ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου Αντώνης Κάκας σε ένα άρθρο του στο Paideia-Νews (7 Μαρτίου 2014) με τίτλο «Της Δημοκρατίας» υποστήριξε πως ο πολίτης της Κύπρου έχει κατά κάποιο τρόπο «ναρκωθεί από τα κόμματα θεωρώντας ότι οι πολιτικοί είναι οι απόλυτα ειδικοί επί των θεμάτων διακυβερνήσεως του τόπου…. , έχει αποποιηθεί του δικαιώματος και της ευθύνης να αξιολογεί και να ελέγχει το πολιτικό σύστημα ….και δεν μπορεί ή και δεν ξέρει πώς να ασκήσει αυτόν του το δημοκρατικό ρόλο αξιολογώντας την καταλληλότητα των αποφάσεων και των πράξεων του πολιτικού συστήματος».
Πιστεύω πως οι απόψεις αυτές είναι απόλυτα σωστές. Στο άρθρο μου θα προσπαθήσω να δώσω μια εξήγηση στο φαινόμενο ελπίζοντας πως αυτή θα βοηθήσει να ιδωθεί το πρόβλημα μέσα σε ένα καινούργιο πλαίσιο που θα παρείχε τη δυνατότητα να ληφθούν πρακτικά μέτρα για απάμβλυνση της απαράδεκτης αυτής κατάστασης.
Έχω την εντύπωση πως στις περισσότερες περιπτώσεις η αδυναμία, η νάρκωση και η αποποίηση του δικαιώματος ελέγχου του πολιτικού συστήματος από τον κύπριο πολίτη, όπως αυτά περιγράφονται από τον κ. Κάκα, οφείλονται όχι στο ότι ο Κύπριος πολίτης δεν θέλει αλλά στο ότι δεν μπορεί να το κάνει. Πιστεύω πως ο κύριος λόγος γι’ αυτή την αδυναμία δεν είναι ούτε η ισχυρή νομιμοφροσύνη στο κόμμα του ούτε η περισσή αδιαφορία ούτε η αλλοτρίωση ούτε η πνευματική οκνηρία αλλά η γλωσσική ανεπάρκεια, η αδυναμία του δηλαδή να κατανοεί επαρκώς τα λεγόμενα και να σχηματίζει δική του άποψη, την οποία να μπορεί να αρθρώνει με συγκροτημένο και λογικό τρόπο. Μια εικόνα του τι σημαίνει γλωσσική επάρκεια στη σημερινή εποχή δίνουν οι τρόποι με τους οποίους το PISA, το γνωστό διεθνές πρόγραμμα αξιολόγησης των μαθησιακών αποτελεσμάτων των μαθητών στη γλώσσα, αξιολογεί το βαθμό κατανόησης ενός κειμένου. Σύμφωνα μ’αυτό, επαρκής κατανόηση σημαίνει κατανόηση όλων των πληροφοριών, τόσο των σαφώς όσο και των υπόρρητα δηλουμένων, κατανόηση των λεπτών διαφορών και αποχρώσεων των εννοιών και ικανότητα σύνδεσης των αναφερομένων στο γραπτό ή προφορικό κείμενο με συγκεκριμένα γεγονότα ή εξελίξεις και διαχείρισής τους στην πράξη. Αυτές οι γλωσσικές δεξιότητες είναι πολύ δύσκολες και περίπλοκες και μέχρι πρόσφατα δεν διδάσκονταν συστηματικά στα σχολεία μας. Το αποτέλεσμα αυτής της γλωσσικής ανεπάρκειας της μάζας των πολιτών μας είναι να αρκούνται να επαναλαμβάνουν φράσεις και ατάκες της πολιτικής ηγεσίας του κόμματος τους χωρίς να μπορούν ούτε να τις κατανοούν πλήρως ούτε, φυσικά, να αποκλίνουν από αυτές. Για να μπορεί κάποιος να ελέγχει άλλους, πρέπει να μπορεί να διαμορφώνει και να αρθρώνει δική του άποψη, διαφορετική από εκείνη που του υπαγορεύουν οι ηγέτες του. Αυτό το ξέρουν καλά οι πολιτικοί, γι’ αυτό και φροντίζουν να προμηθεύουν στα μέλη τους έτοιμες τις απόψεις του κόμματος, διατυπώνοντας τες ξανά και ξανά με όλα τα υπάρχοντα στη διάθεσή τους μέσα, ώστε οι οπαδοί να τις αποστηθίζουν και να μπορούν να τις υποστηρίζουν στις δικές τους συγκεντρώσεις. Αυτός είναι επίσης και ο λόγος για τον οποίο όλοι οι πολιτικοί συζητητές στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο θέλουν να λεν τον τελευταίο λόγο. Πιστεύουν ότι αυτό που μένει στον ακροατή είναι τα λόγια που θα ακούσει στο τέλος.
