μαθηματικών στις σχολικές τάξεις των πλείστων χωρών του δυτικού κόσμου είναι αυτό που χρειαζόμαστε (ή μάλλον, οι υπάρχουσες κοινωνικές δομές χρειάζονται) έτσι ώστε να συντηρείται αφενός η υφιστάμενη κατάσταση και αφετέρου τα παιδιά να μεγαλώνουν και να γίνονται παραγωγικοί υπάλληλοι που δεν ρωτούν πολλά και δεν αμφισβητούν την εξουσία. Το κυπριακό δημόσιο σχολείο και το εκπαιδευτικό σύστημα γενικότερα το κάνουν αυτό συγκαλυμμένα. Φροντίζουν, δηλαδή, επιμελώς να αποσιωπούν ζητήματα κοινωνικών ανισοτήτων, και να καταπνίγουν φωνές που αντιτίθενται στη συντήρησή τους. Το πρόσφατο παράδειγμα μη εφαρμογής του κριτικού γραμματισμού στο γλωσσικό μάθημα είναι ακόμη έντονα λυπηρό για όλους εμάς τους υποστηρικτές της κριτικής παιδαγωγικής και των ιδεών του Βραζιλιάνου παιδαγωγού Paulo Freire. Η δε αξιοποίηση του μαθήματος των μαθηματικών για προώθηση αυτού που η διεθνής βιβλιογραφία ονομάζει κριτικά μαθηματικά (δηλαδή, μελέτη κοινωνικών ζητημάτων και προβλημάτων στο μάθημα των μαθηματικών για να κατανοήσουν καλύτερα τα παιδιά τόσο τις μαθηματικές έννοιες όσο και τις κοινωνικές ανισότητες) φαντάζει πολύ ξένη για τα δεδομένα της κυπριακής πραγματικότητας.

Γιατί, όμως, επιλέγω να μοιραστώ αυτές τις σκέψεις μου μαζί σας σήμερα; Για δύο, κυρίως, λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με τα ευρύτερα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα. Ως πανεπιστημιακό με συναρπάζει η έρευνα γύρω από την αξιοποίηση του σχολικού μαθήματος των μαθηματικών για άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και προώθηση εννοιών όπως η ισότητα και η κοινωνική δικαιοσύνη. Ο δεύτερος έχει να κάνει με την ανακοίνωση της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, η οποία κυκλοφόρησε στον τύπο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τις τελευταίες μέρες, σχετικά με τους κανόνες λειτουργίας εκκλησιαστικών νηπιαγωγείων. Η ανακοίνωση φαίνεται να στοχοποιεί παιδιά με αναπηρία, παιδιά με θρήσκευμα άλλο από τον ορθόδοξο χριστιανισμό και παιδιά από οικογένειες που δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά του ετεροκανονικού γάμου κατά τα εκκλησιαστικά πρότυπα (βλέπε «περίπτωση διαζευγμένων γονιών ή άλλων προβληματικών καταστάσεων»). Τη θέση μου για τη λειτουργία εκκλησιαστικών σχολείων γενικά προτιμώ να μην την αναπτύξω εδώ. Παρόλα αυτά, ως δάσκαλος, ως παιδαγωγός, ως ερευνητής της μαθηματικής παιδείας, και ως κριτικά σκεπτόμενο άτομο, δεν μπορώ παρά να προβληματίζομαι για το εξής: Πώς θα χειριστεί το εκκλησιαστικό σχολείο ζητήματα κοινωνικών ανισοτήτων όπως αυτά που αναφέρω πιο πάνω από τη στιγμή που πολλά σημεία στην ανακοίνωση εξ ορισμού στηρίζουν τη συντήρηση των ανισοτήτων αυτών;  

*Λέκτορας στα Παιδαγωγικά (Μαθηματική Παιδεία) στο University of Stirling, του Ηνωμένου Βασιλείου.

constantinos.xenofontos@stir.ac.uk




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











175