Σύνοψη της εξέλιξης του Διδασκαλικού Συνδικαλισμού στην Κύπρο Α΄


Με αφορμή την 9η Απριλίου, ιδρυτική ημερομηνία της ΠΟΕΔ

ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΗ*

Μέρος Α΄: Από τον Κυπριακό Διδασκαλικό Σύνδεσμο (1898) στην ΠΟΕΔ (1953) 

O πρώτος διδασκαλικός σύνδεσμος υπό την επωνυμία Κυπριακός Διδασκαλικός Σύνδεσμος (ΚΔΣ) ιδρύθηκε στην Κερύνεια το 1898 . Το υπόμνημα που κατέθεσε ο Σύνδεσμος σε σχέση με τις πρόνοιες του Κανονισμού των Ελληνικών Δημοτικών Σχολείων θεωρείται, «σύμφωνα με όλα τα στοιχεία, το πρώτο συνδικαλιστικό κείμενο που γράφτηκε στην Κύπρο» . O ΚΔΣ αδρανοποιήθηκε αρκετά νωρίς. Αιτία αυτής της αδρανοποίησης και της τελικής διάλυσής του το 1900 φαίνεται να ήταν το ηθικοπλαστικό πρόγραμμα του Συνδέσμου, η ανάπτυξη προσωπικών αντιζηλιών, ο γεωγραφικός διασκορπισμός των μελών, αλλά και η απόφασή του να αποκλείσει τις διδασκάλισσες από μέλη του.

Στη δεκαετία που ακολούθησε (1900-1910) εκδηλώθηκαν προσπάθειες για τη συγκρότηση μιας πιο δυναμικής συλλογικής δράσης, η οποία να εκφράζει τον εκπαιδευτικό κόσμο και να διεκδικεί με αξιώσεις τη βελτίωση της θέσης του. Οι προσπάθειες αυτές, ωστόσο, απέτυχαν εξαιτίας της εκκλησιαστικής κρίσης, η οποία προέκυψε με το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρόνιου. Καθόλη την περίοδο παρατηρείται η ανάπτυξη βραχύβιων επαρχιακών διδασκαλικών συνδέσμων, οι οποίοι δεν έχουν κάτι ιδιαίτερο να  παρουσιάσουν.

Το 1911 ιδρύθηκε ο Παγκύπριος Διδασκαλικός Σύνδεσμος (ΠΔΣ), με έδρα τη Λευκωσία. Στο Καταστατικό του ΠΔΣ αναφέρεται ως σκοπός «η εξεύρεσις μέσων προς ανύψωσιν και βελτίωσιν της εν Κύπρω δημοτικής εκπαιδεύσεως και της θέσεως των λειτουργών αυτής» . Ωστόσο, τα γεγονότα που συνέθεσαν το πολιτικό σκηνικό της περιόδου 1911-1915, δεν επέτρεψαν την ουσιαστική δραστηριοποίηση του ΠΔΣ στην πρώτη τετραετία της ζωής του .

Το εκπαιδευτικό νομοσχέδιο του 1920 σηματοδότησε τη σκλήρυνση της βρετανικής στάσης και την εγκατάλειψη της φιλελεύθερης εκπαιδευτικής της πολιτικής, η οποία είχε καθιερωθεί από τον Άγγλο υπουργό των αποικιών λόρδο Kimberley. Αυτή η πολιτική βασιζόταν στην εκπαιδευτική αυτοδιοίκηση και τη μετάβαση στο διοικητικό συγκεντρωτισμό, στη βάση των προτάσεων του Josieh Spencer. Με την εκπαιδευτική νομοθεσία του 1923, αρχικά, και του 1929 στη συνέχεια, επεκτάθηκε η κυβερνητική εξουσία καθώς ο Κυβερνήτης αναλάμβανε θέματα ελέγχου των δασκάλων «για σκοπούς πειθαρχίας, μεταθέσεων, προαγωγής και μισθοδοσίας» . Η νέα αυτή κατάσταση καθιστούσε εφικτό τον πολιτικο-ιδεολογικό έλεγχο των δασκάλων σε σχολικό και κοινωνικό επίπεδο.

Ο ΠΔΣ αποτελούσε τη μοναδική δύναμη που θα μπορούσε να συμπλεύσει με την ελληνοκυπριακή ηγεσία και να λειτουργήσει ανασχετικά ως ο «ακραιφνής φύλακας και υποστηρικτής της εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής» . Ωστόσο, με την κατάθεση των εκπαιδευτικών νομοσχεδίων της αποικιακής διοίκησης τέθηκε σε δοκιμασία η ίδια η εσωτερική συνοχή του ΠΔΣ. Τα μέλη του ΠΔΣ βρέθηκαν ενώπιον του διλήμματος να αποδεχτούν την αποικιακή διοίκηση ως εργοδότη ή να παραμείνουν στο υφιστάμενο καθεστώς εργοδότησης από τις χωρητικές αρχές, το οποίο θεωρούσαν ότι τους είχε οδηγήσει στα όρια της αντοχής τους . Στην περίοδο κατά την οποία τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια τέθηκαν προς συζήτηση, τα μέλη του ΠΔΣ χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα. Από τη μια προβαλόταν η οικονομική εξαθλίωση των δασκάλων και η ανάγκη ύπαρξης σταθερότητας μέσα από την αποδοχή της αποικιακής διοίκησης ως εργοδότη και από την άλλη προβαλόταν η εθνική και πολιτική διάσταση του ζητήματος αφού ο δάσκαλος αναμενόταν να λειτουργήσει ως το κύριο πνευματικό ανάχωμα στις όποιες επιδιώξεις και προθέσεις της αποικιακής διοίκησης. Η διάσπαση της συνοχής του ΠΔΣ οδήγησε τελικά τον ΠΔΣ σε απραξία αφού αδυνατούσε να λάβει αποφάσεις για τα θέματα που τον απασχολούσαν.   

Τα αιματηρά και βίαια γεγονότα του Οκτωβρίου του 1931 (Οκτωβριανά)  έθεσαν στο στόχαστρο την Εκκλησία και την Παιδεία, καθώς θεωρούνταν «οι δύο κυριότερες εστίες της Εθνικής Ιδέας» . Δύο από τους τρεις μητροπολίτες του νησιού εξορίστηκαν, ενώ ο ΠΔΣ τέθηκε εκτός νόμου .

Με το Νόμο 18/1933  η αποικιακή κυβέρνηση επιδίωξε τον απόλυτο έλεγχο της Δημοτικής Εκπαίδευσης καθορίζοντας τον Κυβερνήτη ως την «κεντρική εξουσία διά την δημοτικήν παιδείαν» , περιφρονώντας «τα δικαιώματα και τα αισθήματα του Κυπριακού λαού» . Στο Αναλυτικό Πρόγραμμα (ΑΠ) του 1935 εμφαίνονται οι βασικές επιδιώξεις αυτής της πολιτικής . Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι ελληνοκύπριοι δάσκαλοι επιχείρησαν την ίδρυση ενός νέου διδασκαλικού συνδέσμου . Εν τέλει οι προσπάθειες καρποφόρησαν και στις 29 Αυγούστου 1936 πραγματοποιήθηκε η ιδρυτική συνέλευση της νέας Οργάνωσης, η οποία έφερε το όνομα «Παγκύπριος Διδασκαλική Οργάνωσις» (ΠΔΟ) . Η ΠΔΟ δεν βρήκε ιδιαίτερη απήχηση ανάμεσα στο διδασκαλικό κόσμο , με αποτέλεσμα η γενική της δράση, έως και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, να είναι χαρακτηριστικά υποτονική.

Στην περίοδο που ακολουθεί τα Οκτωβριανά, οι ιδεολογικο-πολιτικές ζυμώσεις οδηγούν στη συγκρότηση δύο ιδεολογικών πόλων, οι οποίοι εκφράζονται από το κομμουνιστικό ΑΚΕΛ  και το εθνικόφρων ΚΕΚ (Κυπριακό Εθνικό Κόμμα), οι οποίοι δεν άφησαν ανεπηρέαστη την ΠΔΟ. Για πρώτη φορά γίνεται λόγος για εγγραφή της Οργάνωσης ως συντεχνίας, γεγονός που υποδηλοί την πρόθεση για την υιοθέτηση δυναμικότερων μέσων διεκδίκησης. Η αφύπνιση του διδασκαλικού κόσμου είναι γεγονός και καθρεφτίζεται στην ολοένα μεγαλύτερη αύξηση των μελών της ΠΔΟ. Σε αυτή την περίοδο παρατηρείται, επίσης, ένα ογκούμενο ρεύμα ένταξης διδασκαλισσών στην Οργάνωση και η ΠΔΟ αξιώνει την εφαρμογή της ισότητας έναντι των γυναικών συναδέλφων . Το αίτημα αυτό δεν γίνεται αποδεκτό από την αποικιακή διοίκηση. Τον Ιανουάριο του 1944 καταγράφεται η πρώτη -και μοναδική στα χρονικά της αποικιοκρατίας- δυναμική αντίδραση των δασκάλων .

