Στο ίδιο έργο θεατές


ΑΡΘΡΟ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΥΣ  ΤΕΛΕΙΟΦΟΙΤΟΥΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ  

Μια «νέα» πρόταση που «ήρθε να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της κυπριακής εκπαίδευσης»; Κάθε άλλο. Η πρόταση του Υπουργού Παιδείας δεν είναι σε καμία περίπτωση νέα και ούτε έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στην Κύπρο. Όπως πολύ καλά γνωρίζουμε όλοι οι εμπλεκόμενοι στο κυπριακό σύστημα εκπαίδευσης, οι προτάσεις για ριζική αλλαγή στον τρόπο διορισμού των εκπαιδευτικών δίνουν και παίρνουν εδώ και πολλά χρόνια στο νησί μας, π.χ. στην πρόταση της UNESCOτο 1997 για το κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα, για κατάργηση του καταλόγου και εφαρμογή νέου συστήματος διορισμού. Η διαμάχη και οι αντιδράσεις ωστόσο, αυτή τη φορά είναι εντονότερες από ποτέ. Ίσως λόγω, - ας τις ονομάσουμε - «εξωτερικές πιέσεις»,ένεκα της δύσκολης οικονομικής κατάστασης της χώρας μας αυτή τη στιγμή, η παρούσα πρόταση για μεταρρύθμιση είναι τώρα, περισσότερο από ποτέ, πιο κοντά στο να πάρει σάρκα και οστά. Αυτές τις μέρες ακούσαμε και είδαμε να διαδραματίζονται πολλά. Ξέσπασε ένας «πόλεμος», όπως τον χαρακτηρίζουν τα ΜΜΕ, μεταξύ του Υπουργείου Παιδείας και γονέων από τη μια και των οργανώσεων των εκπαιδευτικών από την άλλη.

 Η πρόταση και το περιεχόμενό της γνωστή. Μερικά από τα όσα ακούσαμε είναι ότι τα νέα δεδομένα θα προωθήσουν το «μέσο» και την «κουμπαροκρατία». Ακούσαμε ότι θα παραγκωνιστούν οι πραγματικά έμπειροι και άξιοι. Ότι το νέο σύστημα δεν θα είναι δίκαιο και ούτε αξιοκρατικό, καθώς επίσης δεν θα επιλέγει τους καλύτερους ούτε τους άριστους, κάτι που αποτελεί ένα από τα κύρια μελήματα των οργανώσεων των εκπαιδευτικών, όπως υποστηρίζουν. Ως φοιτητές του τμήματος των Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου, θεωρούμε ότι  πρέπει να ακουστεί και  η δική μας φωνή σε αυτό το «διάλογο», με σκοπό των περαιτέρω εκδημοκρατισμό του .  Τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν εναντίον της εισαγωγής των γραπτών εξετάσεων ήταν κατά κύριο λόγο ότι οι εξετάσεις δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τους καλύτερους εκπαιδευτικούς, δεν μπορούν να αξιολογήσουν την αγάπη και το ήθος για το επάγγελμα και ότι θα εισαχθεί με τον τρόπο αυτό το «μέσο» στη διαδικασία διορισμού. Όταν όλοι συμφωνούμε για την αξιοκρατία των Παγκυπρίων εξετάσεων που έχει ως αποτέλεσμα να επιλέγονται οι καλύτεροι που θα φοιτήσουν στα Πανεπιστήμια, γιατί ξαφνικά διαφωνούμε για την αξιοκρατία αυτών των εξετάσεων; Οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί δε μπορούν να απαντήσουν αυτή την ερώτηση αφού σε αντίστοιχες ερωτήσεις δημοσιογράφων είτε δεν απάντησαν είτε οι απαντήσεις περιορίζονταν στο «να διατηρήσουμε το παρόν σύστημα, που εδώ και τόσα χρόνια έχουμε και είναι δίκαιο και αξιοκρατικό». Το βασικότερό μας ερώτημα που προκύπτει είναι, αφού οι εξετάσεις δεν είναι δίκαιες και αξιοκρατικές και δεν εξασφαλίζουν τους καλύτερους, με ποιο τρόπο το πράττει αυτό το ισχύον σύστημα; Πώς ο κατάλογος διασφαλίζει ότι το άτομο του οποίου ήρθε η «σειρά» να διοριστεί είναι και κατάλληλος εκπαιδευτικός; Ποτέ δεν είπαμε ότι οι εξετάσεις είναι το τέλειο σύστημα, γιατί τέλειο σύστημα μάλλον δεν υπάρχει. Αυτό που ανεπιφύλακτα υποστηρίζουμε, όμως, είναι ότι οι εξετάσεις θα βοηθήσουν στο να «ξεχωρίσουν» οι καλύτεροι μεταξύ των καλυτέρων. Η επιλογή των μελλοντικών εκπαιδευτικών με τρόπο που θα διασφαλίζει τουλάχιστον ένα γνωσιολογικό υπόβαθρο, είναι το πρώτο βήμα. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνούμε ότι με τα δεδομένα σήμερα οι εκπαιδευτικοί που θα διορίζονται σε μερικά χρόνια, και που ήδη διορίζονται, είναι μεγάλοι σε ηλικία και μάλιστα αρκετοί,  από την αποφοίτησή τους από το Πανεπιστήμιο μέχρι το διορισμό δεν ασχολούνται καθόλου με το αντικείμενο της σπουδής τους. Οι αδικημένοι της υπόθεσης αυτής είναι οι μαθητές. Με τη μέθοδο των εξετάσεων δίνεται ένα κίνητρο τόσο στις παλαιότερες γενιές εκπαιδευτικών, όσο και σε εμάς τους νεότερους, να προσπαθήσουμε να βελτιωθούμε παρά να καθόμαστε βολεμένοι περιμένοντας τη σειρά μας για ένα σίγουρο και αμετάκλητο διορισμό. Το σύστημα των εξετάσεων παρέχει, τουλάχιστον, την ευκαιρία σε όλους τους πτυχιούχους εκπαιδευτικούς, να δοκιμαστούν και αν κριθούν ικανοί, να διοριστούν. Σε αντίθεση, το σύστημα του καταλόγου, εκμηδενίζει κάθε πιθανότητα-ευκαιρία διορισμού για εμάς τους νέους. Εξάλλου, αν συμφωνούμε στο ότι όλοι όσοι βρίσκονται στον κατάλογο αυτή τη στιγμή, είναι ικανοί, προς τι τόσος φόβος για ενδεχόμενες εξετάσεις; Η προϋπηρεσία και η εμπειρία δίνουν στους παλαιότερους προβάδισμα. Λαμβάνοντας μάλιστα ως δεδομένο ότι, μονάδες αποκτούνται επίσης με βάση την προϋπηρεσία, τα πτυχία και το έτος απόκτησης του πρώτου πτυχίου, τότε δεν αδικούνται ούτε όσοι απόφοιτοι περιμένουν χρόνια στον παλιό κατάλογο, ούτε οι ήδη συμβασιούχοι, αντικαταστάτες και έκτακτοι.

