Συγκρούσεις στο σχολικό χώρο… επιλύονται και πως;


ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΒΑΝΕΖΗ*

Η σχολική βία και η παραβατική συμπεριφορά αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο που συνδέεται και αλληλεπιδρά με το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Η μη ορθή κοινωνικοποίηση του παιδιού, αποδίδεται κυρίως προς δύο σημαντικούς παράγοντες: την οικογένεια και το σχολείο.

Οι «κοινωνικές και προσωπικές δεξιότητες» του παιδιού, συσχετίζονται με την Συναισθηματική Νοημοσύνη, καθώς αναφέρονται σε ένα σύνολο χαρακτηριστικών της προσωπικότητας όπως είναι η κοινωνικότητα, η επικοινωνία, η γλωσσική επικοινωνία του παιδιού, οι προσωπικές συνήθειες, η φιλικότητα και η θετική στάση στις διαπροσωπικές σχέσεις. Όλα αυτά δρουν ως καταλύτης στην απαύλυνση των προβλημάτων ή των συγκρούσεων που εμφανίζονται στο σχολείο.

Ο Goleman υποστηρίζει ότι οι συναισθηματικές δεξιότητες δεν είναι έμφυτα χαρακτηριστικά, αλλά δεξιότητες που μπορούν να αποκτηθούν μέσα από εκπαίδευση και να εξελιχθούν για την επίτευξη εξαιρετικών αποδόσεων. Θεωρεί ότι το άτομο γεννιέται με κάποια γενική συναισθηματική νοημοσύνη που καθορίζει την προοπτική του για ανάπτυξη συναισθηματικών δεξιοτήτων.

Μία ενδιαφέρουσα πρόταση πρόληψης, διαχείρισης και αντιμετώπισης συγκρούσεων στο σχολείο αποτελεί η διαμεσολάβηση (peer mediation), δηλαδή η ειρηνική διαδικασία επίλυσης συγκρούσεων κατά την οποία μαθητές της ίδιας ηλικίας λειτουργούν ως διαμεσολαβητές μεταξύ των εμπλεκόμενων μαθητών. Πρόκειται ουσιαστικά για μιά συζήτηση που γίνεται σε κλίμα εμπιστευτικό ανάμεσα στα παιδιά που συγκρούονται και εφόσον αυτά έχουν συναινέσει, ενώπιον των παιδιών διαμεσολαβητών τα οποία είναι ουδέτερα και έχουν εκπαιδευτεί στο ρόλο αυτό (Αρτινοπούλου, 2010).

Εφαρμόζεται στις Η.Π.Α., τον Καναδά, την Αυστραλία, την Ν. Ζηλανδία και την Ευρώπη. Στην Κύπρο εφαρμόζεται σύμφωνα με την πολιτική που ακολουθεί το κάθε σχολείο για την επίλυση συγκρούσεων. Σύμφωνα με τους Ρουμπάνη και Ζήκα (2007), ηδιαμεσολάβηση είναι ένα παιδαγωγικό εργαλείο που βοηθάστην ενίσχυση της συμμετοχής και της ευθύνης των μαθητών για την αντιμετώπιση των διαφόρων θεμάτων και που μειώνει τον αυταρχισμό και τη συνεχή προσφυγή σε ποινικοποίηση της συμπεριφοράς.

Οι περισσότερες περιπτώσειςσχολικής βίας και παραβατικότητας οφείλονται κυρίως στο  σχολικό εκφοβισμό. Εκδηλώνεται κυρίως μέσω σωματικής, λεκτικής, ηλεκτρονικής ή κοινωνικής επιθετικότητας και η οποίαδιαφοροποιείται από τις υπόλοιπες ενδοσχολικές συγκρούσεις διότι το θύμα επιλέγεται με βάση το πόσο ανίσχυρο και αδύναμο είναι. Είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμεότι πρόκειται για ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, με πολλούς εμπλεκόμενους φορείς και άμεση συνάρτηση με τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στην κοινωνία.

Οι συνέπειες της σχολικής θυματοποίησης θεωρούνται καταστροφικές για τησωστήκοινωνικοποίηση του παιδιού και την ανάπτυξη μιας υγειούς συμπεριφοράς και προσωπικότητας. Η εμφάνιση και η εξάπλωσή του στο σχολικό περιβάλλον φαίνεται ναπλήττει ανεπανόρθωτα τονκοινωνικοποιητικό ρόλο του σχολείου που αποβλέπει στη δημιουργία των μελλοντικών ενεργών και δημοκρατικών πολιτών της κοινωνίας.