Στο εσωτερικό της ΠΔΟ, το ζήτημα της συντεχνιοποίησης διχάζει το διδασκαλικό κόσμο, καθώς ανασύρει στην επιφάνεια δύο ισχυρά ιδεολογικά ρεύματα, τα οποία παρουσιάζονται ως αποχρώσεις του ΑΚΕΛ και του ΚΕΚ: από τη μια, το ολοένα ενισχυόμενο αριστερό ρεύμα, το οποίο επιδίωκε τη συντεχνιοποίηση, και από την άλλη το παραδοσιακό, συντηρητικό ρεύμα, που επιδίωκε τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της Οργάνωσης. Το αριστερό ρεύμα, το οποίο θα χάσει την εξουσία στις αρχαιρεσίες της ΠΔΟ στις 20 Ιουλίου 1944 , θα αντιδράσει με δύο τρόπους: ένα μέρος του αποσκιρτά και συγκροτεί μια νέα Οργάνωση υπό την επωνυμία ΕΕΕΚ (Ένωση Ελλήνων Εκπαιδευτικών Κύπρου), ενώ ένα άλλο μέρος του παραμένει και συνεχίζει τον αγώνα στο εσωτερικό της ΠΔΟ, με τελικό στόχο την εγγραφή της ως συντεχνίας .  Στη συνέλευση στις 9-5-1945 το ζήτημα της συντεχνιοποίησης τίθεται εκ νέου ενώπιον του συνόλου των δασκάλων, για να αποφασίσουν με μυστική ψηφοφορία. Η απόφαση της Συνέλευσης είναι, έστω και οριακά, υπέρ της συντεχνιοποίησης , γεγονός που οδηγεί σε νέο κύκλο εντάσεων.

Οι πολέμιοι της συντεχνιοποίησης θα προχωρήσουν στη δημιουργία μιας νέας διδασκαλικής οργάνωσης με την επωνυμία Παγκύπρια Οργάνωση Ελλήνων Διδασκάλων (ΠΟΕΔ). Η ΠΟΕΔ υιοθετεί το καταστατικό της ΠΔΟ, στο οποίο όμως επιχειρεί διαφοροποιήσεις που αντανακλούν τον ιδεολογικό της προσανατολισμό. Οι λέξεις «Δημοτική Παιδεία», για παράδειγμα, αντικαθίστανται με τις λέξεις «Ελληνική Παιδεία», ενώ μπροστά από τη λέξη «διδάσκαλοι» προστίθεται η λέξη «Έλληνες» . Ωστόσο, εμφανίζεται ανέτοιμη να εκφράσει ένα λόγο διαφοροποιημένο από την ΠΔΟ και, καθώς η γένεσή της προέκυψε όχι ως αποτέλεσμα βαθύτερων διεργασιών και συνδικαλιστικών αναγκών αλλά μέσα από την ιδεολογικοπολιτική διελκυστίνδα και πόλωση , γρήγορα περιπίπτει στη σιωπή .

Καθώς στην εμφυλιακή Ελλάδα προκύπτει το μείζον ζήτημα του παιδομαζώματος, ομάδα δασκάλων αναλαμβάνει ανάλογη πρωτοβουλία για τη σύνταξη εγγράφου που να καταδικάζει το «απαίσιον παιδομάζωμα» και τον κομμουνισμό. Η μη υπογραφή του εγγράφου από την ηγεσία της ΠΔΟ οδηγεί όσους δασκάλους διαφωνούν με τους αριστερούς προσανατολισμούς της Οργάνωσης να συνενώσουν τις δυνάμεις τους κάτω από μία νέα Οργάνωση. Η δεύτερη διάσπαση της ΠΔΟ οδηγεί στη γένεση της Παγκύπριας Ενώσεως Ελλήνων Διδασκάλων (ΠΕΕΔ) , ενέργεια που επικροτείται από το συντηρητικό τύπο και στηλιτεύεται από τον αριστερό, καθώς η νέα Οργάνωση θεωρείται «ένα κομματικό παρακλάδι του ΚΕΚ» . Η δεύτερη ιδεολογική διάσπαση της ΠΔΟ και οι τριβές και εντάσεις ανάμεσα στις δύο Οργανώσεις οδηγούν στην ουσιαστική αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού λόγου.

*Β. Διευθυντής, Ιστορικός της Εκπαίδευσης

Ολόκληρο Το άρθρο με τις σημειώσεις και τις παραπομπές, στο  έγγραφο που ακολουθεί:  




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










180