Συμπεριφορές και στάσεις απέναντι στη γλώσσα


ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ*

Είναι δύσκολο να ορίσουμε επακριβώς τι εστί γλώσσα πέρα από τη γενική διατύπωση ότι συνιστά ένα συμβατικό σύστημα αποτελούμενο από ήχους που κωδικοποιούν το νόημα χάριν της επικοινωνίας. Διάφοροι φιλόλογοι και πνευματικοί ηγέτες εμμένουν σε κινδυνολογίες που αφορούν στο γραπτό επίπεδο της γλώσσας, υπογραμμίζοντας τον κίνδυνο αφανισμού της. Αρκετοί γλωσσολόγοι βλέπουν τον γλωσσικό κώδικα ως ένα σύστημα που συνεχώς εξελίσσεται, ως ένα ζωντανό οργανισμό που διαμορφώνεται από τους ίδιους τους ομιλητές του. Ασφαλώς, οφείλουμε να εξετάζουμε επιστημονικά και μόνο τη γλώσσα μέσα από την επιστήμη της γλωσσολογίας και όχι διαμέσου υποτιθέμενων σεναρίων και κινδυνολογιώνπροερχόμενων από συντηρητικούς κύκλους. Η αδυναμία μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων στη γραπτή αποτύπωση της γλώσσας είναι δεδομένη. Οφείλουμε να διερευνήσουμε τη στάση και τον τρόπο σκέψης αυτών των ανθρώπων όσον αφορά στη γλώσσα μέσα από καθημερινά παραδείγματα.

Ο Γιώργος βρίσκεται στον χώρο εργασίας του και πρέπει να στείλει ένα μήνυμα μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε έναν προϊστάμενο. Ο ορθογράφος δεν λειτουργεί στα μηνύματα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και έτσι πρέπει ο ίδιος να τεθεί σε ορθογραφική επιφυλακή για να αποφύγει τα λάθη. Σκέφτεται για πολλή ώρα και θυμώνει επειδή κάθε φορά πρέπει να ψάχνει στο λεξικό. Επίσης, του είναι πολύ χρονοβόρο. «Σας στέλνω το μύνημα ή μήνυμα ή μήνημα…», γράφει και σβήνει. «Ποια είναι η ορθογραφία της λέξης», αναρωτιέται. Αν ήταν δυνατό θα χρησιμοποιούσε τα greeklish, με τα οποία συνομιλεί με φίλους στο κινητό, για να αποφύγει την ορθογραφία, για να απαλλάξει τον εαυτό του από το να σκεφτεί τη σωστή γραφή. Όμως, αυτό είναι ανέφικτο στη συγκεκριμένη περίσταση εφόσον θα χαρακτηριστεί ως αγράμματος και αντι-επαγγελματίας. Έτσι, αισθάνεται ντροπή στο να χρησιμοποιήσει γραπτώς τη μητρική του γλώσσα, δεν την κατέχει άρτια.

Οι μαθητές και μαθήτριες αναμένουν τον καθηγητή για το μάθημα των Νέων Ελληνικών. Η καθυστέρησή του να εισέλθει στην τάξη δημιουργεί αισθήματα ικανοποίησης. Η διδασκαλία της γραμματικής και του συντακτικού δημιουργούν και τα πρώτα χασμουρητά. «Πάλι αυτά…», σιγοψιθυρίζει ο μαθητόκοσμος. Αμέσως, η γλώσσα για αυτούς υποβαθμίζεται, εισέρχεται σε συγκεκριμένα στεγανά και δημιουργούνται όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα. Και όταν η γλώσσα βρεθεί συνυφασμένη με όλα τα παραπάνω, δύσκολα μπορεί να απαγκιστρωθεί αυτών.