Ο σχολικός εκφοβισμός φαίνεται ότι δε βλάπτει μόνο τους εμπλεκόμενουςαλλά αποτελεί και ένα ιδιαίτερα έντονο στρεσογόνο παράγοντα για τους εκπαιδευτικούς. Σύμφωνα με τον Byrne οιστάσεις και οι συμπεριφορές των μαθητών αποτελούν για τους εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης το δεύτερο σημαντικότερο παράγοντα άγχους (ως πρώτο αναφέρουν την πίεση χρόνου).

Στο σχολικό εκφοβισμό διακρίνονται τρεις ομάδες παιδιών. Τα παιδιά θύματα, τα παιδιά θύτες και τα παιδιά παρατηρητές.

Παιδιά– θύματα.

Όπως αναφέρει ο Rigby (2008) τα παιδιά θύματα έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυταξία, δεν είναιδιεκδικητικοί,είναι εσωστρεφείς, είναιλιγότερο δυνατοί σωματικά από τους υπόλοιπους μαθητές, μπορεί να υστερούν είτε λόγω χαρακτηριστικών, όπως το ύψος, είτε λόγω κάποιας πάθησης, όπως οτραυλισμός.

Παιδιά – θύτες

Σύμφωνα με τον Olweus, τα παιδιά θύτες εμφανίζουνεπιθετικότητα, παρορμητικότητα, μειωμένη ικανότητα αυτοελέγχου, θετικήαυτοεικόνα και έλλειψη ενσυναίσθησης προς τα θύματα του εκφοβισμού. Έχουν την ανάγκη απόκτησηςδύναμης και κυριαρχίας. Το όφελος τους μπορεί να είναι υλικό ή ψυχολογικό με τη μορφή γοήτρου και υπεροχής. Αντλούν ικανοποίηση με το να πληγώνουν άλλα άτομα. Πολλές φορέςπαρουσιάζουν επιθετικότητα και προς τους ενήλικους, τους εκπαιδευτικούςκαι τους γονείς.

Παιδιά- Παρατηρητές

Αποτελούν μια σημαντική κατηγορία που πολλές φορές με τη στάση ανοχήςπου επιδεικνύουν, ως σιωπηλοί παρατηρητές που γνωρίζουν τα πάντα, αλλά δεν μιλούν.

Η παρέα, η ανάγκη ένταξης σε μια ομάδα και η αποδοχή εκ μέρους τωνσυνομηλίκων είναι πολύ σημαντική κατά την εφηβική ηλικία. Η συγκρότηση των ομάδων, η κατανομή της δύναμης, η ανάδειξη του αρχηγού αποτελούν σημαντικά στοιχεία μέσα από τα οποία οικοδομείται η ταυτότητα τωνπαιδιών.

Σύμφωνα με τους Tajfel και Turner, τα άτομα μίας ομάδας διαμορφώνουν αντιλήψεις, στάσεις και συμπεριφορές μεταξύ τους αλλά και με τα μέλη άλλωνομάδων, που προέρχονται από την επιθυμία τους να ανήκουν σε μία ομάδα ανώτερη από άλλες ενισχύοντας την αυτοεκτίμησή τους.

Όπως επισημαίνει ο Gini (2006), παρατηρείται ευνοιοκρατία προς τις στάσεις και τις συμπεριφορές των μελών της ομάδας τους σε αντίθεση με τα μη μέλη τα οποία αντιμετωπίζονται ως διαφορετικά τα οποία πολλές φορές μπορούν να υποστούν διακρίσεις εις βάρος τους.

Επιπρόσθετα, η διάκριση αυτή μπορεί να ενισχυθεί όταν τα μέλη ταυτίζονται έντονα με την ομάδα τους, η ομάδα έχει κανόνες που ενθαρρύνουν τον εκφοβισμό ατόμων εκτός ομάδας.

Ο ρόλος του σχολείου είναι να διδάσκει πρότυπα συμπεριφοράς, αξίες, κανόνες και συνεπώς να βοηθάει στην ανάπτυξη της ταυτότητας του παιδιού. Με τη σωστή κοινωνικοποίηση, ο μαθητής αναπτύσσει θετικές διαπροσωπικές σχέσεις στο χώρο του σχολείου, κατανοεί τον κόσμο γύρω του και αντιλαμβάνεται ότι ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και διαφορετικός. Σημαντικό ρόλο για την ενίσχυση ή την αποτροπή φαινομένων σχολικού εκφοβισμού έχει η κουλτούρα του σχολείου, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της κάθε σχολικής μονάδας και επηρεάζει την αποτελεσματικότητά της.