Ένα ενισχυτικό στοιχείο της γλωσσικής ανεπάρκειας της μάζας των πολιτών αποτελεί, πιστεύω, το είδος των σχολίων που γράφουν πολλοί από τους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Παρακολουθώ συχνά τα σχόλια που γράφουν οι αναγνώστες των ηλεκτρονικών εφημερίδων κάτω από πολιτικές ειδήσεις και πολιτικά άρθρα, γιατί πιστεύω πως σ’ έναν μεγάλο βαθμό αυτά αποτελούν έναν αξιόπιστο καθρέφτη όχι μόνο του βαθμού κατανόησης των λεγομένων και εμπλοκής των πολιτών στα πολιτικά δρώμενα αλλά και του πολιτικού αλφαβητισμού και του πολιτικού πολιτισμού τους. Η εντύπωση που σχηματίζει κανείς διαβάζοντας αυτά τα σχόλια δεν είναι πολύ ενθαρρυντική. Υπάρχουν πολύ λίγα αξιόλογα σχόλια που δείχνουν όχι μόνο καλή γνώση των πολιτικών δρωμένων αλλά και φιλότιμη προσπάθεια πειστικής επιχειρηματολογίας. Τα περισσότερα, ωστόσο, σχόλια είναι μονολεκτικά και αποτελούν απλώς θετική ή αρνητική αντίδραση στην είδηση ή το περιεχόμενο του άρθρου ή, συνηθέστερα, στο σχόλιο ή τα σχόλια που προηγήθηκαν. Η αρνητική στάση εκφράζεται πολύ συχνά με βρισιές (πε αλλόναν ρε, κλέφτες, ληστές, απατεώνες, κομματόσκυλα, γλείφτες, αρνιά, μπεεε, καραγκιόζηδες ,λαμόγια).
Η αντίδραση αυτή είναι ανάλογη με εκείνη που διαπίστωσε η μεγάλη τριετής έρευνα του Πανεπιστημίου Λευκωσίας (2006-2007) με θέμα την πολιτότητα σχετικά με τον τρόπο που συμπεριφέρονται οι δεκαοκτάχρονοι έφηβοι μεταξύ τους στις καθημερινές τους σχέσεις. Η έρευνα διαπίστωσε πως τις περισσότερες φορές οι έφηβοι αντιδρούν χτυπώντας το συνομιλητή τους, όταν τους πει κάτι με το οποίο διαφωνούν, αντί να του απαντήσουν με λόγια. Δεν μπορούν να εκφράσουν τη διαφωνία τους με λόγια, να αντικρούσουν αυτό που τους είπε με επιχειρήματα. Γι’ αυτό τον χτυπούν.
Η δημοκρατία όμως είναι πολίτευμα στο οποίο οι πολίτες επικοινωνούν, συνομιλούν, διαβουλεύονται, επιχειρηματολογούν, συζητούν μεταξύ τους. Είναι στα απολυταρχικά καθεστώτα που βρίζουν ,δέρνονται και χειροδικούν. Αν πραγματικά ενδιαφερόμαστε για την ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας, πρέπει να δοθεί από όλους τους παράγοντες και ιδιαίτερα από την πολιτεία και τα σχολεία μεγαλύτερη έμφαση στην ανάπτυξη των γλωσσικών δεξιοτήτων των νέων μας, ιδιαίτερα του προφορικού λόγου, ούτως ώστε να μπορούν να επικοινωνούν αποτελεσματικότερα ως άνθρωποι και ως πολίτες και να αντιδρούν δημοκρατικά ελέγχοντας, μεταξύ άλλων , και τους πολιτικούς και τα κόμματα.
*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου