«H πρόταση του Υπουργείου Παιδείας σε σχέση με το νέο ωρολόγιο πρόγραμμα για το γυμνάσιο και λύκειο οφείλει να προσδώσει στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών μία θέση που θα αντικατοπτρίζει την αξία τους και την ουσιαστική αναγκαιότητα τους σε αντίθεση με την μέχρι τώρα επικρατούσα άποψη ότι πρόκειται για δευτερεύοντα μαθήματα, ήσσονος σημασίας».
Αυτό αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος Ιταλικής Γλώσσας ο οποίος επισημαίνει και τα ακόλουθα:
"Στην Ευρώπη σήμερα ομιλούνται 23 επίσημες γλώσσες. Η γλωσσική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσβλέπει στην προστασία της γλωσσικής πολυμορφίας και την προώθηση της γλωσσομάθειας καθώς θεωρεί ότι οι πολύγλωσσοι μπορούν καλύτερα να αξιοποιήσουν τις εκπαιδευτικές, τις επαγγελματικές και οικονομικές ευκαιρίες που δημιουργούνται χάρη στην ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Στόχος είναι κάθε Ευρωπαίος να μιλά τουλάχιστον δύο επιπλέον γλώσσες πέραν της μητρικής του.
Μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των εργοδοτών σε όλη την Ευρώπη δείχνει ότι, όσον αφορά την πρόσληψη πτυχιούχων, οι <ήπιες> δεξιότητες εκτιμώνται στον ίδιο ακριβώς βαθμό με τις δεξιότητες σε συγκεκριμένους τομείς και τις δεξιότητες πληροφορικής. Σημαντικά ποσοστά των ερωτηθέντων εργοδοτών δήλωσαν ότι για την πρόσληψη στις εταιρείες τους είναι σημαντική η ικανότητα καλής συνεργασίας στο πλαίσιο της ομάδας(98%), η ικανότητα προσαρμογής σε νέες καταστάσεις(97%), οι επικοινωνιακές δεξιότητες(96%) και η γνώση ξένων γλωσσών(67%). Το 50% σχεδόν των εταιρειών με σημαντική διεθνή επιχειρηματική δραστηριότητα ανέφεραν ότι η γνώση ξένων γλωσσών θα είναι η σημαντικότερη δεξιότητα στο μέλλον. ( Για την έρευνα αυτή, στο διάστημα 30 Αυγούστου έως 7 Σεπτεμβρίου 2010, πραγματοποιήθηκαν τηλεφωνικές συνεντεύξεις με περίπου 7.000 υπευθύνους προσλήψεων σε δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις σε 31 χώρες – ΕΕ27, Νορβηγία, Ισλανδία, Κροατία και Τουρκία - ).
Πράγματι, η καλύτερη κατανόηση των αναγκών των εργοδοτών βοηθά στη διαμόρφωση των ευρωπαϊκών πολιτικών εκπαίδευσης και απασχόλησης. Οι σημερινοί νέοι που αναζητούν απασχόληση αντιμετωπίζουν πλέον ανταγωνισμό από όλη την Ευρώπη και όχι μόνο σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο και για αυτό η γνώση ξένων γλωσσών συμπεριλήφθηκε στις βασικές ικανότητες για τη δια βίου μάθηση.
Οι βασικές πτυχές αυτής της ολοκληρωμένης προσέγγισης που προάγει την πολυγλωσσία σε σχέση με την κοινωνική συνοχή, την ευημερία και τη δια βίου μάθηση περιλαμβάνουν επιγραμματικά:
1. Αξιοποίηση όλων των γλωσσών
2. Υπερνίκηση των γλωσσικών εμποδίων στο τοπικό περιβάλλον
3. Γλώσσες και ανταγωνιστικότητα
4. Γλώσσες και απασχολησιμότητα
5. Περισσότερες ευκαιρίες για εκμάθηση περισσότερων γλωσσών
6. Αποτελεσματική διδασκαλία γλωσσών
Σε αυτό ακριβώς το σημείο αναγνωρίζεται ο νευραλγικός ρόλος των εκπαιδευτικών στην ενίσχυση των γλωσσικών και διαπολιτισμικών δεξιοτήτων. Αυτά που από την Ευρωπαϊκή επιτροπή αναγνωρίστηκαν ως παράγοντες ουσιώδους σημασίας, σύμφωνα με την ανακοίνωση, είναι
-η υποστήριξη μέσω προγραμμάτων της ΕΕ της διδασκαλίας περισσότερων γλωσσών μέσω της δια βίου μάθησης, της κινητικότητας των εκπαιδευτικών και σπουδαστών, της κατάρτισης καθηγητών ξένων γλωσσών, της ανάπτυξης εταιρικών σχέσεων μεταξύ των σχολείων και μέσω της έρευνας και της ανάπτυξης καινοτόμων μεθόδων.
- η σύνταξη καταλόγου βέλτιστων πρακτικών όσον αφορά στην εκμάθηση και τη διδασκαλία των γλωσσών στον τομέα της πολυγλωσσίας και η οποία θα τεθεί στη διάθεση των κρατών μελών.
Τα κράτη μέλη καλούνται:
-να παρέχουν σε όλους πραγματικές ευκαιρίες μάθησης της εθνικής γλώσσας της χώρας τους καθώς και δύο άλλων γλωσσών.
-να θέτουν στη διάθεση των ενδιαφερομένων ευρύτερο φάσμα γλωσσών, ούτως ώστε να διευκολύνουν την ατομική επιλογή και την κάλυψη των τοπικών αναγκών όσον αφορά τις γλώσσες που μπορεί να μάθει κανείς.
-να ενισχύουν την κατάρτιση όλων των εκπαιδευτικών και όσων εμπλέκονται στη διδασκαλία γλωσσών.
-να προωθήσουν την κινητικότητα των καθηγητών γλωσσών, ούτως ώστε να ενισχυθούν οι γλωσσικές και διαπολιτισμικές δεξιότητες τους.
Αυτοί οι στόχοι σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της λεγόμενης «πολιτικής για την πολυγλωσσία» και αποτελούν κοινή δέσμευση και χάραξη κοινής πολιτικής της ΕΕ με τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με τις περιφέρειες και τους κοινωνικούς εταίρους. Κατά την άποψη της Επιτροπής οι πολίτες, εκτός από τη μητρική τους , πρέπει να μπορούν να επιλέξουν μια γλώσσα επικοινωνίας και μια προσωπική γλώσσα της αρεσκείας τους («γλώσσα προσωπικής επιλογής»)ανάλογα με τις ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και το οικογενειακό τους υπόβαθρο.
Κατά συνέπεια η ύπαρξη της διδασκαλίας πολλών ξένων γλωσσών στο δημόσιο σχολείο κρίνεται απαραίτητη όχι απλά για να είμαστε συνεπείς με τις ευρωπαϊκές πολιτικές σε σχέση με την πολυγλωσσία αλλά κυρίως για να είμαστε συνεπείς με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας έτσι όπως αυτές διαμορφώνονται σε ένα πολυπολιτισμικό και ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Aπ’ όλα τα παραπάνω γίνεται ξεκάθαρο ότι η οποιαδήποτε πρόταση στα πλαίσια του νέου ωρολογίου προγράμματος οφείλει να οδηγήσει σε μία αναβάθμιση και τίποτα λιγότερο της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών, ούτως ώστε να γίνει εφικτή η ικανοποίηση των μελλοντικών αναγκών των νέων μας. Η δυνατότητα εκμάθησης διαφόρων ξένων γλωσσών δε –μέσα από μία επιλογή από ένα ευρύτερο φάσμα προσφερομένων γλωσσών - θα πρέπει να ξεκινά από τον γυμνασιακό κύκλο αν θέλουμε οι μαθητές μας να φτάνουν σε ένα επίπεδο Β1 – Β2 ( επίπεδο το οποίο κρίνεται επαρκές για μία σωστή και ολοκληρωμένη επικοινωνία) και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελεί προνόμιο ενός και μόνο κλάδου σπουδών (Κλάδου ξένων γλωσσών) αλλά οφείλει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι στο πρόγραμμα οποιουδήποτε κλάδου, αφού η ανάγκη γνώσης ξένων γλωσσών είναι κοινή για όλους, ανεξαρτήτως του επαγγελματικού τομέα προς τον οποίο θα κινηθούν μελλοντικά οι μαθητές μας.
Συνεπώς η πρόταση του Υπουργείο Παιδείας σε σχέση με το νέο ωρολόγιο πρόγραμμα για το γυμνάσιο και λύκειο δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να παραγνωρίζει όλα τα παραπάνω δεδομένα και οφείλει να προσδώσει στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών μία θέση που θα αντικατοπτρίζει την αξία τους και την ουσιαστική αναγκαιότητα τους σε αντίθεση με την μέχρι τώρα επικρατούσα άποψη ότι πρόκειται για δευτερεύοντα μαθήματα, ήσσονος σημασίας".