Οι γονείς στέλνουν τους μαθητές σε φροντιστήρια ξένων γλωσσών. «Είναι καλό να ξέρουν αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά…», λένε, «πρέπει οπωσδήποτε να πάρει το GCE...». Για τα ελληνικά πού είναι το GCE; Φαίνεται πως είναι αρκετό το σχολείο… Υπάρχει ξεκάθαρα η μέριμνα για άπταιστη εκμάθηση ξένων γλωσσών αλλά η μέριμνα για εκμάθηση της μητρικής γλώσσας και ιδιαίτερα του γραπτού λόγου είτε παραγκωνίζεται είτε θεωρείται δεδομένο ότι θα επέλθει. Αποτέλεσμα είναι η ημιμάθεια σε όλες τις γλώσσες, ακόμα και στη μητρική.

Την ίδια ώρα ο φυσικός, ο μαθηματικός και ο πληροφορικός θεωρούν ανούσια την άρτια εκμάθηση της μητρικής τους γλώσσας. «Γιατί να τη μάθω, εγώ ασχολούμαι καθαρά με θετικές επιστήμες…». Ξεκάθαρη απουσία κινήτρων για να βελτιώσουν τις ικανότητές τους στη φυσική τους γλώσσα. Ο πληροφορικός συγγράφει κώδικες στις γλώσσες προγραμματισμού, μια ικανότητα που προϋποθέτει τη δεξιότητα της γλωσσικής σύνθεσης. Η δεξιότητα αυτή θα μπορούσε να είχε αναπτυχθεί με την πλήρη γνώση της λειτουργίας της μητρικής γλώσσας.

Συνοψίζοντας, είναι υπαρκτή μία στάση αρνητική ως προς τη χρήση της γλώσσας. Άλλοι τη φοβούνται και αισθάνονται αιδώ ως προς τη χρησιμοποίησή της, άλλοι θεωρούν την εκμάθησή της μια ανιαρή διαδικασία, άλλοι απλά τη θεωρούν αχρείαστη χωρίς να έχουν κίνητρα να ασχοληθούν με αυτή. Τίς, όμως, πταίει; Αμφότερα γλώσσα και ομιλητές δεν φέρουν καμία ευθύνη για αυτό. Οι γλωσσικές συμβάσεις δεν πρέπει να διδάσκονται αυστηρά κανονιστικά, ως να επιβάλλονται. Οφείλει να γίνει κατανοητό ότι η γλώσσα διαφοροποιείται με το πέρασμα του χρόνου και δεν παραμένει στάσιμη,ούτως ώστε οι ομιλητές να εξοικειωθούν με τη χρήση της. Επίσης, η γλώσσα πρέπει να συνδεθεί με το πολιτισμικό υπόβαθρο και να δίνει τη δυνατότητα ελεύθερης δημιουργίας παρά να επιβάλλεται να χρησιμοποιηθεί κάτω από συγκεκριμένα δομικά, περιστασιακά και ειδολογικά πλαίσια.

Παρά το γεγονός ότι είναι ο προφορικός λόγος αυτός που θα κρατήσει ζωντανή μια γλώσσα, εντούτοις η γραπτή αποτύπωση είναι επίσης σημαντική. Αυτή θα παραμείνει εκεί: γραμμένη στο χαρτί, ψηφιοποιημένη στο κινητό, σκαλισμένη στο μνημείο. Εκτός από τη μεταφορά μιας είδησης ή μιας πληροφορίας, διαχέει σκέψεις, συναισθήματα, απόψεις με ένα ιδιαίτερο τρόπο αν το θελήσει κανείς. Επιπρόσθετα, αποτελεί σημαία του πολιτισμικού υποβάθρου ενός λαού. Όλα τα ελληνικά λογοτεχνήματα, λόγου χάρη, συνιστούν δείγμα από τη συνεισφορά της Ελλάδας στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα. Από τη στιγμή που το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι σε θέση να αποσοβήσει την ταύτιση της γλώσσας με μία βαρετή διαδικασία,υιοθετώντας νέες μεθόδους μάθησης,τότε θα συνεχιστεί όλη η αρνητικότητα γύρω από αυτή.

*Υποψήφιος Διδάκτωρ Επιστημών Αγωγής/Γλωσσολογίας




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










222