Τα σχολεία θέλοντας να βοηθήσουν στην αρνητική συμπεριφορά που δημιουργείται εφαρμόζουν το πρόγραμμα  διαμεσολάβησης από ομότιμους ως έναν τρόπο για να βοηθήσει τους μαθητές να βρουν με ειρηνικά μέσα για την επίλυση των συγκρούσεων (Casella, 2000). Είναι μια διαδικασία στην οποία οι μαθητές που έχουν διδαχθεί να ακολουθήσουν ένα δομημένο, βήμα-προς-βήμα μοντέλο με σκοπό να βοηθήσει άλλους να διαπραγματευτούν ειρηνικά βρίσκοντας λύσεις σε διαπροσωπικές συγκρούσεις. Μέσω της διαμεσολάβησης αναπτύσσονται δεξιότητες όπως η επικοινωνία. Να μπορείς να εκφράζεσαι και να μεταφέρεις ιδέες, απόψεις, συναισθήματα με τον προφορικό λόγο, άμεσα και σωστά. Να ερμηνεύεις αποτελεσματικά τα μηνύματα των άλλων (λεκτικά, γραπτά ή μέσω της γλώσσας του σώματος). Να καταλαβαίνεις τα συναισθήματά τους. Να κατανοείς, να αποδέχεσαι, να συνεργάζεσαι με άτομα όμοια ή διαφορετικά από εσένα.

Η ανάπτυξη δεξιοτήτων προσαρμογής, δεξιότητες ευελιξίας και δεξιότητες κριτικής σκέψης, δεξιότητες συνεργασίας, ομαδικότητας, δεξιότητες διαχείρισης και οργάνωσης χρόνου, δεξιότητες ανάληψης πρωτοβουλιών, δεξιότητες καινοτομίας και δεξιότητες λήψης απόφασης.

Η διαμεσολάβηση για να είναι αποτελεσματική πρέπει να ακολουθηθούν κάποιες τεχνικές όπως: η παράφραση, η αντανάκλαση συναισθημάτων δείχνοντας ότι κατανοούμε τα συναισθήματα του ομιλητή, με αντανακλαστική διατύπωση των συναισθημάτων.

Πρέπει να υπάρχει καλή επικοινωνία ώστε να γίνει η ιστορία πιο ξεκάθαρη, να πάρουμε περισσότερες πληροφορίες - εξηγήσεις στο τι και πως συνέβηκε το γεγονός, να αναδειχθούν νέες προοπτικές ή και ερμηνείες.

Η διαμεσολάβηση επιτυγχάνεται με τη δημιουργία του κατάλληλου τόπου και χρόνου και την προετοιμασία των μερών στους κανόνες και τις διαδικασίες ακολουθώντας 6 στάδια.

1ο Στάδιο: Γνωριμία, 2ο Στάδιο: Ακρόαση, 3ο Στάδιο: Εντοπισμός Συμφερόντων- Τι συνέβαλε στη σύγκρουση, 4ο Στάδιο: Δημιουργία Επιλογών-Εντοπισμός λύσεων κοινών συμφερόντων, 5ο Στάδιο: Αξιολόγηση επιλογών, 6ο Στάδιο: Κατάληξη σε συμφωνία μέσω πρωτοκόλλου-Βεβαιωνόμαστε ότι η λύση αφήνει ικανοποιημένα και τα δύο μέρη.

Οι διαφωνίες και οι συγκρούσεις και τα προβλήματαπου προκύπτουν από αποκλίνουσες στάσεις και συμπεριφορές είναι αναπόφευκτο στη ζωή του ανθρώπου, όμως μπορεί να είναι μια θετική δύναμη για τη μάθησηκαι την ανάπτυξη.

Πρέπει οι συγκρούσεις να διαχειρίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μειώνεται η αναστάτωση και οι βλάβες που μπορούν να προκύψουν από αυτές, βοηθώντας τους μαθητέςκαιτους εκπαιδευτικούςνα αναπτύξουν τις δεξιότητες και τις κλίσεις, υποστηρίζοντας την εποικοδομητική μη βίαιη επίλυση των συγκρούσεων.

Η διαμεσολάβηση είναι μια διαδικασίαγια τη διευκόλυνση της επίλυσης των συγκρούσεων. Είναι μια αμερόληπτη εθελοντική διαδικασία μέσω τρίτου (διαμεσολαβητής) που βοηθά να χειρίζονται διάφορα προβλήματα όταν τα άτομαζητούν βοήθεια. Οι μαθητές μεσάζοντες οι ίδιοι, έχουν πιο παρατεταμένες ευκαιρίες για να εξασκήσουν τους ρόλους και τις δεξιότητες που σχετίζονται με μη βίαια επίλυση των προβλημάτων που δημιουργούνται στο σχολικό περιβάλλον. Η επιλογή και η υποστήριξη από συνομήλικα παιδιά να ενταχθούν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης καθιστούν την ευκαιρία αυτή ως αποτελεσματική.

*Καθηγητής Πληροφορικής στη Μέση Εκπαίδευση




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










188