Συγκρότηση ομάδων εργασίας μαθητών: Η κοινωνιολογική πτυχή του θέματος


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΝΑΓΙΔΗ*

Η συνεργατική μάθηση αποτελεί μια εκπαιδευτική προσέγγιση που κατέχει εξέχουσα πλέον θέση στη σύγχρονη παιδαγωγική. Η ομαδοποίηση των μαθητών- που εκτελούν την ίδια εργασία- βοηθά στην καλύτερη κατανόηση του περιεχομένουτου αντικειμένου που πρόκειται να διδαχθούν, αλλά και των μέσων που θεωρούνται απαραίτητα για τη διδασκαλία του. Με την παιδαγωγική αυτή μέθοδο προωθείται μεταξύ άλλων η αυτενέργεια των μαθητών και η ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους.

Η συγκρότηση κάθε ομάδας εργασίας μπορεί να γίνει με ποικίλους τρόπους. Η διαμόρφωση ελεύθερων ομάδων με αυτό-επιλογή των μαθητών από τους ιδίους, χωρίς την παρέμβαση του εκπαιδευτικού είναι ένας εξ αυτών.  Άλλος τρόπος είναι ο προκαθορισμός των ομάδων από τον εκπαιδευτικό, ο οποίος διαμορφώνει τη σύνθεσή τους με βάση τα δικά του κριτήρια. Για τη συγκρότηση ομάδων εργασίας μπορεί, επίσης, να γίνει χρήση του τεχνικών κοινωνιομετρίας (π.χ. κοινωνιόγραμμα και κοινωνιομετρικό τεστ), μέσω των οποίων παρέχεται η δυνατότητα στο μαθητή να ορίσει ο ίδιος την ομάδα που θα ήθελε να ανήκει. Ταυτόχρονα, καταλυτικός είναι ο ρόλος του εκπαιδευτικού, εφόσον μπορεί να παρέμβει στις επιλογές των μαθητών του, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη την αρχή της βοήθειας.

Η κοινωνιομετρία επιθυμεί να διερευνήσει τη δομή των κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας, συλλέγοντας πληροφορίες για το ρόλο, την κοινωνική θέση και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας (ηγετικές ικανότητες, ήθος, κοινωνική προσαρμογή, αποκλίσεις) κάθε μέλους της (Moreno 1970). Η πιο συνηθισμένη και εύχρηστη τεχνική της είναι το κοινωνιομετρικό τεστ μέσω του οποίου οργανώνεται και το κοινωνιόγραμμα της ομάδας (Πυργιωτάκης 1999).

Τοκοινωνιόγραμμααποτελεί μια οπτική αναπαράσταση των σχέσεων ανάμεσα στα διάφορα μέλη μιας ομάδας (Wasserman&Faust, 1994). Ωστόσο, σύμφωνα με το Moreno (1970), το κοινωνιόγραμμα δεν αποτελεί απλά μια οπτική αναπαράσταση των απαντήσεων, αλλά κυρίως μια μέθοδο για διερεύνηση σχέσεων.

Η δυναμική της τάξης μπορεί να αποτυπωθεί, για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, με τη βοήθεια κοινωνιομετρικών μεθόδων (Ματσαγγούρας, 1995 & 1998, Τσιπλητάρης, 1996). Η εν λόγω αποτύπωση φανερώνει τα παραδοσιακά σχήματα και τους ήδη διαμορφωμένους ρόλους της τάξης. Για παράδειγμα, ο μαθητής αισθάνεται ασφαλής να δουλέψει και κυρίως να συνεργασθεί με τον όμοιο και όχι με τον διαφορετικό. Η αναζήτηση της ομοιότητας είναι κίνητρο (Χρηστάκης, 1997), και η ομοιότητα, η οποία μπορεί να αναφέρεται είτε στο φύλο είτε στην επίδοση, εξασφαλίζει οικειότητα, εγγύτητα, προστασία, αποτελεσματικότητα (Καράκιζα, 2004).

Η κοινωνιομετρική αυτή μέθοδος βασίζεται σε ερωτήσεις (κοινωνιομετρικό τεστ) που υποβάλλονται στους μαθητές αναφορικά με τις μεταξύ τους σχέσεις. Έτσι, γίνεται εφικτή η αποτύπωση της συναισθηματικής κατάστασης των μαθητών που αφορά την ικανότητα συνεργασίας, τη συμπάθεια, την ανεκτικότητα και την εμπιστοσύνη. Παρόλα αυτά, δεν παρέχει πληροφορίες για το βάθος των σχέσεων.

Το κοινωνιόγραμμα της σχολικής τάξης, παρέχεται στον εκπαιδευτικό τη δυνατότητα να ικανοποιήσει κάποιες επιθυμίες των μαθητών του, να ερευνήσει και να εντοπίσει αίτια που δημιουργούν απομόνωση, αναστολές, απωθήσεις, συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις, καθώς επίσης και να επιλύσει προβλήματα και αντιπαραθέσεις που προκύπτουν μεταξύ των μαθητών του ώστε να εξασφαλίσει τις βασικές συναισθηματικές προϋποθέσεις για μάθηση και κοινωνικοποίηση.

Το κοινωνιομετρικό τεστ, ως τεχνική της πιο πάνω μεθόδου, είναι ένα ερωτηματολόγιο που εξετάζει τις επιθυμίες των μαθητών μιας τάξης. Οι ερωτήσεις του ενδέχεται να αναφέρονται στη φιλία, τη συνεργασία, το παιχνίδι, την επικοινωνία, την ικανότητα ή δεξιότητα των μελών της τάξης, κλπ. Στη σχολική τάξη, το τεστ πληροφορεί τον εκπαιδευτικό, ποιος μαθητής γίνεται αποδεκτός από τους άλλους, ποιες επιλογές είναι αμοιβαίες, ποιες οι προτιμήσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου ή του άλλου φύλου κ.α. Για παράδειγμα, ένα μέλος που κατατάσσεται στους δημοφιλείς όταν η ερώτηση αφορά την ψυχαγωγία, μπορεί να απορρίπτεται ως σύντροφος στην εργασία (Engelmayer 1987, Coieetal. 1982). Ο εκπαιδευτικός οφείλει να εξηγήσει στους μαθητές το λόγο για τον οποίο καλούνται να δώσουν απαντήσεις και να τηρήσει απόλυτα τηνανωνυμία τους. Η αξιοπιστία του τεστ εξαρτάται από την ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό των μαθητών. Έρευνες κοινωνικής ψυχολογίας έδειξαν ότι οι μαθητές γνωρίζουν πολύ καλά τη θέση που έχει ο καθένας στο δίκτυο των σχέσεων μέσα σε μια τάξη (Reck, 1980, Earn καιSobol, 1990).

Οι απαντήσεις των μαθητών καταχωρούνται σε πίνακα και μαθητές με αμοιβαία προτίμηση πρέπει να μπαίνουν στην ίδια ομάδα και για τον κάθε μαθητή να ικανοποιείται μία τουλάχιστον επιθυμία (Βάμβουκας, 1988). Μαθητές που δεν είναι επιθυμητοί από κάποιους, δεν πρέπει να μπαίνουν στις ίδιες ομάδες (Βολιώτη, 1989). Επίσης, οι παραμελημένοι ή απορριπτόμενοι μαθητές πρέπει να τοποθετούνται σε ομάδες με συμμαθητές τους, που αφενός οι ίδιοι προτιμούν και αφετέρου σε αυτή από τις ομάδες που παρουσιάζει τη χαμηλότερη αντίσταση προς αυτούς (James, 1993).

Οι ομάδες που θα σχηματιστούν μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης του κοινωνικού περιβάλλοντος της τάξης είναι ανομοιογενείς. Αυτό συνεισφέρει σε ακαδημαϊκό, κοινωνικό, αλλά και σε ατομικό επίπεδο, λειτουργώντας αποτρεπτικά σε καταστάσεις δυσμενούς επηρεασμού των προσδοκιών του εκπαιδευτικού και της αυτοαντίληψης των μαθητών, οι οποίες συνυπάρχουν συνήθως σε περιπτώσεις ομοιογενούς ομαδοποίησης των μαθητών της τάξης (Ημέλλου, 2003).

Επίσης, κατά τους Βαμβούκα (1988), Βολιώτη (1989), James (1993) και Πυργιωτάκη (2000), θα πρέπει να επιτρέπεται μια σχετική κινητικότητα μεταξύ των μελών των ομάδων, καθώς επίσης και εναλλαγή ρόλων των μαθητών ως προς τις εργασίες (μεταφορά των οργάνων, μετρήσεις κτλ.). Μετά την απεικόνιση του πλέγματος των διαπροσωπικών σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό κάθε της ομάδας και του βαθμού ενοποίησής της, λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της ή την ανασυγκρότησή της (Αντωνάκης, 2006).

Είναι βέβαιο ότι από τη στιγμή που ο εκπαιδευτικός αρχίζει να μελετά τις διαπροσωπικές σχέσεις των μαθητών του, συνειδητοποιεί τη δυναμική της ομάδας και αντιλαμβάνεται τη δράση της με τρόπο που να μπορεί να την αξιοποιήσει όχι μόνο στην επίτευξη της μάθησης αλλά και στην προαγωγή των κοινωνικών διεργασιών (Πυργιωτάκης, 2000).

*Εκπαιδευτικός




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











374