Διαφωνίες και πολλά σχόλια τις τελευταίες μέρες έχουν ακουστεί και όσον αφορά το κριτήριο των πρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων, υποστηρίζοντας ότι ένα ακόμα πτυχίο δε σε κάνει ικανότερο και αποτελεσματικότερο δάσκαλο. Κανείς δεν αντιλέγει με αυτό. Αντίστοιχα όμως, κανείς δε μπορεί να αμφιβάλει ότι το να εμβαθύνει κάποιος σε ένα τομέα της εκπαίδευσης, σίγουρα του δίνει κάποια επιπρόσθετα εφόδια και γνώσεις που θα μπορεί να εφαρμόσει στην πράξη. Άλλωστε, ένα μεταπτυχιακό δίνει την ευκαιρία στους εκπαιδευτικούς να τύχουν εξειδίκευσης στο θέμα που τους ενδιαφέρει, και να μην παραμείνουν στις αρχικές, πιο σφαιρικές γνώσεις που έχουν αποκτήσει από το πρώτο πτυχίο.

Εμείς, ως φετινοί απόφοιτοι προσπαθούμε να καταλάβουμε όλες τις πλευρές και δεν θέλουμε να αδικηθεί κανείς. Αυτό όμως που δεν καταλαβαίνουμε είναι γιατί τόση αναστάτωση; Γιατί τόσος φόβος; Γιατί τόση αντιδραστικότητα; Γιατί η αξιολόγηση μας φοβίζει τόσο πολύ; Ίσως η αρνητική μας στάση να ευθύνεται στον τρόπο που έχουμε μάθει να ζούμε στην Κύπρο. Σίγουρα υπάρχει ο φόβος της αλλαγής. Ούτε εμείς, ούτε κανένας από τους «ειδικούς» της εκπαίδευσης δεν μπορεί να προβλέψει πού θα καταλήξει η νέα πρόταση. Η λύση που προτείνεται όμως είναι η στασιμότητα; Η αλλαγή επιβάλλεται.

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










148